Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, η μεγαλύτερη ολοκληρωμένη διασυνοριακή οικονομία στον κόσμο που έφτασε να καλύπτει 450 εκατομμύρια καταναλωτές, ήταν το όραμα που βγήκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επί ηγεσίας Ζακ Ντελόρ, την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1985 έως το τέλος του 1994.
Ωστόσο, 40 χρόνια μετά, αυτό το έργο παραμένει στον αέρα. Τα εμπόδια στο εμπόριο εντός της ΕΕ ισοδυναμούν με δασμό 100% για τις υπηρεσίες και δασμό 65% για τα αγαθά, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Το συνονθύλευμα των προστατευτικών κανόνων είναι τεράστιο.
Το μεγάλο έργο της ενιαίας αγοράς εξακολουθεί να υπάρχει ως πολιτικό τοτέμ για την ΕΕ που έχει χάσει την ενέργεια και η ορμή του, όπως γράφουν οι FT στο πρώτο από μια σειρά άρθρων που διερευνούν τι πήγε στραβά και γιατί θα είναι τόσο δύσκολο να αναβιώσει η ενιαία αγορά ως κινητήρια δύναμη ανάπτυξης για την Ευρώπη.
Σχέδια επί χάρτου
Οι προειδοποιήσεις γίνονται όλο και πιο έντονες. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, τον περασμένο μήνα απηύθυνε έκκληση στους ηγέτες της Ευρώπης να διορθώσουν τα «χρόνια αδράνειας» και να αναδιαμορφώσουν μια οικονομία «προσανατολισμένη σε έναν κόσμο που σταδιακά εξαφανίζεται».
Ο προκάτοχός της, Μάριο Ντράγκι έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου πέρσι με την έκθεσή του για τον κατακερματισμό στην Ευρώπη που είχε «αλυσιδωτή επίδραση στην ανταγωνιστικότητά μας», όπως τόνιζε.
Οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν δεσμευτεί να ξεκινήσουν μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν το χάσμα παραγωγικότητας που έχει ανοίξει με τις ΗΠΑ.
Η Κομισιόν, με επικεφαλής την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δημοσίευσε μια στρατηγική για την ενιαία αγορά το προηγούμενο καλοκαίρι και έχει υποσχεθεί έναν «οδικό χάρτη» μέχρι το τέλος του έτους για την αναζωογόνηση του έργου.
Ωστόσο, ακόμη και αυτός ο οδικός χάρτης έχει βαλτώσει σε αντιπαραθέσεις για την κυριαρχία εντός της Επιτροπής και μεταξύ των πρωτευουσών των χωρών μελών, λένε αξιωματούχοι που εμπλέκονται στη διαδικασία στις Βρυξέλλες, με έναν από αυτούς να προειδοποιεί για «παράλυση από την ανάλυση».
Τα κατεστημένα συμφέροντα, ο αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός και άλλες κρίσεις που απορροφούν την προσοχή των υπευθύνων χάραξης πολιτικής έχουν παρεμποδίσει την περαιτέρω απελευθέρωση τα προηγούμενα χρόνια και -εάν δεν υπάρξει εγρήγορση- είναι πιθανό να το κάνουν και στο μέλλον.
Στο μεταξύ, οι νέοι εθνικοί κανόνες για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες έχουν αναιρέσει μέρος της προηγούμενης προόδου. Η κεντρική επιβολή κοινών κανόνων -απαραίτητη για οποιαδήποτε δυναμική μεταρρύθμισης- έχει εξασθενήσει.
Πάνω απ’ όλα, σύμφωνα με τους FT, η ΕΕ δυσκολεύτηκε να επιτύχει την ίδια αίσθηση σκοπού που σηματοδότησε την έναρξη της ενιαίας αγοράς στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία όφειλε πολλά στον Ντελόρ, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος της Επιτροπής στις αρχές του 1985.
Τα κράτη μέλη ήταν πρόθυμα να αναζωογονήσουν τις σκληρωτικές οικονομίες τους και ο Γάλλος συνειδητοποίησε ότι ο πιο συναινετικός τρόπος για να επανεκκινήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα ήταν η άρση των εσωτερικών εμποδίων στο εμπόριο.
Η πρόοδος στην άρση των εσωτερικών εμποδίων στο εμπόριο που είδε ο Ντελόρ ως πιο συναινετικό τρόπο για να επανεκκινήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα ήταν ραγδαία.
Έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, είχε καταρτίσει ένα λεπτομερές σχέδιο δράσης υπό τον Βρετανό επίτροπο Άρθουρ Κόκφιλντ και είχε εξασφαλίσει το πράσινο φως από τις κυβερνήσεις, παρά τις βρετανικές αντιρρήσεις για την επέκταση της πλειοψηφίας ως τρόπου απλοποίησης της νομοθεσίας.
Το σύνολο του έργου κατοχυρώθηκε με νόμο ένα χρόνο αργότερα με ημερομηνία-στόχο: «Στόχος 1992».
