Είναι η άνθηση της Τεχνητής Νοημοσύνης επανάληψη της φούσκας του dotcom;, αναρωτήθηκε σε σημείωμά της η Fidelity International θυμίζοντας και την χρηματιστηριακή ρήση αν «αυτή τη φορά είναι διαφορετικά» («This time is different») τα πράγματα.
Τα μαθήματα της ιστορίας φαίνονται ξεκάθαρα: οι εταιρείες που επενδύουν σε μια νέα τεχνολογία, συνήθως δεν είναι εκείνες που τελικά ωφελούνται από αυτήν.
Οι γίγαντες της τεχνητής νοημοσύνης
Τη δεκαετία του 1990, οι «γίγαντες» του διαδικτύου δεν ήταν η Google ή η Amazon, αλλά οι τηλεπικοινωνιακοί κολοσσοί. Εταιρείες όπως η WorldCom και η Global Crossing δαπάνησαν δισεκατομμύρια για να τοποθετήσουν υποθαλάσσια καλώδια και να δημιουργήσουν τη ραχοκοκαλιά του διαδικτύου. Όμως με την αγορά υπερκορεσμένη και τον ανταγωνισμό αδυσώπητο — και οι δύο κατέρρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η ιστορία αυτών των «χαμένων γιγάντων» δεν ήταν μεμονωμένη.
Άλλοι «οικοδόμοι του διαδικτύου», όπως τους χαρακτηρίζει η Fidelity, που κατέρρευσαν περιλαμβάνουν τον καναδικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Nortel, ή τους πρωτοπόρους των κέντρων δεδομένων και φιλοξενίας όπως οι Exodus Communications και PSINet, επίσης χρεοκόπησαν, με τα περιουσιακά τους στοιχεία να αγοράζονται από ισχυρότερους παίκτες.
Πολλές εταιρείες επένδυσαν υποθέτοντας ότι η κίνηση στο διαδίκτυο και τα έσοδα θα αυξάνονταν ταχέως. Όμως η ζήτηση ήρθε αργότερα απ’ όσο περίμεναν, και όταν τελικά ήρθε, πίεσε τα περιθώρια κέρδους, ενώ ο μεγάλος δανεισμός πίεσε τις τιμές σε εταιρείες με αδύναμους ισολογισμούς. Τα κέρδη κατέληξαν σε εταιρείες όπως η Facebook, η Google και η Amazon, που ανέπτυξαν νέους τρόπους να εκμεταλλευτούν εμπορικά την τεχνολογία, καθώς ιστορικά οι εταιρείες που βρίσκουν τις εφαρμογές χρήσης είναι αυτές που κερδίζουν.
Όπως και στη φούσκα του dotcom, οι αποτιμήσεις σήμερα των «οικοδόμων AI» έχουν εκτοξευθεί, καθώς οι επενδυτές ποντάρουν σε μια τεχνολογική επανάσταση, αλλά, εταιρείες που πραγματοποιούν σήμερα τις μεγαλύτερες κεφαλαιουχικές δαπάνες της ιστορίας τους γνωρίζουν καλά τα ιστορικά παραδείγματα, καθώς θέλουν να είναι δημιουργοί μοντέλων AI, αλλά και να αναπτύσσουν τις εφαρμογές που θα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Σχεδόν καμία εταιρεία δεν σκοπεύει απλώς να παρέχει το μοντέλο για να το εκμεταλλευτεί κάποιος άλλος. Η Microsoft, κάποτε παρείχε λειτουργικά συστήματα για υπολογιστές· τώρα προσφέρει πλήθος εφαρμογών που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και πληρώνουν για αυτές.

Τα smartphones
Τα θεμέλια φαίνονται πιο σταθερά σήμερα. Σε αντίθεση με την εποχή της φούσκας του dotcom, οι κορυφαίες τεχνολογικές εταιρείες σήμερα είναι θεμελιωδώς ισχυρές: λειτουργούν με αποδεδειγμένα επιχειρηματικά μοντέλα, ανθεκτικά κέρδη και υγιέστερους ισολογισμούς. Ενώ οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αντιμετώπιζαν έντονο ανταγωνισμό, οι κορυφαίες εταιρείες ημιαγωγών απολαμβάνουν σήμερα τεράστια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα — όχι μόνο γύρω από τα ίδια τα chips, αλλά σε ολόκληρα οικοσυστήματα και εφοδιαστικές αλυσίδες.
