Στο μικροσκόπιο των ειδικών βρίσκονται οι κοινωνικές προκλήσεις που συνδέονται με το δημογραφικό την τελευταία εικοσαετία στη χώρα μας. Με τα φυσικά ισοζυγία (γεννήσεις – θάνατοι) από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 να είναι σταθερά αρνητικά (-4,3 χιλ. το 2011, -58,5 χιλ. το 2024) ο ρόλος των προσφύγων και μεταναστών στην πληθυσμιακή αλυσίδα, έχει τη δική του σημασία…
Πού πηγαίνει η Ελλάδα πληθυσμιακά; Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται
Από την δεκαετία ’90 μέχρι και σήμερα έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί αποκτώντας και απογόνους. Έτσι ακόμη και αν ένα τμήμα τους εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά το 2010, οι μη έχοντες ελληνική υπηκοότητα το 2024 αποτελούν ακόμη το 7,1% του συνολικού πληθυσμού μας, παρατηρεί το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών και ο καθηγητής δημογραφίας, Βύρων Κοτζαμάνης.

Σε μείζον εθνικό πρόβλημα αναδεικνύεται το δημογραφικό για την Ελλάδα
Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες
Σημαντικά είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά καθώς οι μη έχοντες ελληνική υπηκοότητα παραμένουν σαφώς νεότεροι με τις αλλοδαπές σε αναπαραγωγική ηλικία να αποτελούν σήμερα το 11% περίπου του συνόλου των γυναικών 20-44 ετών.
Οι αλλαγές δε της κατανομής των εισερχομένων μετά το 2014 ανά υπηκοότητα, σε συνδυασμό με την αλλαγή της νομοθεσίας για την απόκτηση ιθαγένειας και την μαζική φυγή από τη χώρα μας τμήματος των αλλοδαπών έχουν οδηγήσει όχι μόνον στην μείωση του πλήθους τους και του ποσοστού τους στον συνολικό πληθυσμό τα τελευταία έτη αλλά και στην αλλαγή της σύνθεσής τους.
Ειδικότερα, οδήγησαν στην αύξηση του ποσοστού των προερχομένων από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής που αποτελούν το 15% των αλλοδαπών το 2024 έναντι του <5% στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Υψηλή συνεισφορά στις γεννήσεις
Με βάση τα προαναφερθέντα είναι επόμενο οι αλλοδαποί να συνεισφέρουν και στις γεννήσεις και τους θανάτους που καταγράφονται στη χώρα μας.
Από τα υπάρχοντα δεδομένα και αναλύοντάς τα (2004-2024) «διαπιστώνουμε ότι οι θάνατοι αλλοδαπών αποτελούν μόλις το 1,8% των 2,43 εκατομ. καταγραφέντων θανάτων της περιόδου αυτής ενώ οι γεννήσεις το 15,2% των 2,06 εκατομ. γεννήσεων της ίδιας περιόδου. Η πολύ χαμηλή συνεισφορά των αλλοδαπών στους θανάτους δεν εκπλήσσει, καθώς ενώ αποτελούν το 7 – 9% του συνολικού πληθυσμού την περίοδο που εξετάζουμε, το ειδικό βάρος των 65 ετών και άνω σε αυτούς είναι 3,5 φορές μικρότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων (6,7% έναντι του 23,4% το 2024)» σημειώνει ο κ. Κοντοζαμάνη, διευθυντής ερευνών του ΙΔΕΜ.
Η υψηλή δε συνεισφορά τους στις γεννήσεις οφείλεται σε δυο παράγοντες: «α) στην νεότητα του πληθυσμού τους καθώς το % των αλλοδαπών γυναικών 20-44 ετών στο συνολικό πληθυσμό των μη εχόντων ελληνική υπηκοότητα γυναικών ήταν και παραμένει σαφώς υψηλότερο από το ποσοστό των Ελληνίδων αναπαραγωγικής ηλικίας στον συνολικό γυναικείο πληθυσμό των Ελληνίδων (39,6% στις αλλοδαπές έναντι του 26,65% στις Ελληνίδες το 2024) και, β) στο ότι οι αλλοδαπές κάνουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες», σύμφωνα με τον συγγραφέα της μελέτης.
