Αποθήκευση ενέργειας, ευελιξία στη διαχείριση της ζήτησης, ενίσχυση δικτύων μεταφοράς ρεύματος και ανασχεδιασμός της ευρωπαϊκής αγοράς, αποτελούν τους τέσσερις… μοχλούς που θα πιέσουν προς τα κάτω τις τιμές ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αυτό υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος του κλάδου ενέργειας της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) κ. Δημήτρης Φούρλαρης από το βήμα του 7ου Renewable & Storage Forum, εξηγώντας γιατί τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας παραμένουν ακριβά, αν και η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι ραγδαία.
Το φυσικό αέριο καθορίζει ακόμη την τιμή
Παρά την αύξηση των ΑΠΕ, οι οποίες έχουν σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος, το φυσικό αέριο εξακολουθεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στην κάλυψη της ζήτησης, καθώς η τιμή στη χονδρεμπορική αγορά εξακολουθεί να καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα που χρειάζεται για να ισορροπήσει το σύστημα η οποία συνήθως είναι μονάδα φυσικού αερίου (ορισμένες φορές και υδροηλεκτρική). Επίσης, κρίσιμος παράγοντας παραμένει, σύμφωνα με τον κ. Φούρλαρη, η εξάρτηση από το εισαγόμενο LNG που παραμένει ακριβό.
Υψηλό κόστος κεφαλαίου και υποδομών
Επίσης, η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις — σε ηλεκτρικά δίκτυα, μονάδες αποθήκευση ενέργειας, ψηφιακούς μετρητές και ευφυείς τεχνολογίες. «Οι επενδύσεις αυτές δεν είναι δωρεάν. Χρηματοδοτούνται με κεφάλαια που έχουν υψηλό κόστος λόγω των αυξημένων επιτοκίων στην ευρωζώνη το οποίο μετακυλίεται μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, στους λογαριασμούς ρεύματος», επεσήμανε ο ίδιος.
Σε κάθε περίπτωση «οι σημερινές τιμές δεν είναι στρέβλωση της πραγματικότητας», όπως είπε χαρακτηριστικά, αλλά «το τίμημα μιας μετάβασης κατά την οποία το ενεργειακό σύστημα αναδομείται θεσμικά, τεχνολογικά και κεφαλαιακά».
Αδύναμα δίκτυα και έλλειψη αποθήκευσης
Στην Ελλάδα παράγεται πληθώρα φθηνής πράσινης ενέργειας (κατά μέσο όρο 45% αν και υπάρχουν ημέρες που το σύνολο της ζήτησης καλύπτεται από ΑΠΕ) η οποία είναι φθηνή αλλά δεν μπορεί ούτε να αποθηκευθεί ούτε να μεταφερθεί. Έτσι, όπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος της ΡΑΑΕΥ η ενέργεια χάνεται και το κόστος το επωμίζεται ο καταναλωτής. Η ενίσχυση των δικτύων και των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, σύμφωνα με τον κ. Φούρλαρη, αποτελεί βασική προϋπόθεση για σταθερές και χαμηλότερες τιμές.
«Όσο αυξάνεται η αποθήκευση, τόσο θα μειώνεται η μεταβλητότητα των τιμών. Άρα, ο ρυθμός που έργα αποθήκευσης θα μπαίνουν στην αγορά, θα κρίνει και τον βαθμό μείωσης των ακραίων διακυμάνσεων των τιμών»
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ κ. Ιωάννης Μάργαρης θεωρεί λανθασμένη αντίληψη «πως περικόπτουμε τις ΑΠΕ και πετάμε παραγόμενη ενέργεια λόγω των δικτύων καθώς οι περικοπές οφείλονται στην έλλειψη κατανάλωσης τις ώρες που ταυτοχρονίζεται η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Παράλληλα, ο κ. Φούρλαρης τόνισε την ανάγκη αναθεώρησης του σχεδιασμού της ευρωπαϊκής αγοράς, ώστε να ενταχθούν οι ΑΠΕ και η αποθήκευση με πιο ενεργό ρόλο στις αγορές εξισορρόπησης. Όσον αφορά στο μοντέλο οριακής τιμολόγησης, που βασίζεται στη σειρά κόστους των μονάδων, όπως είπε, λειτουργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ωστόσο, «όταν οι ΑΠΕ δεν παράγουν αρκετά, ή σε περιόδους καύσωνα, ή ενεργειακής κρίσης, οδηγεί σε εκτόξευση των τιμών», ανέφερε.
Αποθήκευση, ευελιξία και “έξυπνη” ζήτηση
Για να μειωθεί ουσιαστικά το ενεργειακό κόστος, σύμφωνα με τον ίδιο, απαιτούνται συντονισμένες μεταρρυθμίσεις. Πρώτον, η αποθήκευση είναι το κλειδί για τη μεταφορά της ενέργειας από τις φθηνές μεσημεριανές ώρες στις ακριβές βραδινές. «Όσο αυξάνεται η αποθήκευση, τόσο θα μειώνεται η μεταβλητότητα των τιμών. Άρα, ο ρυθμός που έργα αποθήκευσης θα μπαίνουν στην αγορά, θα κρίνει και τον βαθμό μείωσης των ακραίων διακυμάνσεων των τιμών», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι δεν είναι μόνο η προσφορά ενέργειας που πρέπει να γίνει έξυπνη, αλλά είναι και η ζήτηση.
