Προβληματισμό προκάλεσε στην αγορά η διακοπή της παραγωγής Jim Beam στο κύριο αποστακτήριο παραγωγής μπέρμπον από το Κεντάκι, στην οποία θα προχωρήσει από την 1η Ιανουαρίου η εταιρεία James B. Beam Distilling Co.
Η απόφαση έρχεται καθώς το Κεντάκι αντιμετωπίζει αυξανόμενη προσφορά μπέρμπον και… αβεβαιότητα για το τι μέλει γενέσθαι με τους εμπορικούς δασμούς του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Το Κεντάκι διαθέτει στις αποθήκες του ένα ιστορικό υψηλό 16,1 εκατομμυρίων βαρελιών μπέρμπον
Πίσω από το Jim Beam
Το Κεντάκι διαθέτει στις αποθήκες του ένα ιστορικό υψηλό 16,1 εκατομμυρίων βαρελιών μπέρμπον, σύμφωνα με την Kentucky Distillers’ Association (KDA) τον Οκτώβριο. Τα αποστακτήρια πληρώνουν για αυτήν την προμήθεια, καθώς το κράτος χρεώνει φόρους για τα βαρέλια οινοπνευματωδών ποτών που παλαιώνουν. Ως αποτέλεσμα οι αντίστοιχες επιχειρήσεις στο Κεντάκι κατέβαλαν το ποσό των 75 εκατ. δολαρίων σε ανάλογους φόρους – μια αύξηση 27% από το 2024.
Το brand και η παραγωγός εταιρεία Jim Beam, η οποία ανήκει στον όμιλο Suntory Global Spirits, σκοπεύει να διακόψει την παραγωγή στο κύριο αποστακτήριό της στο Κλέρμοντ του Κεντάκι, ενώ παράλληλα επενδύει «σε βελτιώσεις των εγκαταστάσεων», σύμφωνα με δήλωση της εταιρείας. Θα συνεχίσει ωστόσο την απόσταξη στο αποστακτήριο Fred B. Noe στο Κλέρμοντ και στο αποστακτήριο Booker Noe στη Βοστώνη του Κεντάκι.
«Αξιολογούμε πάντα τα επίπεδα παραγωγής για να ανταποκριθούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη ζήτηση των καταναλωτών και πρόσφατα συναντηθήκαμε με την ομάδα μας για να συζητήσουμε τους όγκους μας για το 2026», ανέφερε η εταιρεία στο CNN.
Η μητρική Suntory Global Spirits δεν έχει ανακοινώσει απολύσεις για τους περισσότερους από 1.000 εργαζομένους στις εγκαταστάσεις της στο Κεντάκι, σύμφωνα και με το BBC.
Το αποστακτήριο θα παραμείνει κλειστό, ενώ η εταιρεία θα εκμεταλλευτεί «την ευκαιρία για να επενδύσει σε βελτιώσεις των εγκαταστάσεων», όπως ανακοίνωσε την Κυριακή σε δήλωση προς το BBC.

Στην πρώτη γραμμή του εμπορικού πολέμου
Οι παραγωγοί ουίσκι και οινοπνευματωδών ποτών έχουν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν τους δασμούς ως αντίποινα από τον εμπορικό πόλεμο που πυροδότησαν οι κινήσεις του αμερικανού προέδρου, αλλά και τους καταναλωτές που αποσύρονται από τις διακριτικές τους δαπάνες και επιστρέφουν στα απολύτως απαραίτητα.
Οι εμπορικές επιπτώσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά έχουν επίσης επηρεάσει τους παραγωγούς ουίσκι και οινοπνευματωδών ποτών. Τον Μάρτιο, Καναδοί αξιωματούχοι απαγόρευσαν την εισαγωγή αμερικανικών οινοπνευματωδών ποτών από τα καταστήματα, ένας κανόνας που εξακολουθεί να ισχύει σε ορισμένες επαρχίες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απείλησε τον Μάρτιο να αυξήσει τους δασμούς στο αμερικανικό ουίσκι στο 50% σε αντίποινα για τους δασμούς του Τραμπ στον χάλυβα και το αλουμίνιο, αλλά τον Αύγουστο η ΕΕ ανακοίνωσε την εξάμηνη αναστολή των αντιποίνων στις εισαγωγές των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των αποσταγμένων οινοπνευματωδών ποτών, του κρασιού και των μεταχειρισμένων βαρελιών.
«Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για ένα προϊόν που δεν θα είναι έτοιμο για χρόνια είναι ήδη αρκετά δύσκολος. Χρειαζόμαστε τη βεβαιότητα του εμπορίου χωρίς δασμούς για να ανθίσει το μοναδικό εγχώριο ποτό της Αμερικής», δήλωσε τον Οκτώβριο ο Έρικ Γκρέγκορι, πρόεδρος του Συνδέσμου Αποσταγματοποιών του Κεντάκι.





































