Ένας επιχειρηματίας της Σίλικον Βάλεϊ, ο διευθύνων σύμβουλος της Intel Λιπ-Μπου Ταν, κατάφερε να αντιστρέψει μια άμεση επίθεση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εναντίον του, εξασφαλίζοντας επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση.
Η ιστορία αποκαλύπτει πώς οι δεξιότητες στην διαπραγμάτευση του Ταν μετέτρεψε μια κρίση σε ευκαιρία για την εταιρεία, εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων με την Κίνα και αγώνα για ηγεμονία στην παραγωγή ημιαγωγών, αναφέρει σε δημοσίευμά του το Reuters.
Η επίθεση του Τραμπ
Στις 7 Αυγούστου, πριν την αυγή, ο πρόεδρος Τραμπ ανάρτησε στο Truth Social: «Ο CEO της Intel είναι υπερβολικά ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΣ και πρέπει να παραιτηθεί άμεσα». Ο Tan, 66 ετών, είχε προσελκύσει την οργή λόγω των εκατοντάδων επενδύσεών του σε κινεζικές εταιρείες, κάποιες συνδεδεμένες με τις ένοπλες δυνάμεις της ασιατικής χώρας. Παρά το γεγονός ότι ηγέτες όπως οι CEO των Nvidia, AMD και OpenAI είχαν συναντήσει τον Τραμπ, ο Ταν δεν είχε επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο από την ανάληψη καθηκόντων του τον Μάρτιο.
Η Intel αντέδρασε άμεσα, οργανώνοντας συνάντηση με τον πρόεδρο. Ο Ταν επικοινώνησε με σύμμαχους όπως οι Σάτια Ναντέλα της Microsoft και Τζένσεν Χουάνγκ της Nvidia για να τον στηρίξουν. Σε μια 40λεπτη συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο, με παρόντες τους υπουργούς Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ και Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο Ταν παρουσίασε την ιστορία του ως Αμερικανού πατριώτη και εξήγησε τις επενδύσεις του στην Κίνα.
Η επιτυχής συμφωνία του Λιπ-Μπου Ταν
Αντί για επιδότηση από τον νόμο CHIPS Act, ο Ταν δέχτηκε αντάλλαγμα σε μετοχές: η κυβέρνηση επενδύει δισεκατομμύρια για ποσοστό σχεδόν 10% στην Intel, καθιστάμενη έτσι ο μεγαλύτερος μέτοχος. Το deal, ύψους 5,7 δισ. δολαρίων σε μετρητά, έδωσε στην εταιρεία την αύρα ότι είναι… «πολύ-στρατηγική-για-να-αποτύχει» και άνοιξε πόρτες σε νέους συνεργάτες. Ο Λούτνικ χαρακτήρισε τη συμφωνία «δίκαιη», ενώ ο Ταν δήλωσε: «Θα κάνουμε την Intel great again», μιμούμενος ουσιαστικά το προεκλογικό σύνθημα του Αμερικανού προέδρου.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Intel εξασφάλισε 5 δισ. από τη Nvidia και 2 δισ. από τη SoftBank του Μασαγιόσι Σον. Η μετοχή της Intel ανέβηκε 80% από την ανάληψη του Ταν, ξεπερνώντας έτσι τον S&P 500 και τη Nvidia, σαν ποσοστό ανάπτυξης. Ο Τραμπ μάλιστα μοιράστηκε εικόνα με την άνοδο της μετοχής, εστιάζοντας στην αξία της κυβερνητικής συμμετοχής.
Το προφίλ του Λιπ-Μπου Ταν
Γεννημένος στη Μαλαισία από Κινέζους γονείς, πατέρα δημοσιογράφο και μητέρα δασκάλα, ο Ταν ξεκίνησε ως φοιτητής πυρηνικής μηχανικής, αλλά στράφηκε στο venture capital το 1983. Χάρη σε επιτυχημένες επενδύσεις, απέκτησε περιουσία άνω των 500 εκατ. δολαρίων και ανέλαβε ηγετικά πόστα σε Cadence και Intel (πρόεδρος δ.σ. 2022-2024). Οι δεξιότητές του ως dealmaker, ως ο άνθρωπος που «κλείνει» συμφωνίες, τον έκαναν ιδανικό για την κρίση, αν και κάποιοι αμφισβητούν την τεχνική του εμπειρία στον τομέα της παραγωγής ημιαγωγών.
Στην Intel, απέλυσε 15% του προσωπικού (κυρίως διευθυντές και προϊσταμένους τμημάτων), ανέβασε μηχανικούς στην ιεραρχία όπως τον Πουσκάρ Ρανάντε σε CTO (Chief Technology Officer) και συμβουλεύτηκε πελάτες όπως η Amazon και η Google. Παράλληλα, διαχειρίζεται επενδυτικά funds (Walden, Celesta), προκαλώντας παράλληλα ερωτήματα για συγκρούσεις συμφερόντων.
Προκλήσεις και επιπτώσεις
Οι δυσκολίες της Intel σε επίπεδο παραγωγής παραμένουν: η Nvidia δοκίμασε τη διαδικασία παραγωγής ημιαγωγών 18A αλλά σταμάτησε, ενώ χρειάζονται 20 δισ. για νέα εργοστάσια. Το deal με τον Τραμπ εισάγει νέα εποχή βιομηχανικής πολιτικής, με κρατικές μετοχές σε στρατηγικής σημασίας εταιρείες. Την ίδια ώρα ξένοι κατασκευαστές τσιπ ανησυχούν για πιθανή προνομιακή μεταχείριση της Intel.
Σε κάθε περίπτωση η συμφωνία του Λιπ-Μπου Ταν με τον Τραμπ σώζει την Intel από πιθανή κατάρρευση, ενισχύοντας την εθνική παραγωγή τσιπ εν μέσω του AI boom.
















![Επαγγελματικά ακίνητα: Στα ύψη οι τιμές ενοικίασης – Οι περιοχές [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/graf-1024x551-1.jpg)




