Τα φυσικά ισοζύγια
Οι διαφορές αυτές αποτυπώνονται και στα φυσικά ισοζυγία (Φ.Ι.) των δύο ομάδων το 2004-2024.
Το μεν φυσικό ισοζύγιο των Ελλήνων (724 χιλ. περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις συνολικά) είναι σταθερά αρνητικό από το 2004 και αυξανόμενο ταχύτατα την τελευταία δεκαπενταετία (-13,2 χιλ. το 2010, -50,0 το 2019 και -62,3 χιλ. το 2024).
Το φυσικό ισοζύγιο των αλλοδαπών αντιθέτως ήταν και παραμένει θετικό (+15,5 χιλ. το 2004, +10,0 χιλ. το 2017, +3,8 το 2024).
Η φθίνουσα δε πορεία του οφείλεται όχι τόσο στην αύξηση των θανάτων τους αλλά στη μείωση των γεννήσεών τους (16,7 χιλ. το 2004, 12,3 χιλ. το 2017 και 7,0 χιλ. το 2024) με αποτέλεσμα την τελευταία αυτή χρονιά οι γεννήσεις από αλλοδαπή μητέρα να αποτελούν μόνον το 10,2% του συνόλου έναντι του 18% στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Το Φ.Ι. τους δίδει φυσικά ένα σημαντικό πλεόνασμα γεννήσεων έναντι των θανάτων το 2004-2024 (+259 χιλ.), πλεόνασμα όμως που δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει το αρνητικότατο κατά 724 χιλ. Φ.Ι των Ελλήνων, και έτσι το τελικό συνολικό ισοζύγιο ανεξαρτήτως υπηκοότητας είναι πάντοτε αρνητικό, αναφέρει ο Βύρων Κοτζαμάνης στη νέα μελέτη του ΙΔΕΜ.
Η συμβολή επομένως των αλλοδαπών ήταν σημαντική καθώς εν απουσία τους, όχι μόνον η μείωση του πληθυσμού μας θα είχε ξεκινήσει πολύ πριν από το 2011 αλλά και η γήρανση θα ήταν ταχύτερη και τα φυσικά μας ισοζύγια θα ήταν αρνητικά πολύ νωρίτερα -από τις αρχές της δεκαετίας του 2000- ενώ οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας που κυμάνθηκαν από 1,5 (μέγιστο έως 1,2 παιδιά/γυναίκα (ελάχιστο) το 2004-24 θα ήταν λίγο χαμηλότεροι.

Πώς οι γεννήσεις από μετανάστες βελτιώνουν τους δείκτες του δημογραφικού
Ναι μεν, αλλά…
Η συμβολή όμως των αλλοδαπών στους δείκτες αυτούς ήταν πολύ μικρότερη από την συμβολή τους στις γεννήσεις καθώς αν και οι αλλοδαπές αποκτούν περισσότερα παιδιά κατά μέσο όρο με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να είναι υψηλότεροι από τους αντίστοιχους των Ελληνίδων (υψηλότεροι κατά +0,4 -ελάχιστο- έως +1,1 παιδιά/γυναίκα μέγιστο-), αυτό πολύ λίγο επηρέασε τους συνολικούς ετήσιους δείκτες την εξεταζόμενη περίοδο.
Οι δείκτες αυτοί εν απουσία αλλοδαπών θα ήταν χαμηλότεροι μόλις κατά 0,03 -ελάχιστο- έως 0,12 παιδιά/γυναίκα -μέγιστο- (το 2009 π.χ που οι αλλοδαπές είχαν και την μέγιστη συμβολή, εν απουσία τους ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας θα ήταν 1,38 αντί του 1,5 παιδιά/γυναίκα).
