Μπορεί η ακρίβεια να αντιμετωπιστεί, αλλάζοντας απλά τον τρόπο που την υπολογίζουμε; Δεδομένο είναι ότι η ακρίβεια δεν εξαφανίζεται με αλλαγή δεικτών, από το 2026 όμως θα αλλάξει ο τρόπος που τη μετράμε. Ο πληθωρισμός ετοιμάζεται να φορέσει νέο «ρούχο», αφού από τις 4 Φεβρουαρίου 2026, η Eurostat αλλάζει τη μεθοδολογία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, δηλαδή του επίσημου δείκτη που καθορίζει τις αποφάσεις για τα επιτόκια, τους μισθούς, τις συντάξεις και, τελικά, το πώς περιγράφεται η ακρίβεια στον δημόσιο λόγο.
Τυπικά, πρόκειται για μια τεχνική προσαρμογή με νέο έτος βάσης (2025=100), επικαιροποιημένη ταξινόμηση κατανάλωσης (COICOP 2018) και ένταξη νέων κατηγοριών, όπως τα τυχερά παιχνίδια. Στην πράξη, όμως, πρόκειται για κάτι πιο ουσιαστικό καθώς αλλάζει το μέτρο με το οποίο μετριέται το κόστος ζωής. Και όταν αλλάζει το μέτρο είναι πολύ πιθανό να αλλάξει και το τελικό μέγεθος.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή όμως δεν είναι μια ουδέτερη καταγραφή της πραγματικότητας. Είναι ένα καλάθι αγαθών και υπηρεσιών, στο οποίο κάθε κατηγορία έχει βάρος. Όταν τα βάρη αλλάζουν, αλλάζει και το αποτέλεσμα.
Τα ενοίκια είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς που συχνά ξεπερνούν τον γενικό πληθωρισμό
Αυτό σημαίνει ότι με τη νέα μεθοδολογία που θα ακολουθεί η Eurostat, οι μεταβολές θα εξομαλυνθούν, καθώς μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτούν κατηγορίες με περισσότερο ήπιες αυξήσεις. Αντίθετα οι πιο «επώδυνες» δαπάνες για πολλά νοικοκυριά χάνουν μέρος της βαρύτητας τους στον υπολογισμό του πληθωρισμού. Με αυτόν τον τρόπο η ακρίβεια μπορεί να φαίνεται ηπιότερη, χωρίς ωστόσο η καθημερινότητα να γίνεται πραγματικά φθηνότερη.
Η αλλαγή του μέτρου δεν έρχεται σε ουδέτερο χρόνο. Το 2026 οι κυβερνήσεις επιστρέφουν σε αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία, τα περιθώρια για γενναίες αυξήσεις εισοδημάτων είναι περιορισμένα και η κοινωνική ανοχή στην ακρίβεια έχει ήδη εξαντληθεί. Σε αυτό το περιβάλλον, ο τρόπος που μετριέται ο πληθωρισμός αποκτά βαρύτητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν.
Και εδώ αναδύεται μια λεπτή, αλλά κρίσιμη ισορροπία καθώς από τη μία, οι θεσμοί χρειάζονται έναν δείκτη που να αποτυπώνει πιο ρεαλιστικά την οικονομία μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Από την άλλη, αν η στατιστική εικόνα απομακρυνθεί υπερβολικά από την κοινωνική πραγματικότητα, το χάσμα εμπιστοσύνης διευρύνεται.
Η ελληνική ακρίβεια
Στην Ελλάδα η ακρίβεια δεν έχει το ίδιο βάρος με την υπόλοιπη Ευρώπη, έστω και αν δεν είναι πλέον πολύ υψηλότερη από το μέσο όρο. Το πρόβλημα είναι ότι η ακρίβεια δεν μοιράζεται ισότιμα, καθώς συγκεντρώνεται σε λίγα, καθοριστικά έξοδα.
Η νέα μεθοδολογία δίνει μεγαλύτερη σημασία σε ένα «μέσο» ευρωπαϊκό καλάθι, το οποίο αντανακλά περισσότερο τις συνήθειες χωρών με υψηλότερα εισοδήματα και μικρότερη πίεση από το κόστος στέγης.