Μέρος του προβλήματος στο παρελθόν ήταν ότι οι εταιρείες απλώς προηγήθηκαν της εποχής τους· ο χρόνος προς εμπορική αξιοποίηση ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο νόμιζαν πολλοί. Πολλές εφαρμογές του διαδικτύου χρειάζονταν ευρυζωνικότητα και smartphone. Χρειάστηκαν άλλα 10 χρόνια για να εμφανιστούν τα smartphones, κάτι που έκανε το κοινό του διαδικτύου τεράστιο. Αν σήμερα χρειαστούν 3 έως 5 χρόνια για να δημιουργηθεί η υποδομή της AI, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα οι «οικοδόμοι» της τεχνολογίας να μπορέσουν και να την αξιοποιήσουν. Η ιστορία μοιάζει, αλλά δεν επαναλαμβάνεται. Κάποιοι εκτός AI χρησιμοποιούν υπερβολικά το παράδειγμα του διαδικτύου ως λόγο να μη δραστηριοποιηθούν. Όμως μεγάλο μέρος αυτού που χρειάζεται η AI ήταν ήδη ανεπτυγμένο. Άλλωστε, χρειάστηκαν 11 χρόνια για να φτάσει η Google το ένα δισεκατομμύριο αναζητήσεις ημερησίως, ενώ το ChatGPT χρειάστηκε μόλις δύο χρόνια. Φυσικά, σε κάθε «φούσκα» υπήρχαν πάντα πειστικοί λόγοι για το γιατί αυτή τη φορά δεν είναι φούσκα. Έτσι η τελική επιλογή βρίσκεται στα χέρια των ίδιων των επενδυτών.
Η φούσκα
Ο φόβος για πιθανή φούσκα των τεχνολογικών μετοχών αποτυπώνεται πάντως στην τελευταία έρευνα Οκτωβρίου της Bank of America μεταξύ 166 fund managers θεσμικών χαρτοφυλακίων με συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 400 δισ. δολαρίων.
Για πρώτη φορά ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την πορεία των αγορών το επόμενο διάστημα δεν είναι οι δασμοί Τραμπ και οι εμπορικοί πόλεμοι, καθώς οι επαγγελματίες των αγορών τοποθετούν με ποσοστό 33% στην πρώτη θέση μια φούσκα στην τεχνητή νοημοσύνη. Σ
ήμερα, μάλιστα μόλις το 5% των ερωτηθέντων θεωρούν ως μεγάλο κίνδυνο μια πιθανή ύφεση ως απόρροια των εμπορικών πολέμων από περίπου 80% που βρισκόταν στην κορύφωσή του τον Απρίλιο. «Ενα δεύτερο κύμα πληθωρισμού» θεωρείται από το 27% των διαχειριστών ως ο δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος για τις αγορές, ενώ το σενάριο η Fed να χάσει την ανεξαρτησία της με παράλληλη νέα πτώση του δολαρίου ψηφίζεται από 14% των διαχειριστών ως ο τρίτος μεγαλύτερος κίνδυνος.
Οι «αυξημένες θέσεις» σε μετοχές στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια πάντως βρίσκονται σε υψηλά οκτώ μηνών, ενώ οι θέσεις σε ομόλογα στο χαμηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2022, με τα επίπεδα των μετρητών (μόλις στο 3,8% των χαρτοφυλακίων) να κινούνται στα χαμηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2024.
Συνολικά ένα ρεκόρ 60% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι μετοχές παγκοσμίως είναι πλέον υπερτιμημένες, με το 54% να θεωρεί «φούσκα» τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, ενώ η «long» (ανοδική) θέση στον χρυσό αποτελεί την πιο «αγαπημένη» τους συναλλαγή.






































