Μια «εποχή επανεξοπλισμού» έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη, δήλωσε νωρίτερα φέτος ο Armin Papperger, διευθυντής της Rheinmetall. Οι επενδυτές της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας φαίνεται να συμφωνούν. Από την αρχή του έτους, η αγοραία αξία της έχει εκτοξευθεί από 27 δισ. ευρώ σε 78 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με 90 φορές τα ετήσια καθαρά κέρδη της και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Lockheed Martin, τον αμερικανικό κολοσσό στον τομέα της άμυνας.
Φέτος, η Ευρώπη θα δαπανήσει περίπου 180 δισ. δολάρια για στρατιωτικό εξοπλισμό, ποσό που υπερδιπλασιάζει τις δαπάνες του 2021 και είναι ακόμη μεγαλύτερο από το ποσό που δαπανά η Αμερική
Οι αξίες άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών, όπως η βρετανική BAE Systems, η γαλλική Thales και η ιταλική Leonardo, έχουν επίσης εκτοξευθεί (βλ. διάγραμμα 1).

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν ήδη νευρικοί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά η επιστροφή στον Λευκό Οίκο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ τους έπεισε ακόμη περισσότερο για την ανάγκη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, προκειμένου να μειώσουν την εξάρτηση της ηπείρου από τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας.
Φέτος, η Ευρώπη θα δαπανήσει περίπου 180 δισ. δολάρια για στρατιωτικό εξοπλισμό, ποσό που υπερδιπλασιάζει τις δαπάνες του 2021 και είναι ακόμη μεγαλύτερο από το ποσό που δαπανά η Αμερική (βλ. διάγραμμα 2). Το ποσό αυτό αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, αφού τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν τον Ιούνιο να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες από τον τρέχοντα στόχο του 2% του ΑΕΠ στο 3,5% σε μια δεκαετία, με ένα επιπλέον 1,5% για συναφείς δαπάνες σε τομείς όπως οι υποδομές.
Η στρατιωτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Στο πλαίσιο αυτό, οι Ευρωπαίοι ηγέτες σκοπεύουν να αναζωογονήσουν την αμυντική βιομηχανία της ηπείρου, η οποία έχει υποφέρει από δεκαετίες υποεπένδυσης. Η Ευρώπη βασίζεται στον αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Σύμφωνα με το International Institute for Strategic Studies, ένα βρετανικό think tank, μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2024 τα αμερικανικά όπλα αντιπροσώπευαν το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών δαπανών για προμήθειες.
Η ορθότητα αυτής της προσέγγισης έχει πλέον τεθεί υπό αμφισβήτηση, όπως υπογραμμίζει ο Economist. Σε ένα σενάριο όπου η Ευρώπη θα χρειαζόταν να αντικαταστήσει τα όπλα της την ίδια στιγμή που ο μακροπρόθεσμος σύμμαχός της εμπλέκεται σε σύγκρουση, για παράδειγμα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η αμερικανική αμυντική βιομηχανία θα έδινε αναμφίβολα προτεραιότητα στην αναπλήρωση των δικών της αποθεμάτων.
Μπορεί η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία να ανταποκριθεί στην πρόκληση; Η λευκή βίβλος «Readiness 2030», που δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εταιρείες του ηπείρου «δεν είναι σε θέση να παράγουν αμυντικά συστήματα και εξοπλισμό στις ποσότητες και με την ταχύτητα που χρειάζονται τα κράτη μέλη» και ζήτησε «μαζική αύξηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής παραγωγής». Το «Preserving Peace», ένα σχέδιο που δημοσιεύθηκε στις 16 Οκτωβρίου, καθόρισε τις αμυντικές προτεραιότητες της Ένωσης για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ωστόσο, η κλιμάκωση για την επίτευξη αυτών των στόχων θα είναι μια δύσκολη υπόθεση για μια βιομηχανία που εμποδίζεται από τον κατακερματισμό, τις αργές διαδικασίες προμηθειών και τον ελάχιστο αριθμό καινοτόμων νεοεισερχόμενων. Εάν αποτύχει, θα διακινδυνεύσουν πολύ περισσότερα από τα χρήματα των επενδυτών.
