Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη σε στιγμές μεγάλων προκλήσεων και σύμφωνα με τα λόγια του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ «η σύγκριση είναι ο κλέφτης της χαράς».
Το αναπόφευκτο στην προκειμένη περίπτωση είναι η σύγκριση ανάμεσα στα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ καθώς και οι εκτιμήσεις για την ισχύ των επιπτώσεων που θα έχουν στις οικονομίες. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο προγράμματα δεν είναι απλά το μέγεθος των πακέτων στήριξης, αλλά κυρίως οι οικονομικές θεωρίες πάνω στις οποίες βασίζονται.
Οπως το περιέγραψε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, σε πρόσφατη συνέντευξή του, τα ευρωπαϊκά προγράμματα εστιάζουν στην ενίσχυση του σκέλους της προσφοράς της οικονομίας, ενώ στις ΗΠΑ τα προγράμματα εστιάζουν στην προσπάθεια τόνωσης της ζήτησης.

Tα δύο οικονομικά μοντέλα

Το ευρωπαϊκό μοντέλο βασίζεται στην μακρο-οικονομική θεωρία που υποστηρίζει ότι η οικονομκή ανάπτυξη μπορεί να ενισχυθεί πιό αποτελεσματικά μέσω μείωσης φόρων, χαλάρωσης κανονισμών και επιτρέποντας ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας τονίζουν ότι οι καταναλωτές θα επωφεληθούν απο τη μεγαλύτερη προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε χαμηλότερες τιμές, ενώ θα αυξηθεί η απασχόληση. Ιστορικά, η βάση της θεωρίας αυτής είναι η καμπύλη Laffer, μια θεωρητική σχέση ανάμεσα στα επίπεδα φορολογίας και κρατικών εσόδων, ωστόσο ο όρος supply-side economics φαίνεται ότι καθιερώθηκε απο τον δημοσιογράφο Τζουν Γουανίσκι το 1975. Ο όρος, πάντως, εκφράζει τις ιδέες των οικονομολόγων Ρόμπερτ Μάντελ και Αρθουρ Λέιφερ και αναπτύχθηκε ως απάντηση στην περίοδο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970.
 
Το αμερικανικό μοντέλο βασίζεται στη θεωρία του Κέινς, μια οικονομική θεωρία πάνω στις συνολικές δαπάνες και τον αντίκτυπό τους στην παραγωγή, απασχόληση και πληθωρισμό. Η θεωρία αναπτύχθηκε απο τον Βρετανό οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς στη διάρκεια του 1930 σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητή η Μεγάλη Υφεση. Η θεωρία, που θεωρείται ότι κλίνει προς την πλευρά της ζήτησης, εστιάζει στις οικονομικές αλλαγές βραχυπρόθεσμα. Η θεωρία του Κέινς ήταν η πρώτη που διαχώρισε τη μελέτη της οικονομικής συμπεριφοράς και τις αγορές βάσει ατομικών κριτηρίων απο την μελέτη ενός ευρύτερου εθνικού μέσου όρου μεταβλητών και κατασκευών. Ο Κέινς υποστήριξε την αύξηση των κρατικών δαπανών και χαμηλότερους φόρους για την τόνωση της ζήτησης και την έξοδο απο την ύφεση. Επακόλουοθα, η οικονομική θεωρία χρησιμοποιείται για το πώς θα μπορεί να επιτευχθεί η μέγιστη οικονομική απόδοση και η αποφυγή οικονομικών καθιζήσεων μέσω παρεμβατικών πολιτικών απο την κυβέρνηση.
 
Μια πρώτη προσέγγιση στη σύγκριση αυτή είναι πως το αμερικανικό μοντέλο δοκιμάστηκε στο παρελθόν και κρίθηκε επιτυχές. Η Ευρώπη για πρώτη φορά, μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2007, βρίσκεται προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση αυτού του μεγέθους. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις τους βασίσθηκαν στα μαθήματα των προηγούμενων αιώνων και στην παραγματικότητα πως η ανάπτυξη μιας χώρας εις βάρος μιας γειτονικής δεν είναι βιώσιμη. Για το 2020, η Ευρώπη εφάρμοσε προγράμματα δημοσιονομικής στήριξης ισοδύναμα με το 7% του ΑΕΠ και χορήγησε ρευστότητα ίση με το 17% του ΑΕΠ, ενώ την αντίστοιχη περίοδο στις ΗΠΑ, τα πακέτα στήριξης αντιστοιχούσαν στο 10% και στο 7.7%, αντίστοιχα.
Σαφώς και υπάρχει διαφορά εδώ, όμως, οι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν ότι η προσπάθειά τους ήταν να προστατευθεί η απασχόληση, αντί να γίνουν άμεσες πληρωμές, με ένα τριπλό δίχτυ ασφαλείας που περιλαμβάνει το πρόγραμμα SURE (100 δισ ευρώ), τη χαλαρή νομισματική πολιτική και τα προγράμματα αγοράς ενεργητικού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ ευρώ -επταετούς διάρκειας- που αναμένεται να αρχίσει τις εκταμιεύσεις στη διάρκεια του έτους. Αντίθετα, στις ΗΠΑ, πέρυσι, χάθηκαν 1,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Η όλη προσέγγιση κρίνεται ιστορική για την Ευρώπη αφού προϋποθέτει την προσωρινή έκδοση κοινού χρέους. Ωστόσο, επειδή είναι η πρώτη φορά, το σχέδιο δεν έχει δοκιμαστεί και φυσικά αντιμετωπίζεται με τον αναμενόμενο σκεπτικισμό απο τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης (Γερμανία, Ολλανδία) που έχουν καθυστερήσει σημαντικά την επικύρωση του Ταμείου. Είναι σαφές ότι η Ε.Ε. επιδιώκει να δεί την κρίση της πανδημίας σαν ευκαιρία και να επενδύσει στη μεταρρύθμιση, τις υποδομές και την καινοτομία ώστε να γίνει πιό ανταγωνιστική απέναντι τους εμπορικούς ανταγωνιστές της, την Κίνα και τις ΗΠΑ.

