Στα τέλη του Νοεμβρίου του 2025 κατατέθηκε ο νέος Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός (ΠΔΠ) για την τετραετία 2026-2029. Ο πολυετής δημοσιονομικός προγραμματισμός μαζί με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο (ΜΔΣ) έρχεται να αντικαταστήσει το παλαιό Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ).
Από τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού διαπιστώνεται η συνεχής μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η διατήρηση ενός επίμονου πληθωρισμού που θα διαβρώνει την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και συνταξιούχων. Ειδικότερα, στο Διάγραμμα 1 παρατηρούμε την σύγκριση των πραγματοποιηθέντων στοιχείων με αυτά που προβλέπονταν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 που είχε εκπονηθεί το 2021 και του Μεσοπρόθεσμου-Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028 και του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγράμματος για την τετραετία 2026-2029.
Αυτό το οποίο προκύπτει από τα στοιχεία του Διαγράμματος 1 είναι ότι τελικά οι ρυθμοί ανάπτυξης που επετεύχθησαν την περίοδο 2022-2025 είναι πολύ χαμηλότεροι, σχεδόν στο μισό, από τις προβλέψεις που είχαν γίνει στο Μεσοπρόθεσμα πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής το 2021. Συγκεκριμένα, στο ΜΠΔΣ 2022-2025, προβλέπονταν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ίσο με 6,2% για το 2022, 4,1% για το 2023, 4,4% για το 2024 και 3,3% για το 2025. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ ενώ εκτιμώνταν ότι θα ήταν 206 δις ευρώ το 2024, τελικά σε αυτό το επίπεδο θα φτάσει το 2025.

Όμως, παρά την μη επίτευξη των στόχων για την ανάπτυξη σε σχέση με τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2022-2025, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε περισσότερο από όσο προβλέπονταν στο πρόγραμμα (Διάγραμμα 2) και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πληθωρισμός τελικά ήταν σημαντικά υψηλότερος από ό,τι προβλέπονταν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας το 2021 (Διάγραμμα 3).

Πράγματι, στο ΜΠΔΣ 2022-2025, προβλέπονταν ότι το χρέος θα μειώνονταν από το 204,8% του ΑΕΠ το 2021, στο 156,9% το 2025. Τελικά, όμως το 2025 μειώθηκε στο 145,9% και αυτό οφείλεται στο ότι ο πληθωρισμός ενώ προβλέπονταν την περίοδο 2022 – 2025 να κυμαίνεται στο 1,5% τελικά ήταν τριπλάσιος, στο 4,7% κατά μέσο όρο ετησίως.

Έτσι, ενώ ο στόχος για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο επίπεδο των 217 δισ. ευρώ το 2025 δεν επετεύχθη (θα διαμορφωθεί στα 206 δισ. ευρώ), παρόλα αυτά το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε σημαντικά περισσότερο στο 145,9% του ΑΕΠ από ό,τι προβλέπονταν στο ΜΠΔΣ 2022-2025 (156%) χάρις στον τριπλάσιο, από τον προβλεπόμενο, πληθωρισμό ο οποίος αύξησε το ονομαστικό ΑΕΠ σε 250 δις ευρώ το 2025 (Διάγραμμα 4).

Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται και από την πορεία του χρέους (γενικής κυβέρνησης) σε χρηματικές μονάδες (ευρώ) αφού στο ΜΠΔΣ 2022 – 2025 προβλέπονταν ότι θα μειώνονταν από τα 352,5 δις ευρώ το 2021 στα 340,4 δις ευρώ το 2025, αλλά τελικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το χρέος στις 30/9/2025 αντί να μειωθεί, αντιθέτως, αυξήθηκε στα 368 δις ευρώ. Επιπλέον στην τετραετία 2022-2025 το μέσο επίπεδο των μισθών αυξήθηκε σωρευτικά κατά 26,1% υπερκαλύπτοντας την αντίστοιχη σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού που την ίδια περίοδο ήταν 19,8%. Όμως, στο ίδιο χρονικό διάστημα η σωρευτική ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ ήταν 35,5% και η πραγματική 13%. Έτσι, όπως βλέπουμε στο Διάγραμμα 5, το μέσο επίπεδο του μισθού σε πραγματικές τιμές αυξήθηκε σωρευτικά κατά 6,3%. Δηλαδή, διαπιστώνουμε ότι οι μισθοί στην Ελλάδα την 4-ετία 2022-2025 αυξήθηκαν στο 48% της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.