Τα ενοίκια είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται με ρυθμούς που συχνά ξεπερνούν τον γενικό πληθωρισμό. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη, με διψήφιες αυξήσεις σε νέες μισθώσεις, ιδιαίτερα για μικρά διαμερίσματα.
Παρ’ όλα αυτά, το κόστος στέγασης στον πληθωρισμό δεν αντανακλά πλήρως αυτή την πίεση. Για χιλιάδες νοικοκυριά που ξοδεύουν πάνω από το ένα τρίτο του εισοδήματός τους στο ενοίκιο, η «αποκλιμάκωση» του πληθωρισμού παραμένει απλά ένας στατιστικός δείκτης. Κι όμως, στον δείκτη τιμών καταναλωτή, το βάρος της στέγης παραμένει δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με την πραγματική της σημασία.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στις υπηρεσίες. Εστίαση, μεταφορές, ιδιωτική υγεία, εκπαίδευση. Είναι οι δαπάνες που δύσκολα αποφεύγονται και ακόμη δυσκολότερα υποχωρεί το κόστος τους. Μπορεί να μην προκαλούν το σοκ μιας ενεργειακής κρίσης, αλλά δημιουργούν μια αίσθηση μόνιμης ακρίβειας, που δεν υποχωρεί με μια απλή αναθεώρηση του δείκτη.
Ο κίνδυνος είναι ότι εάν ο δείκτης δείχνει μειωμένος, τόσο θα μειώνεται και η πολιτική και κοινωνική πίεση για παρεμβάσεις στο εισόδημα
Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται και στα τρόφιμα. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών έχει επιβραδυνθεί σε σχέση με το 2022–2023, όμως η βάση παραμένει υψηλή. Οι τιμές βασικών ειδών διατροφής έχουν ενσωματώσει τις προηγούμενες αυξήσεις και δύσκολα επιστρέφουν στα προ κρίσης επίπεδα.
Έτσι, ακόμη και όταν ο δείκτης δείχνει «ομαλοποίηση», η αίσθηση ακρίβειας στο σούπερ μάρκετ παραμένει, ειδικά για νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Εδώ ακριβώς η νέα μεθοδολογία συναντά την καθημερινότητα. Ο αναθεωρημένος δείκτης τιμών καταναλωτή υπάρχει κίνδυνος να εξομαλύνει την πραγματική εικόνα, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος σε δαπάνες με μικρότερη μεταβλητότητα, περιορίζοντας έτσι την επίδραση εξόδων όπως η στέγη και βασικές υπηρεσίες.
Έτσι, η Ελλάδα μπορεί να εμφανίζει πληθωρισμό κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συγκλίνει και το κόστος ζωής. Αυτό γιατί ενώ τα νοικοκυριά δεν θα δουν να αλλάζει η ακρίβεια στο αυξημένο ενοίκιο, τις ακριβές υπηρεσίες και τα βασικά αγαθά, οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού είναι πολύ πιθανό να φέρει μείωση του πληθωρισμού.
Ο κίνδυνος είναι ότι εάν ο δείκτης δείχνει μειωμένος, τόσο θα μειώνεται και η πολιτική και κοινωνική πίεση για παρεμβάσεις στο εισόδημα, ακόμη κι αν το κόστος ζωής παραμένει υψηλό. Ένας ηπιος πληθωρισμός μπορεί να λειτουργήσει ως παραμορφωτικός φακός της πραγματικότητας ή ακόμα και ως στατιστικό άλλοθι προκειμένου να μην υπάρξουν δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το ερώτημα δεν είναι αν ο νέος δείκτης τιμών καταναλωτή είναι τεχνικά σωστός, αλλά αν αποτυπώσει την ακρίβεια όπως τη ζουν οι πολίτες ή αν απλώς θα τη μετρά με τρόπο που την κάνει να φαίνεται μικρότερη.







![Χρυσές λίρες: Πλησιάζει τα 1.000 ευρώ – Πού πωλούνται στην Ελλάδα [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/07/ot_lires25-300x300.png)


![Χρυσές λίρες: Πλησιάζει τα 1.000 ευρώ – Πού πωλούνται στην Ελλάδα [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/07/ot_lires25.png)
