Στην πραγματικότητα, η ενιαία αγορά ίσχυε μόνο για τα αγαθά, όταν οι υπηρεσίες ακόμη και τότε, και πολύ περισσότερο τώρα, αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας. Η απελευθέρωση και η ολοκλήρωση των αγορών τηλεπικοινωνιών και ενέργειας θεωρούνταν ότι έθιγαν την εθνική κυριαρχία και έτσι αναβλήθηκαν για αργότερα.
Τις πταίει;
Ο Πασκάλ Λαμί, πρώην επίτροπος εμπορίου της ΕΕ και επικεφαλής του προσωπικού του Ντελόρ, κατηγορεί τον συνάδελφό του ολλανδό επίτροπο Φριτς Μπόλκενσταϊν ότι πήγε πίσω την υπόθεση της ολοκλήρωσης.
Το αρχικό σχέδιο οδηγίας του Μπόλκενσταϊν θα επέτρεπε στις εταιρείες να προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους προέλευσής τους. Προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε αρκετές χώρες, όπου οι επικριτές έφεραν στο νου το… φάντασμα του μετανάστη «Πολωνού υδραυλικού» που θα υποβάθμιζε τους μισθούς των ντόπιων. Μια πολύ αποδυναμωμένη εκδοχή ψηφίστηκε το 2006 και έκτοτε μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί.
«Οι πολιτικές αυτού του θέματος δεν είχαν μελετηθεί σωστά, δεδομένης της ευαισθησίας σε πολλά κράτη μέλη», δήλωσε ο Λαμί στους FT. «Ουσιαστικά γύρισε μπούμερανγκ και άφησε ένα τραύμα στο ζήτημα που απαιτεί πολύ χρόνο για να διορθωθεί».
Ο Μάριο Μόντι, ο οποίος διετέλεσε επίτροπος εσωτερικής αγοράς από το 1995 έως το 1999, δήλωσε ότι η δυναμική πίσω από το έργο είχε διαλυθεί λόγω του αυξανόμενου «οικονομικού εθνικισμού» στα κράτη μέλη και της απώλειας πίστης στις αγορές.
Ο ίδιος, όμως, τόνισε ότι οποιαδήποτε έκθεση για την επανεκκίνηση της ενιαίας αγοράς συναντά αντιδράσεις που ισοδυναμούν με ένα «τρίγωνο υποκρισίας»: Οι επιχειρήσεις και οι εθνικές κυβερνήσεις λένε ότι η ΕΕ πρέπει να ξυπνήσει, υπονοώντας ότι οι Βρυξέλλες ευθύνονται για το βάλτωμα, ενώ «γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα τα περισσότερα εμπόδια υπάρχουν επειδή οι εθνικές κυβερνήσεις θέλουν τα εμπόδια να παραμείνουν εκεί». Οι Βρυξέλλες, είπε ο Μόντι, στη συνέχεια αισθάνονται εκφοβισμένες από το παιχνίδι της απόδοσης ευθυνών και γίνονται «ακόμα πιο διστακτικές» στην επιβολή των κανόνων της αγοράς. Οσο για τις επιχειρήσεις που υποστηρίζουν συλλογικά την ιδέα της μεγαλύτερης ολοκλήρωσης της αγοράς, αυτές ταυτόχρονα «ασκούν πιέσεις στις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους για να τις προστατεύσουν από τους ανέμους της ανοιχτής αγοράς» – π.χ. οι πρόσφατες κινήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας μπροστά στις προσπάθειες ενοποίησης του τραπεζικού τομέα.
Η ευθύνη της Γερμανίας
Μεγάλη ευθύνη για τη στασιμότητα αποδίδεται στη Γερμανία, ως τη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ και το ισχυρότερο μέλος.
«Η Γερμανία ιστορικά δεν είχε συγκριτικό πλεονέκτημα στις υπηρεσίες και αντιστάθηκε στην ολοκλήρωση φοβούμενη τον ανταγωνισμό από χώρες ισχυρότερες σε αυτόν τον τομέα», δήλωσε ο Σάντερ Τορντουάρ, επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης.
Η ασταθής δυναμική πίσω από την εσωτερική αγορά εκδηλώνεται εμφανώς στα οικονομικά δεδομένα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει μόλις στο 72% των επιπέδων των ΗΠΑ, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Τι χάνει η ΕΕ
Τα στοιχεία για τα οικονομικά οφέλη της μεγαλύτερης ολοκλήρωσης είναι καταλυτικά: Έρευνα του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα δείχνει ότι οι μεγάλοι οικονομικοί κόμβοι σε όλη την ήπειρο δεν αξιοποιούν τις δυνατότητές τους λόγω των εμπορικών φραγμών, που αν εξέλιπαν -παράλληλα με τις εγχώριες μεταρρυθμίσεις που καταργούν τους μη φιλικούς προς την ανάπτυξη κανόνες αγοράς εργασίας και φορολογίας και ενισχύουν τις δεξιότητες- θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή της ΕΕ ανά εργαζόμενο κατά πάνω από 20%, εκτιμά.