Καταμερματισμός
Ένα σημαντικό πρόβλημα που επισημαίνει ο Economist αφορά στον κατακερματισμό. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες άμυνας υστερούν σημαντικά σε σχέση με τις αμερικανικές ομολόγους τους, εν μέρει λόγω της τάσης των κυβερνήσεων της ηπείρου να προτιμούν τον εξοπλισμό των εγχώριων ηγετών στον τομέα της άμυνας. Η είχε έσοδα μόλις 10 δισ. ευρώ πέρυσι, το ένα έκτο των εσόδων της Lockheed Martin.

Αυτή η έλλειψη κλίμακας έχει καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολο να ανταγωνιστεί τη δύναμη των αμερικανικών εταιρειών όσον αφορά τον εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας. Οι επενδύσεις στην στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη στην Ευρώπη ανήλθαν σε μόλις 13 δισ. ευρώ το 2024, πολύ πίσω από τα 148 δισ. δολάρια που δαπανήθηκαν στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Kiel Institute, ένα άλλο think tank.
Οι τοπικοί προμηθευτές της ηπείρου πλησιάζουν να καλύψουν τη ζήτηση για πυρομαχικά και πυροβόλα, και έχουν επεκτείνει την παραγωγή αρμάτων μάχης και άλλων οχημάτων μάχης, αλλά η ανάπτυξη και η παραγωγή προηγμένου εξοπλισμού, όπως πυραυλικό πυροβολικό, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και αεράμυνα, είναι «στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένη και στη χειρότερη ανύπαρκτη», σύμφωνα με το Kiel Institute. Τον Φεβρουάριο, ο Guillaume Faury, διευθυντής της Airbus, ενός ευρωπαϊκού κολοσσού της αεροδιαστημικής με μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα της άμυνας, τόνισε την ανάγκη για «περισσότερη συνεργασία και περισσότερη ενοποίηση».
Η ενίσχυση της συνεργασίας σε μεγάλα αμυντικά προγράμματα προσφέρει μια άλλη πιθανή λύση στο πρόβλημα του κατακερματισμού. Ωστόσο, τα κοινά προγράμματα έχουν αποφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα
Οι προσπάθειες ενοποίησης βρίσκονται σε εξέλιξη. Τον Σεπτέμβριο, η Rheinmetall ανακοίνωσε ότι θα εξαγοράσει την Naval Vessels Lürssen, κατασκευαστή πολεμικών πλοίων. Η αξία των ευρωπαϊκών συμφωνιών στον τομέα της άμυνας έφτασε τα 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, σημειώνοντας αύξηση κατά περισσότερο από ένα τρίτο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024. Ωστόσο, δεδομένης της απροθυμίας των κυβερνήσεων να παραχωρήσουν τον έλεγχο εταιρειών που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια, οι συγχωνεύσεις μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών είναι απίθανες.
Η ενίσχυση της συνεργασίας σε μεγάλα αμυντικά προγράμματα προσφέρει μια άλλη πιθανή λύση στο πρόβλημα του κατακερματισμού. Ωστόσο, τα κοινά προγράμματα έχουν αποφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα. Αν και το μαχητικό αεροσκάφος Eurofighter Typhoon, αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ Βρετανίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, έχει σημειώσει επιτυχία, το Future Combat Air System, μια προσπάθεια ανάπτυξης ενός ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους που θα υποστηρίζεται από ένα σμήνος drones, απειλείται από τις διαμάχες μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.

Οι μακροχρόνιες διαδικασίες προμηθειών αποτελούν ένα επιπλέον πρόβλημα για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία είναι επιφυλακτική όσον αφορά τις επενδύσεις που βασίζονται σε αόριστες δεσμεύσεις για μελλοντικές δαπάνες. Η γραφειοκρατική αδράνεια είναι ενδημική στην Ευρώπη. Χωρίς σταθερές παραγγελίες για μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού, οι αμυντικοί ανάδοχοι δυσκολεύονται να επιμείνουν στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας.