«Η δυνατότητα να μετακινήσουμε καταναλώσεις εκτός αιχμής μέσω έξυπνο-μετρητών και δυναμικών τιμολογίων μπορεί να εξομαλύνει τις διακυμάνσεις και να μειώσει το κόστος για όλους, δεδομένου ότι θα βοηθήσει και στη μείωση των ρευματοκλοπών», δήλωσε ο κ. Φούρλαρης.
Από την πλευρά του και ο κ. Μάργαρης επεσήμανε ότι η προώθηση μονάδων αποθήκευσης και οι αποφάσεις της Πολιτείας για τις προτεραιότητες έκδοσης όρων σύνδεσης για τα έργα μπαταριών, αποτελούν επίσης κρίσιμο παράγοντα για την ομαλή λειτουργία της αγοράς ενέργειας. «Έχει καθυστερήσει η ενσωμάτωση μπαταριών συγκριτικά με τις ΑΠΕ και πρέπει να τρέξει η διαδικασία για να μπορεί να συνεχιστεί και η περαιτέρω διείσδυση νέων ΑΠΕ» ανάφερε.
Ο ρόλος του αερίου και διαγωνισμός διαθεσιμότητας
Επιπλέον ο κ. Φούρλαρης παραδέχθηκε ότι, παρά τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ χωρίς μονάδες αερίου υπάρχει πρόβλημα για την ασφάλεια του συστήματος. Σήμερα στην Ελλάδα είναι εγκατεστημένα 16 γιγαβάτ (GW) ΑΠΕ και άλλα 17 GW ΑΠΕ έχουν εξασφαλίσει οριστικές προσφορές σύνδεσης με το ηλεκτρικό σύστημα μεταφοράς ρεύματος, άρα το 2030 θα λειτουργούν περί τα 33 GW. «H ζήτηση θα υπερκαλύπτεται και οι εξαγωγές ενέργειας.

Η «Πτολεμαΐδα V» η τελευταία λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ
Ωστόσο, οι λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου θα φύγουν το 2026, και το 2028 η Πτολεμαΐδα 5. Άρα θα μείνουν στο σύστημα οι τρεις καινούργιες μονάδες αερίου των 800 MW η καθεμιά, για τις οποίες θα πρέπει να βρεθεί μια φόρμουλα για τη βιωσιμότητά τους όταν στο ενεργειακό μείγμα οι ΑΠΕ θα φτάσουν στο 75% ή 80%», ανέφερε.
Επεσήμανε δε, ότι για την αποφυγή των διακυμάνσεων στις τιμές και για την ασφάλεια του συστήματος προκειμένου να αποφευχθούν μπλακάουτ είναι απαραίτητες οι εφεδρείες μονάδων αερίου. «Άρα η διαθεσιμότητα ισχύος πρέπει να αρχίζει να πέφτει στο τραπέζι και πρέπει να σκεφτόμαστε έναν διαγωνισμό διαφανή και φθηνό, γιατί με κάποιο τρόπο θα αποτελεί και ένα δίχτυ προστασίας προς τους ίδιους τους καταναλωτές, αν γίνεται με ένα reliability option και ρήτρα επιστροφής, το γνωστό clawback», υπογράμμισε.
Επιπτώσεις στη βιομηχανία
Στο κόστος της αγοράς επόμενης ημέρας το οποίο παραμένει ψηλά και δεν μειώνεται αναφέρθηκε και ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) κ. Αντώνης Κοντολέων. Όπως τόνισε, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας οφείλεται στο διαρκώς αυξανόμενο κόστος της αγοράς εξισορρόπησης και κύρια λόγω της ανακατανομής που οφείλεται σε δύο λόγους.
«Πρώτον, ο ΑΔΜΗΕ εντάσσει για μεγάλες χρονικές περιόδους τις υπό απόσυρση λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου για 24ωρη λειτουργία με constraint, ήτοι με μηχανισμό εκτός αγοράς τις οποίες αποζημιώνει βάσει της προσφοράς τους (pay as bid), επιβαρύνοντας τον απλό καταναλωτή με 7 €/MWh», σημείωσε.
Πρόσθεσε δε ότι, «σε συγκεκριμένες περιόδους – όπως Μαρτίου-Ιουνίου και Αυγούστου –Σεπτεμβρίου-, σε ώρες όπου η παραγωγή των ΑΠΕ υπερβαίνει τη ζήτηση, παρατηρείται εκτόξευση του ΛΠ3 (σ.σ. η χρέωση στους λογαριασμούς ρεύματος που αφορά το κόστος εξισορρόπησης του ηλεκτρικού συστήματος) τις μεσημεριανές ώρες κατά μέση τιμή στα 20-35 ευρώ/MWh, ενώ την ίδια στιγμή ο ΛΠ1 που συνδέεται με την τιμή της αγοράς επόμενης ημέρας είναι σχεδόν μηδέν».





