Το κόστος μετανάστευσης μεταξύ των χωρών της ΕΕ για τους εργαζόμενους είναι περίπου οκτώ φορές υψηλότερο από ό,τι για τη μετανάστευση μεταξύ πολιτειών των ΗΠΑ, αναφέρει το ΔΝΤ, γεγονός που αντικατοπτρίζει παράγοντες όπως οι δυσκολίες στη μεταφορά συντάξεων πέρα από τα σύνορα και στην αντιμετώπιση των απαιτήσεων αδειοδότησης επαγγελμάτων.
Οι επιχειρηματίες εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκειά τους για την υπερφόρτωση των κανονιστικών ρυθμίσεων σε ορισμένους τομείς. «Πάντα υπάρχουν καλές προθέσεις με την κανονιστική ανάπτυξη», δήλωσε ο Jesper Brodin, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ingka, η οποία διαχειρίζεται τα περισσότερα καταστήματα Ikea. «Αλλά τελικά είναι σαν ένας φράχτης – μεγαλώνει και μεγαλώνει, μέχρι που το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να τον μειώσουμε».
Η άνθηση των τεχνολογικών επενδύσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ επισκιάζει οτιδήποτε γίνεται στην Ευρώπη. Οι επενδύσεις από τους 7 τεχνολογικούς γίγαντες των ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού κόστους της ΕΕ για Έρευνα και Ανάπτυξη, σύμφωνα με ανάλυση της McKinsey.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό, αλλά ένας από αυτούς είναι η απουσία επαρκούς επιχειρηματικού κεφαλαίου για την επέκταση νέων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας στην Ευρώπη και ο συνεχιζόμενος πολλαπλασιασμός των εμποδίων που κάνουν την ανάπτυξη πιο εύκολη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
«Έχουμε τόσο μεγάλο δυναμικό, αλλά πρέπει πραγματικά να το αξιοποιήσουμε», διακήρυξε πρόσφατα η φον ντερ Λάιεν. «Αυτό, ωστόσο, απαιτεί ένα κοινό αίσθημα επείγοντος και τη συμμετοχή όλων».
Ωστόσο, οι εθνικές κυβερνήσεις λένε ότι το αίσθημα επείγοντος ή οικονομικού κινδύνου που απαιτείται για την επιβολή συμβιβασμών εξακολουθεί να απουσιάζει, με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να καταλήγουν σε μικρές τροποποιήσεις στους κανονισμούς της ΕΕ στο όνομα της απλοποίησης.
Η εποπτική αρχή της ΕΕ
Μια λύση είναιη ΕΕ να προχωρήσει σε μικρότερες ομάδες μελών της ΕΕ, μια ιδέα που υποστήριξε ο Κάρλος Κουέρπο, υπουργός Οικονομίας της Ισπανίας. Ο Κουέρπο πιέζει για μια «συνασπισμό των προθύμων» για την επιτάχυνση της ολοκλήρωσης. Αυτό θα ενθάρρυνε τις χώρες να προχωρήσουν FOMO – φόβο μην μείνουν εκτός- είπε. είπε.
«Αυτές οι προσεγγίσεις από κάτω προς τα πάνω μπορούν να χρησιμεύσουν ως καταλύτης. Είναι δύσκολο να μεταβούμε από 27 κατακερματισμένες αγορές σε μία μονομιάς, αλλά μπορούμε να εργαστούμε σταδιακά και ελπίζουμε ότι αυτό θα βοηθήσει», εξήγησε το σκεπτικό του.
Μια πιο ριζοσπαστική ιδέα που προτάθηκε από τους ακαδημαϊκούς Luis Garicano, Bengt Holmström και Nicolas Petit είναι η ΕΕ να επικεντρώσει όλες τις προσπάθειές της στην «βασική εντολή της οικονομικής ολοκλήρωσης» χρησιμοποιώντας όλες τις «ομοσπονδιακές» νομικές της εξουσίες.
Αυτό θα περιελάμβανε την άντληση ανοικτών αγορών χρησιμοποιώντας τους κανονισμούς της ΕΕ, οι οποίοι δεν επιτρέπουν καμία εθνική διακύμανση, την εξάλειψη των εθνικών ρυθμιστικών εξουσιών σε τομείς «αποκλειστικής» αρμοδιότητας της ΕΕ και την ίδρυση εμπορικών δικαστηρίων της ΕΕ για την επιβολή της αμοιβαίας αναγνώρισης των εθνικών προτύπων.
«Η ΕΕ δεν χρειάζεται νέα συνθήκη ή νέες εξουσίες», γράφουν οι δύο ακαδημαϊκοί. «Χρειάζεται απλώς μια ενιαία εστίαση σε έναν στόχο: την οικονομική ευημερία».







































