Η ανεπάρκεια των μελλοντικών δημόσιων συντάξεων επαναφέρει την ανάγκη ανάπτυξης του δεύτερου πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης. Η τελευταία αποτελεί μορφή συμπληρωματικής προστασίας που εδράζεται στη συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων. Στη χώρα μας, η γένεση των ΤΕΑ (Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης) συντελέστηκε πολύ αργά, μόλις το 2002 (ν. 3029).
Στην Ευρώπη, η συμμετοχή των εργαζομένων στα επαγγελματικά ταμεία είναι μαζική, με την αξία των περιουσιακών στοιχείων τους να υπερβαίνει τα τρία τρισ., ενώ σ’ εμάς λειτουργούν 29 ΤΕΑ/ΙΕΣΠ που έχουν συσταθεί κατά κύριο λόγο από εργοδότες, με 300 εκατομμύρια ευρώ κεφάλαια διαχείρισης και 50.000 ασφαλισμένους, ήτοι, μόλις το 2,2% του συνόλου των ενεργών ασφαλισμένων. Συγχρόνως, η υστέρηση της επαγγελματικής ασφάλισης αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία, αφού δημιουργεί χώρο ανάπτυξής της, αν και τα χαμηλά εισοδήματα των εργαζομένων δεν επιτρέπουν μεγάλες περαιτέρω κρατήσεις.
Μετά από είκοσι τρία έτη εφαρμογής του ν. 3029/2002, τα αποτελέσματα είναι ακόμη πενιχρά. Τα Επαγγελματικά Ταμεία παραμένουν στους περισσότερους εντελώς άγνωστα και το χειρότερο αδιάφορα για τους άμεσα ενδιαφερομένους. Ο ν. 5073/2023, ανακόπτοντας κάποια δειλή «άνθιση» των ΤΕΑ, απέτυχε όχι μόνο να δώσει την ποθητή ώθηση, αλλά λειτούργησε προς την όλως αντίθετη κατεύθυνση. Υπό το ισχύον καθεστώς, τόσο ο περιορισμός της καταστατικής αυτονομίας των Ταμείων, όσο κι η φορολογική μεταχείριση των παροχών τους αποθαρρύνουν τη σύσταση νέων επαγγελματικών Ταμείων.
Πρόσφατα, φαίνεται να υπάρχει η πολιτική βούληση να διορθωθούν οι αστοχίες του νομοθετικού καθεστώτος και να δοθεί κάποια πνοή ανάπτυξης στο θεσμό. Αν όντως ευοδώσει το εγχείρημα θα έχουμε την τρίτη απόπειρα ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/2341 της 14ης Δεκ. 2016, προκειμένου η εθνική έννομη τάξη να εναρμονιστεί με τις αυξημένες απαιτήσεις της τελευταίας. Σε αυτή τη στροφή θα συμβάλλει ένας νέος «παίκτης», η Τράπεζα της Ελλάδος που ανέλαβε ρόλο εποπτεύουσας αρχής των Επαγγελματικών Ταμείων.
Ένα από τα σημεία που θα πρέπει να προσέξει ο νομοθέτης σε αυτή την προσπάθεια επανεκκίνησης της επαγγελματικής ασφάλισης, θα πρέπει να είναι η φορολογική μεταχείριση των παροχών της. Η σημασία της φορολογίας είναι ζωτική για την ανάπτυξή της. Σύμφωνα με τα διδάγματα της διεθνούς εμπειρίας, ο πιο διαδεδομένος τρόπος ενίσχυσης της επαγγελματικής ασφάλισης είναι η θέσπιση φορολογικών κινήτρων.
Χωρίς κίνητρα, η επαγγελματική ασφάλιση δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί. Τα κίνητρα υπαγορεύουν συμπεριφορές που δεν θα λάμβαναν χώρα αν αυτά απουσίαζαν, ιδιαίτερα στην προαιρετική ασφάλιση, όπως είναι η επαγγελματική. Η θέσπιση σημαντικών κινήτρων είναι ακόμη πιο σημαντική για μια καχεκτική επαγγελματική ασφάλιση, όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Ειδικότερα, η κοινωνική αποστολή των επαγγελματικών παροχών επιβάλλει να μη φορολογούνται από το πρώτο ευρώ. Αν θα πρέπει να επιβληθεί φορολόγηση, ενδείκνυται να έχει κυρίως τη μορφή ανώτατου ορίου φοροαπαλλαγής των παροχών. Λ.χ. στην Ιρλανδία δεν φορολογείται το εφάπαξ έως 200.000 ευρώ, ενώ από 200.000 μέχρι 500.000 φορολογείται με συντελεστή 20%. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν φορολογεί μέχρι το 25% του εφάπαξ βοηθήματος Το μέλλον της επαγγελματικής ασφάλισης εξαρτάται από τους συντελεστές φορολόγησης των παροχών της.
*Ο Άγγελος Στεργίου είναι Ομ. καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
































