Το νέο οικονομικό εγχειρίδιο για τις κυβερνήσεις

Αυτό που μπορεί να φαίνεται ως καλή οικονομική πολιτική μπορεί να έχει κακές πολιτικές συνέπειες

Το νέο οικονομικό εγχειρίδιο για τις κυβερνήσεις

Project Syndicate

Οι ψηφοφόροι σε πολλές χώρες είναι εξοργισμένοι. Οι δημοκρατικοί ηγέτες, χωρίς κάποιο καθιερωμένο εγχειρίδιο ενεργειών, φαίνονται ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις αιτίες αυτής της οργής. Οι μόνοι που ωφελούνται από αυτό το κενό είναι οι λαϊκιστές και οι επίδοξοι αυταρχικοί ηγέτες.

Στη Βρετανία, η κυβέρνηση των Εργατικών φαίνεται να θέλει να επιστρέψει στις λύσεις «φόρων και δαπανών» του παρελθόντος, ενώ ορισμένοι Συντηρητικοί νοσταλγούν μια αναβίωση των πολιτικών ελεύθερης αγοράς της Μάργκαρετ Θάτσερ. Και οι δύο πλευρές δείχνουν να μην έχουν ιδέα για το πώς να διατυπώσουν ένα όραμα που να είναι ελκυστικό στους σημερινούς ψηφοφόρους.

Ιδιαίτερα καταδικαστική είναι η διάχυτη αντίληψη, κοινή σε πολλές χώρες, ότι οι κυβερνήσεις, δεμένες χειροπόδαρα από πολιτική παράλυση ή υπερβολική ρύθμιση, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Αν οι δημοκρατικοί πολιτικοί είναι μόνο λόγια και καμία πράξη, τότε οι λαϊκιστές — με τις (σπάνια εκπληρωμένες) καυχησιολογίες τους περί αποφασιστικής δράσης — προσφέρουν μια ελκυστική εναλλακτική.

Για να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός νέου «εγχειριδίου», ζητήσαμε από μια ομάδα κορυφαίων οικονομολόγων να μας πουν τι θα έπρεπε να έχει μάθει ο κόσμος στα 35 χρόνια από τότε που το λεγόμενο «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» έγινε οδηγός πολιτικής. Οι απαντήσεις τους, που μόλις δημοσιεύθηκαν σε βιβλίο, συνιστούν τη «Συναίνεση του Λονδίνου», προσφέροντας την ελπίδα ότι μια νέα προσέγγιση πολιτικής, βασισμένη σε υγιείς οικονομικές αρχές, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του αυταρχικού λαϊκισμού.

Όπως και η προκάτοχός της, η Συναίνεση του Λονδίνου υποστηρίζει ότι μια οικονομία με χαμηλό πληθωρισμό, συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και ανοιχτή στο παγκόσμιο εμπόριο προσφέρει την καλύτερη ελπίδα για την ανθρώπινη ευημερία. Όμως, σε αντίθεση με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον, το νέο εγχειρίδιο προβάλλει μια μεταμορφωμένη προσέγγιση στην οικονομία, που περιλαμβάνει την καινοτομία, τις ποιοτικές θέσεις εργασίας, την ισότητα των φύλων, την εστίαση στο κλίμα και μια πολιτική οικονομία που δίνει στο κράτος τη δύναμη να υλοποιεί.

Πρώτη προτεραιότητα είναι να ξαναρχίσουν να αναπτύσσονται οι οικονομίες. Παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίστηκε «νεοφιλελεύθερη» από τους επικριτές της, η Συναίνεση της Ουάσιγκτον είχε ελάχιστα να πει για την οικονομική ανάπτυξη. Η υπόθεση ότι η ανάπτυξη θα ακολουθούσε αυτόματα τη φιλελευθεροποίηση των αγορών δεν άντεξε στο χρόνο.

Τα τελευταία 35 χρόνια, χάρη κυρίως στο έργο των πιο πρόσφατων βραβευμένων με Νόμπελ, μεταξύ των οποίων και ο Φιλίπ Αγιόν, συν-συγγραφέας της Συναίνεσης του Λονδίνου, μάθαμε ότι «η σωστή τιμολόγηση» δεν αρκεί. Η ανάπτυξη εξαρτάται από την καινοτομία, η οποία προϋποθέτει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στον ανταγωνισμό και στις ανταμοιβές για νέες ιδέες. Οι κυβερνήσεις παίζουν ρόλο υποστηρίζοντας την έρευνα, την εκπαίδευση και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επενδύουν και να υιοθετούν νέες τεχνολογίες.

Αν και η ανάπτυξη και η ευημερία συνδέονται, η σχέση αυτή επίσης δεν θεωρείται πλέον αυτόματη. Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τα εισοδήματα και την κατανάλωση. Αλλά ενδιαφέρονται επίσης για την υγεία των κοινοτήτων τους και για το αν οι πολιτικές και οι εθνικοί πολιτικοί τους αντιμετωπίζουν δίκαια. Μια νέα προσέγγιση πρέπει να εστιάζει στο πώς τα οικονομικά συστήματα διαμορφώνουν τόσο την ευημερία όσο και τον κοινωνικό ιστό που συγκρατεί τις κοινότητες.

