Η δασολογική επιστήμη δεν περιορίζεται πλέον στο δέντρο, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρο το οικοσύστημα – από το τοπικό έως το παγκόσμιο. Στην εποχή της κλιματικής αβεβαιότητας και της ψηφιακής επιτάχυνσης, ο ρόλος της έχει επεκταθεί: από την παραδοσιακή παρατήρηση της φύσης στην ανάλυση δεδομένων και τη λήψη αποφάσεων βασισμένων σε τεκμήρια.
Η μετάβαση από τις κλασικές μεθόδους μέτρησης και καταγραφής προς τη χρήση δορυφορικών εικόνων, αισθητήρων πεδίου, μη επανδρωμένων συστημάτων και εργαλείων γεωπληροφορικής (GIS) αποτελεί όχι απλώς τεχνολογική καινοτομία, αλλά επιστημολογική μεταστροφή. Η φύση πλέον δεν «παρατηρείται» – αναλύεται. Και αυτή η ανάλυση, αν αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε πιο στοχευμένες, αποδοτικές και δίκαιες πολιτικές για το περιβάλλον.
Από τη διαστημική παρατήρηση στην καθημερινή διαχείριση
Οι δορυφόροι και τα δεδομένα τηλεπισκόπησης έχουν μετατραπεί σε πολύτιμους συμμάχους για τη διαχείριση φυσικών πόρων. Σήμερα, μπορούμε να παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο:
- τη διάδοση των δασικών πυρκαγιών και τις επιπτώσεις τους στο μικροκλίμα,
- την αποψίλωση και την υποβάθμιση των εδαφών,
- τη διαθεσιμότητα νερού και τη φυτοκάλυψη,
- ακόμη και την υγεία των αστικών δέντρων και τη θερμική νησίδα στις πόλεις.
Ο συνδυασμός των δορυφορικών δεδομένων με τις βάσεις δεδομένων GIS και τις εφαρμογές Copernicus της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει στους ερευνητές και στις αρχές να σχεδιάζουν πολιτικές βασισμένες σε αντικειμενικές μετρήσεις. Δεν πρόκειται για πολυτέλεια της έρευνας, αλλά για απαραίτητο εργαλείο πρόληψης και ανθεκτικότητας.
Αυτή η νέα εποχή απαιτεί νέους επαγγελματίες, εκπαιδευμένους στην ανάλυση περιβαλλοντικών δεδομένων. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα RESENSE, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στο πλαίσιο του Erasmus+, ήρθε να καλύψει ένα κρίσιμο κενό.
Με τη συνεργασία του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης του ΑΠΘ, του Ερευνητικού Κέντρου Αριστείας “Ερατοσθένης” του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αναδυόμενων Ικανοτήτων και Τεχνολογιών (ECECT), το πρόγραμμα ανέπτυξε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο που ενώνει την ακαδημαϊκή γνώση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας. Στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετείχε η Δρ Μαρία Προδρόμου από το Κέντρο Αριστείας Ερατοσθένης του ΤΕΠΑΚ.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Κέντρου Αριστείας του «Ερατοσθένης» του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Χατζημιτσής ανάφερε ότι η εν λόγω συνεργασία συνέβαλε σημαντικά στην μεταφορά γνώσης στο απλό κοινό όσον αφορά την χρήση της διαστημικής τεχνολογίας για την παρακολούθηση του περιβάλλοντος,
Στόχος του ήταν όχι μόνο η κατάρτιση, αλλά και η καλλιέργεια περιβαλλοντικού γραμματισμού. Μέσα από μαθήματα σε τομείς όπως η τηλεπισκόπηση, η επεξεργασία εικόνας, η ψηφιακή χαρτογραφία και οι υπηρεσίες Copernicus, το RESENSE εξόπλισε φοιτητές, επιστήμονες και επαγγελματίες με δεξιότητες αιχμής, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Επιστήμη και κοινωνία: μια νέα συμμαχία
Η επιτυχία του RESENSE αναδεικνύει μια ευρύτερη αλήθεια: η επιστήμη δεν μπορεί να μένει κλεισμένη στα πανεπιστήμια. Η προστασία των δασών, η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, η πρόληψη των φυσικών καταστροφών δεν αποτελούν μόνο αντικείμενο έρευνας, αλλά πολιτική και κοινωνική προτεραιότητα.
Η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και τοπικών φορέων δημιουργεί προστιθέμενη αξία σε πολλαπλά επίπεδα: εκπαιδευτικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό. Η γνώση γίνεται πολλαπλασιαστής — ενισχύει την τοπική αυτοδιοίκηση, ενημερώνει τους πολίτες, βελτιώνει τον δημόσιο διάλογο γύρω από το περιβάλλον.
Η Δασολογική επιστήμη είναι στην πραγματικότητα μια επιστήμη συνεργασίας. Χρειάζεται τη συμβολή γεωγράφων, μηχανικών, οικολογων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων. Και χρειάζεται κυρίως ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο που θα αναγνωρίζει την αξία της ως στρατηγικό εργαλείο βιώσιμης ανάπτυξης.
Η Ελλάδα και η Κύπρος διαθέτουν εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό και υποδομές. Όμως, για να μπορέσει αυτό το δυναμικό να μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, απαιτείται επένδυση στην εκπαίδευση, την έρευνα και τη δικτύωση.
Η πράσινη μετάβαση δεν είναι μόνο ενεργειακό ή τεχνικό ζήτημα· είναι πρωτίστως γνωσιακό. Προϋποθέτει πολίτες και επιστήμονες που κατανοούν τη σύνδεση μεταξύ δάσους, οικονομίας, κοινωνίας και τεχνολογίας. Προϋποθέτει νέες μορφές μάθησης που ενσωματώνουν την τεχνητή νοημοσύνη, τη συλλογική ανάλυση δεδομένων και την κριτική σκέψη.
Το μέλλον της δασολογικής επιστήμης βρίσκεται στα δεδομένα, στους δορυφόρους, στα εργαστήρια και στις αίθουσες διδασκαλίας — εκεί όπου διαμορφώνεται η νέα γενιά επιστημόνων που θα διαχειριστεί τις πιο κρίσιμες προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Η επιστήμη αυτή δεν είναι πια μόνο «επιστήμη του δάσους». Είναι επιστήμη του δικτύου, του χώρου και της πληροφορίας. Και η σωστή αξιοποίησή της μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο λίθο για μια ανθεκτική, πράσινη και δίκαιη κοινωνία.
Το πρόγραμμα RESENSE απέδειξε ότι η γνώση μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην έρευνα και την εφαρμογή, ανάμεσα στη θεωρία και την πολιτική. Και ίσως αυτό να είναι το σημαντικότερο μάθημα της νέας εποχής της Δασολογίας:
ότι η τεχνολογία δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση, αλλά μπορεί —όταν χρησιμοποιηθεί σωστά— να τον φέρει ξανά κοντά της.
*Ιωάννης Γήτας, Καθηγητής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
*Διόφαντος Χατζημιτσής, Καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Γεωπληροφορικής & Διευθύνων Σύμβουλος Κέντρου Αριστείας Ερατοσθένης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου




