Αντίστοιχα, στο ίδιο χρονικό διάστημα της τετραετίας 2022-2025 το μέσο επίπεδο των συντάξεων αυξήθηκε σωρευτικά κατά 13,6% (7,75% το 2023, 3% το 2024 και προβλέπεται 2,5% το 2025). Δηλαδή, η αύξηση των συντάξεων έχει καλύψει μόλις το 70% της αύξησης του πληθωρισμού, μειώνοντας σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Επιπρόσθετα, στο ΠΔΜΣ 2022-2025 προβλέπονταν ότι τα έσοδα από τον φόρο αγαθών και υπηρεσιών θα αυξάνονταν κατά 20,7%, από 26,5 δις ευρώ το 2021 σε 32 δις ευρώ το 2025. Τελικά, τα έσοδα από τον φόρο αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 60% (42,5 δις ευρώ το 2025), σχεδόν διπλάσια αύξηση από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Αντίστοιχα προβλέπονταν ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος θα αυξάνονταν κατά 45% από 14,5 δις ευρώ το 2021 σε 21,1 δις ευρώ το 2025. Τελικά τα έσοδα από την φορολογία εισοδήματος αυξήθηκαν κατά 84%, σε 26,8 δις ευρώ το 2025, δηλαδή κατά 140% πάνω από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Παράλληλα, στο ΠΔΠ την τετραετία 2026-2029 προβλέπεται ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος θα αυξηθούν μέχρι το 2029 με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 5,3% (22% σωρευτικά) σε 33 δις ευρώ και τα αντίστοιχα έσοδα από τον φόρο αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν με ένα ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,3% (9,4 σωρευτικά), σε 46,5 δις ευρώ. Δηλαδή, ο φόρος εισοδήματος προβλέπεται να έχει την επόμενη τετραετία διπλάσια αύξηση από τον φόρο αγαθών και υπηρεσιών. Ενώ αντίστοιχα η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται στο 1,8% την περίοδο 2026-2029 με τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο επίπεδο του 2,3%.
Επίσης, στο ΠΔΠ 2026-2029, προβλέπεται ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί μέχρι το 2029 στο 119% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια αναδεικνύεται ότι η οικονομική στρατηγική για την συνέχιση της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης του χρέους την περίοδο 2026-2029 κατά την οποία δεν θα υπάρχει και η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, θα στηριχτεί, κατά βάση, στον πληθωρισμό με ό,τι αρνητικά αυτό συνεπάγεται για την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο (ΜΔΣ 2025-2028) στο οποίο παρουσιάζονται εκτιμήσεις μέχρι το έτος 2039. Όμως, αυτό το οποίο προκαλεί ερωτηματικά είναι οι εκτιμήσεις του ΠΔΠ 2026-2029 για την μείωση του χρέους σε σχέση με το ΜΔΠ 2025-2028.
Ειδικότερα, το ΜΔΣ 2025-2028 είναι αυτό που κατατίθεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το ΠΔΠ καλύπτει την περίοδο 2026-2029 και παρουσιάζει τις δημοσιονομικές εκτιμήσεις και τις δεσμεύσεις οι οποίες είναι συνεπείς με τα όρια που προβλέπονται στο ΜΔΣ 2025-2028, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σ΄αυτό. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο ίδιο το ΠΔΠ γίνεται αναφορά για συνεπείς δημοσιονομικές εκτιμήσεις με το ΜΔΣ που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο ΠΔΠ το χρέος παρουσιάζεται να μειώνεται στο 119% του ΑΕΠ το 2029 ενώ στο ΜΔΣ το χρέος εκτιμάται στο 130% του ΑΕΠ το 2029 ενώ η μείωση στο επίπεδο του 119% του ΑΕΠ εκτιμάται το 2034 και 115% του ΑΕΠ το 2038 (Διάγραμμα 6).

Με άλλα λόγια διαπιστώνεται μια μεγάλη διαφορά και αναντιστοιχία για την πορεία του χρέους μέχρι το 2029 μεταξύ του ΜΔΣ 2025-2028 και του ΠΔΠ 2026-2029, παρά το γεγονός ότι στο δεύτερο αναφέρεται ότι οι δημοσιονομικές του εκτιμήσεις είναι συνεπείς με τα όρια που προβλέπονται στο ΜΔΣ 2025-2028 το οποίο και κατατίθεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς μας (o.t.gr-25/11/2025), οι μισθοί στην Ελλάδα, σε πραγματικές τιμές (τιμές αγοραστικής δύναμης), είναι κατά 22% χαμηλότεροι από το μέσο επίπεδο του 2009 (1.450 ευρώ το 2009 και 1.345 ευρώ το 2024).
Aυτό σημαίνει ότι το μέσο επίπεδο των μισθών το 2024 στην Ελλάδα θα έπρεπε να είναι 1.795 ευρώ και όχι 1.345 ευρώ, λόγω της εσωτερικής υποτίμησης που συντελέστηκε κατά την περίοδο των μνημονίων. Στην κατεύθυνση αυτή, σύμφωνα με υπολογισμούς μας, για να επανέλθει το μέσο επίπεδο των μισθών στο επίπεδο του 2009 σε πραγματικούς όρους, ακόμα και με 2,5% ετήσιο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης στην χώρα μας απαιτούνται εννέα έτη, δηλαδή μέχρι το 2034. Όμως, από το ΜΔΣ 2025-2028 και το ΠΔΠ 2026-2029, προβλέπεται ότι από το 2027 και μετά το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξάνεται μέχρι το 2038 με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 0,6%, δεδομένου ότι δεν θα υπάρχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και ταυτόχρονα θα έχει λήξη η περίοδος χάριτος της αποπληρωμής των μνημονιακών δανείων, ενώ ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι κατά μέσο όρο στο ίδιο χρονικό διάστημα θα είναι 2,5% (Διάγραμμα 7).