Οι «ξεχασμένες» περιοχές χρειάζονται πολύ περισσότερα από απλές χρηματικές μεταβιβάσεις. Η απώλεια θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων αποδυναμώνει τις τοπικές κοινότητες και επηρεάζει τη ζωή και την αίσθηση αξιοπρέπειας των ανθρώπων με τρόπους που τα χρήματα από μόνα τους δεν μπορούν να επανορθώσουν. Οι πολιτικές με βάση τον τόπο πρέπει να είναι κεντρικό στοιχείο του νέου εγχειριδίου. Πρέπει να φέρουμε τις καλές δουλειές εκεί όπου βρίσκονται οι άνθρωποι — όχι το αντίθετο.

Οι άνθρωποι θέλουν επίσης σταθερότητα, επομένως η εξομάλυνση των διακυμάνσεων της οικονομίας πρέπει να αποτελεί κύριο στόχο της πολιτικής. Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον επικεντρωνόταν μόνο σε ένα είδος αστάθειας — εκείνη που προκαλείται από ανεύθυνες δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές — αλλά αυτό ήταν υπερβολικά στενό. Σήμερα κατανοούμε ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις, οι υγειονομικές έκτακτες ανάγκες και ακόμη και η κλιματική αλλαγή μπορούν επίσης να είναι σημαντικές πηγές κραδασμών.

Λειτουργώντας ως ασφαλιστής έσχατης ανάγκης, όπως έκαναν κατά την πανδημία COVID-19 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007–09, οι κυβερνήσεις μπορούν να προστατεύουν τους πολίτες από την απώλεια εργασίας, αποταμιεύσεων ή πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη. Όμως η υπεράσπιση μιας τόσο ενεργητικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι «όλα επιτρέπονται». Αντιθέτως: για να παρέχουν αυτή την ασφάλεια έσχατης ανάγκης, οι κυβερνήσεις πρέπει να μπορούν να δανείζονται σε περιόδους κρίσης — κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχουν πλεονάσματα και θα μειώνουν τα χρέη τους στις καλές εποχές.

Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον έδινε την εντύπωση ότι ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι ελάχιστος, αλλά αυτό ήταν πάντα υπερβολικά απλοϊκό. Μια αποτελεσματική κυβέρνηση πρέπει να είναι αρκετά μικρή ώστε να μην παρεμποδίζει τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και αρκετά ισχυρή και ικανή ώστε να κάνει όλα όσα απαιτούνται σε μια σύγχρονη οικονομία — συμπεριλαμβανομένης της παροχής αποτελεσματικών ρυθμίσεων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Με τη σειρά του, η ενίσχυση της ικανότητας του κράτους απαιτεί μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε ανθρώπους, θεσμούς και συστήματα.

Η ποιότητα της διακυβέρνησης εξαρτάται επίσης από τους πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι για να είναι επιτυχημένοι πρέπει να εξελίσσονται μέσα σε έναν στενό διάδρομο. Όταν η εξουσία είναι υπερβολικά κατακερματισμένη, καθίσταται αδύνατο να επιτευχθεί συναίνεση για κοινά ζητήματα. Και όταν η εξουσία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, χωρίς αποτελεσματικούς ελέγχους και ισορροπίες, οι ανεκπλήρωτες δυσαρέσκειες συσσωρεύονται, ωθώντας τους πολίτες να αναζητήσουν αδοκίμαστες εναλλακτικές.

Η Συναίνεση του Λονδίνου θεωρεί ότι η καλή οικονομία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την καλή πολιτική. Στο βαθμό που η Συναίνεση της Ουάσιγκτον υπέθετε ότι η υιοθέτηση ορθών οικονομικών πολιτικών θα οδηγούσε αυτόματα στη διευθέτηση των πολιτικών προβλημάτων, ήταν αφελής. Οι πολιτικές ρίζες των οικονομικών πολιτικών κάνουν μεγάλη διαφορά. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται από τα πάνω, χωρίς τοπική υποστήριξη ή νομιμότητα, συνήθως αποτυγχάνουν.

Επιπλέον, αυτό που μπορεί να φαίνεται ως καλή οικονομική πολιτική μπορεί να έχει κακές πολιτικές συνέπειες, αν αυξάνει τις ανισότητες ή την αγανάκτηση. Αντί να αντιμετωπίζουν την πολιτική ως εμπόδιο, οι οικονομολόγοι πρέπει να τη θεωρούν ουσιώδες στοιχείο για τη λήψη δίκαιων και βιώσιμων οικονομικών αποφάσεων.

Δεν ισχυριζόμαστε ότι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον προκάλεσε το σημερινό κύμα λαϊκισμού. Αλλά όσον αφορά την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων, δεν προσφέρει τις απαντήσεις. Για αυτό, πρέπει να ξεπεράσουμε τις παλιές συνταγές. Η Συναίνεση του Λονδίνου προσφέρει μια γόνιμη εναλλακτική.

Ο Tim Besley είναι καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής Οικονομικών της Ανάπτυξης στο London School of Economics. Ο Andrés Velasco, πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής, είναι κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής στο London School of Economics.

OT Originals
Περισσότερα από Experts

ot.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθυντής Σύνταξης: Χρήστος Κολώνας

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΟΝΕ DIGITAL SERVICES MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ

Μέτοχος: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 801010853, ΔΟΥ: ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: ot@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Μέλος

ened
ΜΗΤ

Aριθμός Πιστοποίησης
Μ.Η.Τ.232433

Απόρρητο