Στο τελευταίο κυβερνητικό αφήγημα κατά της ακρίβειας, μετά τα λογής καλάθια, τη θέση πήραν οι “συμφωνίες κυρίων” μεταξύ του αρμόδιου υπουργού Τ. Θεοδωρικάκου και των σούπερ μάρκετ και βιομηχανιών τροφίμων για μείωση τιμών σε περίπου 2.000 κωδικούς, αν και ένα μεγάλο μέρος της όποιας μείωσης αφορά κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Ωστόσο προ ημερών η ίδια η κυβέρνηση διακίνησε εγκύκλιο που δείχνει πόσο έχουν εκτιναχθεί οι τιμές από το 2020 έως το 2024. Σοκολάτες και καφές έχουν ακριβύνει κατά 6 και 3 φορές παραπάνω, αντίστοιχα, μέσα στην πενταετία, λόγω και των διεθνών ανατιμήσεων, το μοσχάρι έχει σωρευτική αύξηση τιμών 377,3%, το χοιρινό 140,6% και τα αμνοερίφια 209,2%. Το κόστος στέγασης έχει εκτοξευτεί σε επίπεδα που ροκανίζουν το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού. Δραματική παραμένει η κατάσταση και στον τομέα της ενέργειας καθώς η τιμή χονδρικής του ρεύματος στο χρηματιστήριο ενέργειας κινείται και πάλι ανοδικά και μάλιστα παραμένει στις τρεις υψηλότερες της Ευρώπης. Συνολικά η σωρευτική αύξηση στο ρεύμα την τελευταία πενταετία αγγίζει το 110%.
Πώς λοιπόν οι πολίτες στην Ελλάδα να μην αισθάνονται ότι βιώνουν την ανέχεια και τη φτώχεια στο εκρηκτικό ποσοστό 66,8% όπως έδειξαν πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, όπου η χώρα μας είχε μακράν το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που δήλωσε το 2024 ότι δεν τα βγάζει πέρα, με το ποσοστό αυτό να είναι σχεδόν διπλάσιο από τη δεύτερη χώρα που ήταν η Βουλγαρία (37,4%) και υπερδιπλάσιο από την τρίτη Σλοβακία (28,7%);
Η «υποκειμενική φτώχεια» είναι η αίσθηση των νοικοκυριών ότι δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες τους, σε αντίθεση με την «αντικειμενική φτώχεια» που βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια εισοδήματος.
Σε επίπεδο ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 17,4% του πληθυσμού και αποτελεί βελτίωση από το 19,1% που καταγράφηκε το 2023. Μάλιστα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που διατηρεί ποσοστά την τελευταία δεκαετία μεταξύ 73% και 66%, πολύ πάνω από οποιαδήποτε άλλη χώρα της κατάταξης. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα χαμηλότερα ποσοστά αναφέρθηκαν στην Ολλανδία και τη Γερμανία (και οι δύο 7,3%) και στο Λουξεμβούργο (8,5%). Ενώ βαλκανικές χώρες βελτιώνουν σαφώς τα ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας, όπως π.χ. η Σερβία που το 2020 είχε ποσοστό 42,6% και το 2024 έπεσε στο 34% ή η Ρουμανία που από 35,8% υποχώρησε στο 23,8% στα ίδια έτη αναφοράς.
Και αν 7 στους 10 Έλληνες αισθάνονται ότι είναι φτωχοί και δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα, το ΚΕΠΕ έρχεται να ενισχύσει αυτή την απαισιόδοξη εικόνα τονίζοντας ότι οι μισθοί στην Ελλάδα συγκλίνουν με την… Ανατολική Ευρώπη και όχι με τις πλουσιότερες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, το 2022 η μισθολογική κατάσταση των ελληνικών περιφερειών επιδεινώθηκε αισθητά, με σαφή απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο με τη συνολική θέση της Ελλάδας να έχει πλέον μετατοπιστεί προς την κατηγορία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης! Μεταξύ των 237 περιφερειών της ΕΕ, οι ελληνικές καταλαμβάνουν πλέον τις τελευταίες θέσεις ως προς το επίπεδο του μέσου μισθού.
Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματιπιστωτικής Σταθερότητας που έδωσε την Πέμπτη στη δημοσιότητα, αναφέρει ότι αν και το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 0,7% το α΄ τρίμηνο 2025 σε ετήσια βάση, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 3,3% ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού.


