Μετά από 20 χρόνια η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης στα επίπεδα του 2009
Έτσι με ένα τόσο αναιμικό πραγματικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ η κάλυψη του 20% της διαφοράς της αγοραστικής δύναμης των μισθών με το 2009, θα επιτευχθεί μετά από 20 έτη (το 2049) ακόμα κι εάν το 2027 το ονομαστικό μέσο επίπεδο των μισθών θα είναι 1.500 ευρώ. Αυτό αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο το μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων που δέχθηκε το βιοτικό επίπεδο εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά και η ελληνική οικονομία και κοινωνία γενικότερα με την εφαρμογή των μνημονίων, των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και την αποπληρωμή των δανείων αφού όπως προβλέπεται στο ΜΔΣ θα πρέπει να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 2,3%-2,4% ετησίως μέχρι το 2038 προκειμένου να μειωθεί το χρέος στο 115% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη των συντάξεων θα επιδεινωθεί δεδομένου ότι οι συντάξεις κάθε χρόνο αυξάνονται με βάση το 50% της ανάπτυξης και 50% του πληθωρισμού. Το 2009 η μέση σύνταξη ήταν 1.031 ευρώ(μεικτά) (κύρια και επικουρική) με την συνταξιοδοτική δαπάνη να είναι 32,7 δις ευρώ (ως ποσοστό του ΑΕΠ να είναι 13,7%) και οι συνταξιούχοι να είναι 2.638.412 άτομα, ενώ το 2025 η συνταξιοδοτική δαπάνη θα είναι 33,2 δις ευρώ για 2.517.615 συνταξιούχων και ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 13,7%, όπως ήταν το 2009 και η μέση σύνταξη (κύρια και επικουρική) θα είναι 1.096 ευρώ (μεικτά). Έτσι, το μέσο επίπεδο των συντάξεων είναι κατά 6,5% υψηλότερο από το 2009 σε ονομαστικές τιμές και κατά 22% χαμηλότερο σε πραγματικές τιμές, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός σωρευτικά αυξήθηκε στο διάστημα 2009-2025 κατά 29,4%.
Κατά συνέπεια, με βάση τις προβλέψεις μέχρι το 2038 του ΜΔΣ για τον ρυθμό ανάπτυξης και τον πληθωρισμό (Διάγραμμα 7) και με βάση τον μαθηματικό τύπο αύξησης των συντάξεων κατά το 50% της ανάπτυξης και 50% του πληθωρισμού τότε θα απαιτηθούν τα διπλάσια χρόνια από τους μισθούς, δηλαδή το 2060, προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο αγοραστικής δύναμης των συντάξεων του 2009. Σε αυτό το δυσοίωνο δημοσιονομικό περιβάλλον, της περιόδου 2027-2038 όπως προβλέπεται στο ΜΔΣ 2025-2028, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις δυσοίωνες δημογραφικές προοπτικές της χώρας μας. Στην 16-ετη περίοδο 2009-2024, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 694.025 άτομα (6,25%). Κατά 353.580 άτομα ήταν η μείωση την 10-ετία 2009-2018 και κατά 340.445 ήταν την εξαετία 2019-2024. Δηλαδή, η μείωση του πληθυσμού την τελευταία εξαετία ήταν όση ήταν την δεκαετή περίοδο των μνημονίων 2009-2018. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί περαιτέρω στους 9.487.573 άτομα μέχρι το 2040 (Διάγραμμα 8).

Παράλληλα, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης του πληθυσμού την περίοδο 2025-2040 θα αυξηθεί σε σχέση με τον ρυθμό μείωσης του πληθυσμού που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2009-2024. Πράγματι, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης του πληθυσμού την περίοδο 2009-2004 ήταν 0,4%, ενώ κατά την περίοδο 2025-2040 θα είναι 0,5%. Η προοπτική αυτή θέτει ακόμα σε δυσμενέστερη βάση την προοπτική της επίτευξης την επιστροφής της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων στο επίπεδο του 2009, όταν στο ΜΔΣ 2025-2028 για την περίοδο 2027-2038 προβλέπεται μέσος ετήσιος ρυθμός πραγματικής ανάπτυξης της τάξης του 0,6% (Διάγραμμα 7).
Επιπλέον, της μείωσης του πληθυσμού η χώρα μας κατά τα επόμενα έτη θα βρεθεί αντιμέτωπη και με τις αρνητικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού αφού ο δείκτης γήρανσης θα αυξηθεί από 37,6% το 2025, σε 40,5% το 2030, σε 49,7% το 2040 και σε 57% μέχρι το 2050 (Διάγραμμα 9), δυσκολεύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, δεδομένου ότι η γήρανση του πληθυσμού επιδρά αρνητικά στο επίπεδο της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης (1% ετησίως μέχρι το 2060).





































