Πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ αξιοποίησαν επιτυχώς κοινωνικούς διαλόγους και εθνικές κοινωνικές συμφωνίες όταν αντιμετώπιζαν μεγάλες προκλήσεις, όπως η ένταξη στην υπό δημιουργία ευρωζώνη περί το 2000, ή εν μέσω κρίσης χρέους, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία το 2010-2012, και εν συνεχεία.
Με την πρόσφατη Εθνική Κοινωνική Συμφωνία η Ελλάδα επιχειρεί να αξιοποιήσει τη σύγχρονη αυτή κοινωνική-πολιτική τεχνολογία, έστω με υστέρηση ενός τετάρτου του αιώνα τουλάχιστον.
Ενώ ήδη αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις εθνικής παραγωγής, παραγωγικότητας, κοινωνικής και περιφερειακής συνοχής και ευημερίας, υστερώντας σε επιδόσεις έναντι «παλαιών» και «νέων» μελών της ΕΕ.
Η Συμφωνία στην Ελλάδα αφορά την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Ερχεται σε ανταπόκριση και της εθνικής υποχρέωσης για σύναψη ενός εθνικού σχεδίου δράσης με αυτόν τον σκοπό, όπως προβλέπεται στην Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Επιδιώκεται σύναψη περισσότερων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Πρώτον, με τη συμβολή των εθνικών οργανώσεων επιχειρήσεων και εργαζομένων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ) στην αντιμετώπιση χρονίων ζητημάτων αντιπροσωπευτικότητας και κατακερματισμού της δομής των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Δεύτερον, με τη διευκόλυνση της επέκτασης ισχύος συλλογικών συμβάσεων σε μη συμβαλλόμενα μέρη, χαμηλώνοντας σε 40% την από πολλών δεκαετιών προϋπόθεση της κάλυψης από τα συμβαλλόμενα μέρη του 50% των εργαζομένων.
Δίνεται επίσης νέα ευκαιρία στον Οργανισμό Μεσολάβησης Διαιτησίας, που συμπλήρωσε 33 χρόνια λειτουργίας, να συμβάλει σε μεγαλύτερο βαθμό στις οικειοθελείς και αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Πρώτον με την «αποδικαστικοποίηση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την κατάργηση του β’ βαθμού διαιτησίας.
Δεύτερον, με ορισμό αρμοδίου τριμελούς οργάνου στον ΟΜΕΔ που θα κρίνει την ορθή εφαρμογή των προϋποθέσεων για περιορισμένη μονομερή προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, όπως αυτό προβλέπεται από τον νόμο, και από τις αλλεπάλληλες αποφάσεις και συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Απλοποιώντας το ρυθμιστικό πλαίσιό τους, η διευκόλυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα είναι επιτυχής εάν εξελιχθούν σε μια κοινωνικο-οικονομική διαδικασία, αντί μιας γραφειοκρατικής νομικο-διοικητικής διαδικασίας.
Ο καθορισμός των μισθών είναι μια κυρία λειτουργία τους. Ομως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπου άνθησαν και όπου ανθούν, αφορούν ευρύ πεδίο εργασιακών ζητημάτων σε έναν κόσμο της εργασίας που αλλάζει με εκθετικά ραγδαίους ρυθμούς. Η Εθνική Κοινωνική Συμφωνία, κοιτώντας μπροστά, ας ανοίξει τον δρόμο προς ένα σύγχρονο σύστημα συλλογικών συμβάσεων εργασίας και πολιτικής μισθών. Οπου, όπως συμβαίνει από τον σκανδιναβικό Βορρά έως τον ισπανικό ή τον ιταλικό Νότο, αναγνωρίζεται η πρωτοκαθεδρία του παραγωγικού εξαγωγικού τομέα της οικονομίας ως «μπούσουλας» των μισθολογικών διαπραγματεύσεων.
Δεδομένου δε ότι η μείζων εθνική οικονομική πρόκληση είναι η χαμηλή παραγωγικότητα, ο εθνικός κοινωνικός διάλογος και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καλούνται να εξελιχθούν σε συνιστώσες ενός οικοσυστήματος αύξησης της παραγωγικότητας. Με εντοπισμό των διαρθρωτικών εμποδίων στην αύξησή της, με αντιμετώπιση προκλήσεων που σχετίζονται με την παραγωγικότητα και τις συνθήκες εργασίας σε τομείς υψηλής προτεραιότητας, για παρεμβάσεις δημιουργίας αξιοπρεπούς εργασίας μέσω βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς αύξησης της παραγωγικότητας προς όφελος των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους.
Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, μέλος ΔΣ ILO, μέλος ΔΣ ΟΜΕΔ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ







































