Σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα συχνά αναποτελεσματικό δημόσιο και μια αγορά που συρρικνώνεται, ολοένα και πιο συχνά, στελέχη του ιδιωτικού τομέα μεταπηδούν σε κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες – συνήθως του Υπερταμείου.
Ο ιδιωτικός τομέας, λόγω της ανταγωνιστικής του φύσης, παράγει στελέχη εκπαιδευμένα σε περιβάλλοντα υψηλών απαιτήσεων, που εστιάζουν στο αποτέλεσμα, την καινοτομία και την οικονομική βιωσιμότητα. Όταν αυτά τα στελέχη προσκαλούνται σε ελεγχόμενες από το κράτος εταιρίες, η προσδοκία είναι να εφαρμόσουν τις ίδιες αρχές – κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει τις περισσότερες φορές. Ο «τεχνοκράτης» που επιχειρεί να εφαρμόσει σχέδιο εξυγίανσης ή μεταρρύθμισης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα περιβάλλον στο οποίο τα περισσότερα εργαλεία λείπουν και οι αντιστάσεις είναι παντού. Καλείται να φέρει αποτέλεσμα λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα που δεν ελέγχει ή δεν έχει μάθει να κατανοεί: απαρχαιωμένες δομές, αδιάφορο ή φοβισμένο προσωπικό, πολιτικές παρεμβάσεις και ένα πλέγμα συμφερόντων που απομυζά τον οργανισμό εκ των έσω.
Αν τελικά τολμήσει να ταράξει τα νερά χωρίς να λάβει υπόψη τις δομές και τα όρια του, το «σύστημα» αντιδρά – και εκείνος μετατρέπεται σε εξιλαστήριο θύμα. Από την άλλη πλευρά, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις, όπου τα στελέχη αυτά, εκτιμούν ότι αγκαλιάζουν την «κότα με τα χρυσά αυγά» και την απομυζούν με παχυλούς μισθούς ή «φιλικές» αναθέσεις, εκτιμώντας ότι ο «μέτοχος» δεν θα τους ελέγξει ποτέ.
Και όταν επέρχεται η σύγκρουση της επιχειρηματικής πραγματικότητας με το πολιτικό κόστος, δεν είναι η απομάκρυνση ενός μετακλητού στελέχους, η τραγικότερη συνέπεια, αλλά η απαξίωση της ίδιας της έννοιας του «τεχνοκράτη» που από σύμβολο αποτελεσματικότητας και γνώσης, γίνεται συνώνυμη του «αφελούς» ή του «ανίκανου».
Έχω εργαστεί και προσφέρει και στις δύο πλευρές —στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα — και μπορώ να πω με σιγουριά ότι οι επιτυχημένοι και αποτυχημένοι οργανισμοί δεν διαχωρίζονται αυστηρά με βάση την ταμπέλα τους. Υπάρχουν δημόσιοι φορείς που λειτουργούν υποδειγματικά και ιδιωτικές επιχειρήσεις που πάσχουν από “δημοσιοϋπαλληλική” νοοτροπία. Όμως, η ειδοποιός διαφορά είναι μία: στον ιδιωτικό τομέα, αν κάτι δεν δουλεύει, κλείνει (ή χρωστά). Στο κρατικό επιχειρείν, συνεχίζει να υπάρχει (επιδοτούμενο) όχι για να παράγει, αλλά για να εξυπηρετεί πολιτικές προτεραιότητες ή σκοπιμότητες – κάτι που ενδεχομένως να απαιτείται αλλά δεν κοστολογείται.
Για να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην αγορά και στο κράτος, η απάντηση δεν βρίσκεται στην απλή μετακίνηση στελεχών από τον έναν χώρο στον άλλο, αλλά στη δημιουργία διοικητικής κουλτούρας προσαρμοσμένης στο δημόσιο τομέα. Ο ικανός Διευθύνων Σύμβουλος ή Γενικός Διευθυντής δεν αποδεικνύει την ικανότητα του από την επιμονή του στην εφαρμογή μεθόδων και αντιλήψεων αλλά στο αν μπορεί να αντιληφθεί τους διαθέσιμους πόρους, να τους κινητοποιήσει και να φέρει το καλύτερο αποτέλεσμα για το κοινωνικό σύνολο που καλείται να εξυπηρετήσει.
Η ελληνική δημόσια διοίκηση και οι κρατικές επιχειρήσεις δεν αποτυγχάνουν επειδή στερούνται ικανών ανθρώπων, αλλά γιατί εξαιτίας της πλήρους απουσίας ουσιαστικής διαχείρισης προσωπικού και συστηματικής λογοδοσίας, δεν επιτρέπουν στους ικανούς να λειτουργήσουν. Για το μεγάλο ζητούμενο, του «επαγγελματισμού» στο δημόσιο, έχουν δείξει το δρόμο φορείς όπως η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, το ΕΚΔΔΑ – παραμένουν όμως ακόμη ατελείς οι μηχανισμοί αξιολόγησης, κυρίως γιατί δεν έχουν αποτυπωθεί οι διαδικασίες και οι ροές διοίκησης.
Στο πλαίσιο αυτό, αν πραγματικά η πολιτεία πιστεύει στην αξιοποίηση στελεχών του ιδιωτικού τομέα, στην περίπτωση που αυτά δεν διαθέτουν εμπειρία δημοσίου, οφείλει πριν αναλάβουν τα καθήκοντα τους, να τους εκπαιδεύσει κατάλληλα. Με ταχύρρυθμη εκπαίδευση σε θέματα νομικού πλαισίου δημοσίου, γραφειοκρατίας, κυβερνητικής λειτουργίας και κοινωνικής ευθύνης. Επιπλέον πρέπει να τα θωρακίσει θεσμικά από κομματικές πιέσεις με ανεξάρτητα διοικητικά συμβούλια, σαφή κριτήρια απόδοσης και μηχανισμούς λογοδοσίας που βασίζονται σε δεδομένα, όχι σε πολιτικά συμφέροντα. Αν ο τεχνοκράτης γνωρίζει ότι μπορεί να κριθεί με δίκαιους και σταθερούς κανόνες, χωρίς να θυσιαστεί στην πρώτη πολιτική κρίση, τότε θα μπορέσει να εργαστεί με ασφάλεια, να επιμείνει και να πετύχει.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλώς νέα πρόσωπα, αλλά νέο τρόπο σκέψης. Χρειάζεται διοίκηση που να επιβραβεύει την ευθύνη, να αξιολογεί με βάση το αποτέλεσμα και να στηρίζει εκείνους που τολμούν. Διαφορετικά, κάθε νέα απόπειρα εκσυγχρονισμού θα καταλήγει όπως και οι προηγούμενες: με ένα κράτος που εξακολουθεί να τρώει τα παιδιά του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Ο Στέφανος Κομνηνός είναι αναλυτής αγοράς, πρώην ΓΓ Εμπορίου













![Πλούτος: Από την «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» μέχρι σήμερα – Τελικά είμαστε πιο πλούσιοι ή πιο φτωχοί; [γράφημα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/11/ot_misthoi_greece24-1024x600-1-1.jpeg)



























