Η πρόσφατη είδηση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέβαλε την υιοθέτηση του σχεδίου «Ευρωπαϊκής Προτίμησης» – ενός μηχανισμού που θα διασφάλιζε ότι δημόσιες προμήθειες θα κατευθύνονταν προνομιακά σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ορίζοντας ελάχιστα ποσοστά ευρωπαϊκής παραγωγής για προϊόντα όπως αυτοκίνητα ή φωτοβολταϊκά – είναι αποκαλυπτική βαθύτερων συγκρούσεων γύρω από το μέλλον της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο στόχος να δοθεί προτεραιότητα σε ευρωπαϊκά προϊόντα και τεχνολογίες αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη ανησυχία για την εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα, ιδίως σε τεχνολογίες κρίσιμες για την πράσινη μετάβαση και τις αμυντικές εφαρμογές. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι η απόληξη μιας διστακτικής και αμφιταλαντευόμενης μεν, ορατής δε, ευρωπαϊκής στροφής προς μια πιο ενεργή βιομηχανική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι η «Ευρωπαϊκή προτίμηση» αντλεί έμπνευση από το παράδειγμα της Κινεζικής στρατηγικής «Made in China 2025», η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τεχνολογική αναβάθμιση της κινεζικής παραγωγής και στην μετατόπιση της προς δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (GVCs).
Η στροφή προς μια βιομηχανική πολιτική συνιστά μια υλική και ιδεολογική μετατόπιση από το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα που έχει χαρακτηρίσει την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ. Στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο, η βαθύτερη στόχευση της θεσμικής αρχιτεκτονικής επικεντρωνόταν στη θωράκιση της αγοράς και του ανταγωνισμού, καθώς και στην ενσωμάτωση στην πολιτική εξουσία μιας αγνωστικιστικής στάσης απέναντι στο «τι έχει αξία» – τι πρέπει να παραχθεί, που πρέπει να επενδύσουμε ως κοινωνίες. Η οικονομική και κοινωνική αξία δεν έπρεπε να καθορίζεται από μεταβλητές πολιτικές πλειοψηφίες, αλλά να προκύπτει αποκλειστικά από τον ανταγωνισμό ως μηχανισμό διαμεσολάβησης μεμονωμένων, ατομικών προτιμήσεων. Ο ρόλος της πολιτικής εξουσίας περιοριζόταν στη διασφάλιση θεσμικής ουδετερότητας και διαδικασιών και όχι στον καθορισμό αποτελεσμάτων, την καθοδήγηση επενδυτικών αποφάσεων ή την επιλογή βιομηχανικών κλάδων και παραγωγικών προτεραιοτήτων.
Αντίθετα, η αναδυόμενη λογική της βιομηχανικής πολιτικής εγκαινιάζει έναν νέο παρεμβατισμό, ο οποίος υπερβαίνει τη διασφάλιση του ανταγωνισμού της αγοράς ως κατεξοχήν σκοπού του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η νέα βιομηχανική πολιτική, όπως εκφράζεται ενδεικτικά στα νέα νομοθετήματα για τη βιομηχανία μηδενικών καθαρών εκπομπών και τις κρίσιμες πρώτες ύλες, επιδιώκει να παράγει μια συγκεκριμένη μορφή αγοράς – δηλαδή, μια αγορά που παράγει αποτελέσματα στρατηγικά κατευθυνόμενα από την πολιτική εξουσία: ανθεκτικότητα, ασφάλεια εφοδιασμού, τεχνολογική αυτονομία, πράσινη ανταγωνιστικότητα. Οι αγορές μετατρέπονται από αυτοσκοπός σε εργαλεία για την καθοδήγηση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, η υιοθετούμενη βιομηχανική πολιτική αποτυπώνει και μια μεταβαλλόμενη σχέση κράτους–κεφαλαίου, καθώς η πολιτική εξουσία διασφαλίζει ενεργά την ιδιωτική κερδοφορία μέσω εγγυήσεων και ενισχύσεων προκειμένου να υποστηρίξει και να αντισταθμίσει την καθοδήγηση των αγορών και τον καθορισμό στρατηγικών στόχων – κάτι το οποίο έχει γίνει αντικείμενο κριτικής από την Αριστερά.
Το σχέδιο «Ευρωπαϊκής Προτίμησης» πρέπει να γίνει κατανοητό σε αυτό το πλαίσιο μετάβασης προς ένα ρυθμιστικό καθεστώς εργαλειακής χρήσης της αγοράς, το οποίο απομακρύνεται από την παραδοχή της αξιακής ουδετερότητας της πολιτικής εξουσίας, προκαλώντας τριβές με τις φιλελεύθερες αρχές διακυβέρνησης που επί δεκαετίες λειτουργούσαν ως το ιδεολογικό περίβλημα της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, το αναδυόμενο αυτό ρυθμιστικό καθεστώς – το οποίο, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, είχε τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος – βρίσκεται πλέον αντιμέτωπο με μια ισχυρή αναβίωση νεοφιλελεύθερων ενστίκτων υπέρ της απορρύθμισης και της ανταγωνιστικότητας. Η αναβίωση αυτή ενισχύεται τόσο από την πολιτική άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς όσο και από την επιρροή της ατζέντας Τραμπ στο ευρύτερο ευρωατλαντικό περιβάλλον. Η πόλωση γύρω από την «Ευρωπαϊκή Προτίμηση» είναι ενδεικτική αυτή της παλινδρόμησης.
Η σύγκρουση δεν είναι μόνο ιδεολογική αλλά και γεωπολιτική. Η αναβολή της υιοθέτησης του σχεδίου ήταν αποτέλεσμα της έντονης αντίδρασης ενός μπλοκ εννέα κρατών-μελών, με πρωτοστάτη την Τσεχία, καθώς και τμημάτων της ίδιας της Επιτροπής, τα οποία προειδοποίησαν ότι μια τέτοια ρύθμιση θα υπονόμευε την καινοτομία, θα μπορούσε να παραβιάσει υπάρχουσες εμπορικές συμφωνίες και θα αύξανε το καταναλωτικό κόστος, θέτοντας σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους και την «ουδετερότητα» της ενιαίας αγοράς. Από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Γερμανία, τουλάχιστον εν προκειμένω, υποστήριξαν τη στρατηγική στροφή της ΕΕ, θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή προτίμηση στις δημόσιες προμήθειες ευνοεί τις δικές τους εγχώριες βιομηχανίες.
Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν με ποιον τρόπο η Επιτροπή θα επιλέξει να ισορροπήσει τους ιδεοπολιτικούς, εθνικούς και θεσμικούς ανταγωνισμούς γύρω από την «Ευρωπαϊκή Προτίμηση». Σε κάθε περίπτωση, η νέα βιομηχανική πολιτική παραμένει πεδίο σύγκρουσης για τον μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου.




![Ψηφιακά στοιχεία διακίνησης αποθεμάτων [19ο Μέρος]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/09/tax-468440_1280-300x300.jpg)





![Ψηφιακά στοιχεία διακίνησης αποθεμάτων [19ο Μέρος]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/09/tax-468440_1280.jpg)








![Συντάξεις: Πώς διαμορφώνονται με την αύξηση από 1.1.2026 [παραδείγματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/05/syntaxi-1.jpg)
