«Κανείς δεν βασίζεται σε μια υπόσχεση», λέει ο John Schmidt της Accenture, μιας εταιρείας συμβούλων. Όσον αφορά τον πιο προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό, οι μακροχρόνιοι κύκλοι ανάπτυξης σημαίνουν ότι ο αμερικανικός εξοπλισμός μπορεί να παραμείνει φθηνότερος και πιο γρήγορος στην απόκτηση για πολλά χρόνια ακόμα.
Η σημασία των drones
Στη συνέχεια, o Εconomist θέτει το ερώτημα αν η Ευρώπη μπορεί να ανταγωνιστεί στην ανάπτυξη των τεχνολογιών που μετασχηματίζουν τον πόλεμο. Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει δείξει τη σημασία των drones στο πεδίο της μάχης και των δορυφόρων στο διάστημα. Αν η Ευρώπη δεν θέλει να εξαρτάται από τρίτους, πρέπει να είναι σε θέση να παράγει τέτοια συστήματα σε μεγάλη κλίμακα.
Για να το κάνει αυτό, χρειάζεται τους τύπους των startup αμυντικών εταιρειών που έχουν αποκτήσει επιρροή στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων της Anduril, ενός κατασκευαστή drones, και της SpaceX, που βρίσκεται πίσω από το δορυφορικό δίκτυο Starlink. Ωστόσο, οι κεφαλαιαγορές της Ευρώπης δεν είναι τόσο βαθιές και ρευστές όσο αυτές των ΗΠΑ, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τους νεους παίκτες να «συγκεντρώσουν κεφάλαια, να καινοτομήσουν και να ανταγωνιστούν», σύμφωνα με το Goldman Sachs Global Institute, ένα τμήμα της επενδυτικής τράπεζας.
Ενώ κάποτε ο αμυντικός κλάδος θεωρούνταν παρίας, σήμερα είναι σχεδόν γοητευτικός
Η Ευρώπη έχει δείξει ενθαρρυντικά σημάδια, υποστηρίζει ο Ben Prade της Bullhound Capital, ένας επενδυτής στον τομέα της τεχνολογίας. Έχει δημιουργήσει τρεις «μονόκερους» στον τομέα της άμυνας (νεοσύστατες επιχειρήσεις αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων) — τις γερμανικές Helsing και Quantum Systems και την πορτογαλική Tekever, οι οποίες κατασκευάζουν drones. Ο κ. Prade προσθέτει, ωστόσο, ότι παρόλο που υπάρχει χρηματοδότηση για τα αρχικά στάδια, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη κεφαλαίων για να βοηθήσουν τις εταιρείες να αναπτυχθούν.
Εδώ μπορεί να βοηθήσει ο νέος ενθουσιασμός των επενδυτών για τις εταιρείες άμυνας. Ενώ κάποτε ο κλάδος θεωρούνταν παρίας, σήμερα είναι σχεδόν γοητευτικός. Ο Karl Rosander, διευθυντής της Nordic Air Defence, μιας νεοσύστατης εταιρείας που αναπτύσσει αντιαεροπορικά drones, λέει ότι οι τράπεζες που προηγουμένως ήταν απρόθυμες να παρέχουν χρηματοδότηση «χτυπούν την πόρτα». Το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρείας είναι παρόμοιο με αυτό της Anduril: αντί να περιμένει τις κυβερνήσεις να καθορίσουν τα όπλα και να ζητήσουν προσφορές σε μια διαδικασία προμηθειών που μπορεί να διαρκέσει χρόνια, προβλέπει τι πιστεύει ότι θα χρειαστεί, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν παραγγελίες.
Η Ευρώπη θα χρειαστεί πολλούς περισσότερους τέτοιους επιχειρηματίες που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγάλα ρίσκα, αν θέλει να αναζωογονήσει την αμυντική της βιομηχανία και να μειώσει την εξάρτησή της από τα αμερικανικά όπλα. Χωρίς αυτούς, θα δυσκολευτεί να προστατευθεί σε έναν όλο και πιο εχθρικό κόσμο, καταλήγει ο Economist.





