Ένα εύλογο ερώτημα
Πώς, όμως, είναι δυνατόν, ενώ οι αλλοδαπές αποκτούν περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες και οι γεννήσεις τους αποτελούν το 10.8 – 18,8 % του συνόλου η συμβολή τους στους συνολικούς συγχρονικούς (ετήσιους) δείκτες γονιμότητας να είναι τόσο μικρή;
«Η απάντηση είναι απλή: οι αλλοδαπές αποτελούν το 2004-24 μόλις το 9,5-12,5% των γυναικών 20-44 ετών και για τον λόγο αυτό οι δείκτες τους έχουν μικρό ‘βάρος’. Για να επηρέαζαν σημαντικά του ετήσιους δείκτες θα έπρεπε να ‘ζύγιζαν’ πολύ περισσότερο, δηλαδή το ποσοστό τους στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας της χώρας μας να ήταν πολύ υψηλότερο».
Σημειώνεται ταυτόχρονα ότι όλες οι αλλοδαπές δεν κάνουν περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες, καθώς όσες προέρχονται από τις ευρωπαϊκές χώρες κάνουν λίγο περισσότερα, ενώ οι προερχόμενες από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής έχουν σαφώς υψηλότερη γονιμότητα τόσο από τις Ελληνίδες όσο και από τις άλλες αλλοδαπές.
Οι γυναίκες όμως από τις χώρες αυτές αποτελούν λιγότερο από το 1/5 του συνόλου των αλλοδαπών γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Έτσι, παρόλο που έχουν υψηλότερη γονιμότητα από τις άλλες αλλοδαπές -και προφανώς και από τις Ελληνίδες-, επηρεάζουν λίγο τους ετήσιους δείκτες γονιμότητας.
Η… «λύση»
Επομένως, για να αυξηθούν σημαντικά οι δείκτες αυτοί στη χώρα μας, θα πρέπει να αυξηθεί υπολογίσιμα όχι τόσο το πλήθος και το ποσοστό των αλλοδαπών γυναικών 20-44 ετών, αλλά, κυρίως, το πλήθος και το ποσοστό αυτών που προέρχονται από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας.
Αλλά, ακόμη και αν αυτό συμβεί, η αύξηση των δεικτών θα είναι προσωρινή, καθώς οι γυναίκες αυτές και τα παιδιά τους μετά από κάποια χρόνια, αν παρέμεναν στην Ελλάδα, θα περιόριζαν τη γονιμότητά τους που θα συνέκλινε προοδευτικά, όπως έχει γίνει και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες με μακρά μεταναστευτική παράδοση, με αυτή των γηγενών.
Επομένως, οι αλλοδαπές δεν αποτελούν την «λύση» για τη χαμηλή γονιμότητα της χώρας μας που υπολείπεται μετά το 1990 σημαντικά του απαιτούμενου ορίου αναπαραγωγής (των 2,07 παιδιά/ γυναίκα).
«Ένα θετικό και ισορροπημένο ανά φύλο ισοζύγιο εισόδων-εξόδων αλλοδαπών τις επόμενες δεκαετίες θα επιβράδυνε την αναμενόμενη σημαντική μείωση του πλήθους των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και, θα προσέθετε χιλιάδες γεννήσεων ετησίως συνεισφέροντας, όπως και το 2004-2024, στο συνολικό φυσικό ισοζύγιο της χώρας μας. Το ισοζύγιο αυτό δεν θα άλλαζε φυσικά πρόσημο και θα παρέμενε αρνητικό, αλλά το πλεόνασμα των θανάτων έναντι των γεννήσεων θα περιοριζόταν αισθητά» σημειώνει ο συγγραφέας της μελέτης.
Σήμερα και αύριο
Να σημειωθεί πως ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτασε στο μάξιμουμ το 2011, με 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Έπειτα, άρχισε να μειώνεται και σήμερα ζουν στην Ελλάδα λίγο πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι (βάσει των στοιχείων του 2023). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, αναμένεται να μειωθούν κατά 14% μέχρι το 2050 και να φτάσουν τα 7,3 εκατομμύρια έως το 2100 – μια συνολική μείωση της τάξης του 30%. Εφόσον αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, τότε ο πληθυσμός της χώρας θα είναι μικρότερος από αυτόν της δεκαετίας του 1960.
Πηγή in.gr



