Σε έξι πυλώνες το Ταμείο Ανάκαμψης

Τα εθνικά σχέδια θα απορροφήσουν τα 672,5 από τα 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν τη χρηματοδότηση του μέσου ReactEU (απασχόληση συνοχή), καθώς επίσης και συλλογικές δράσεις στους τομείς της υγείας, της πολιτικής προστασίας, της δίκαιης μετάβασης (απολιγνιτοποίηση), του ΙnvestEU (επενδύσεις) και της αγροτικής ανάπτυξης.

Το 70% των επιχορηγήσεων που παρέχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης θα δεσμευθεί το 2021 και το 2022, σύμφωνα με τα κριτήρια της πρότασης της Κομισιόν. Το υπόλοιπο 30% θα δεσμευθεί πλήρως έως το τέλος του 2023. Το κριτήριο κατανομής για το εν λόγω ποσοστό θα είναι το ύψος της απώλειας του πραγματικού ΑΕΠ εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020 σε ίση αναλογία με τη σωρευτική απώλεια του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2021. Ο υπολογισμός θα γίνει μέχρι το τέλος του 2022.

Τα χρήματα του πακέτου των 672,5 δισ. ευρώ θα επικεντρωθούν γύρω από έξι πυλώνες:

1. Την πράσινη μετάβαση.

2. Τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

3. Την έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας.

4. Την κοινωνική και εδαφική συνοχή.

5. Την υγεία και την ανθεκτικότητα.

6. Τις πολιτικές για την επόμενη γενιά, τα παιδιά και τους νέους, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων.

Συνδυαστικό πρόγραμμα από τον Τζο Μπάιντεν

Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε, υπό το βάρος και της κατακραυγής για την αποτυχία του να διαχειριστεί το ξέσπασμα του κορονοϊού, προχώρησε στην υιοθέτηση προγράμματος άμεσων καταβολών σε πληττόμενους, ιδιώτες και επιχειρήσεις στην προσπάθεια να στηρίξει τα εισοδήματα και τη ζήτηση. Ο νέος Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, παρουσίασε ένα πρόγραμμα ανάκαμψης ύψους 1,9 τρισ δολαρίων για τη στήριξη της οικονομίας και προωθεί νέο νομοσχέδιο περίπου 2 τρις δολαρίων για επενδύσεις στις υποδομές της χώρας.
Ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει σοβαρές αντιδράσεις στο Κογκρέσσο απο τους Ρεπουμπλικανούς και ενδεχομένως να χρειαστεί να ρίξει κι άλλο νερό στο κρασί του για να εξασφαλίσει διακομματική συναίνεση. Ηδη, το πακέτο μετράει μια μεγάλη απώλεια: αυτή της αύξησης του κατώτατου μισθού στις ΗΠΑ. Οι βασικοί πυλώνες του πρώτου προγράμματος είναι: η καταβολή 1.400 δολαρίων ανά άτομο, ποσό που θα μειώνεται για όσους έχουν υψηλά εισοδήματα (75.000 δολάρια για ένα άτομο και 150.000 δολάρια για ζευγάρια).
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ήδη εγκρίνει προσωπικών τσεκ 1.200 δολαρίων την άνοιξη του 2020 και άλλων 600 δολαρίων τον περασμένο Δεκέμβριο.  Οι υποστηρικτές θεωρούν ότι οι πληρωμές είναι κρίσιμης σημασίας για τη στήριξη των οικογενειών. Παράλληλα, προβλέπει την πληρωμή 300 δολαρίων την εβδομάδα σε επιδόματα ανεργίας Στήριξη γονέων για κάθε παιδί κάτω των 18 ετών με μηνιαίο όφελος 250-300 δολαρίων, αυξάνοντας τη φορολογική αξία κάθε παιδιού μέχρι τα 3.600 δολάρια απο 2.000 δολάρια σήμερα.
Επίσης, δαπάνη 50 δις δολαρίων για τη βελτίωση των κέντρων ελέγχου κορωνοϊού και άλλα 20 δισ. δολάρια για την εκστρατεία προώθησης του πρόγραμματος εμβολιασμού. Αλλα 170 δισ δολάρια θα σταλούν στα σχολεία και πανεπιστήμια για να βοηθήσουν στο άνοιγμα και συνολικά άλλα 82 δισ δολάρια για στήριξη επιχειρήσεων στον τομέα υπηρεσιών, αεροπορικές, μεταφορές και αεροδιαστημική βιομηχανία. Το πρόγραμμα προσφέρει 350 δισ δολάρια στις τοπικές κυβερνήσεις και κίνητρα στους εργοδότες να προσφέρουν άδειες ασθενείας σε εργαζόμενους που μολύνονται απο τον κορωνοϊό.
Το πρόγραμμα επενδύσεων στις υποδομές προβλέπει: 621 δισ δολάρια στις υποδομές μεταφορών, άμεση καταβολή 400 δις για φροντίδα ηλικιωμένων και Αμερικανών με προβλήματα αναπηρίας, 300 δσ δολάρια στη βελτίωση της υποδομής πόσιμου νερού, πρόσβαση σε broadband και αναβάθμιση ηλεκτρικού δικτύου, 300 δισ δολάρια για χτίσιμο και ανακαίνιση κατοικιών και σχολείων και 580 δισ δολάρια στη βιομηχανία, την έρευνα και ανάπτυξη και την επαγγελματική εκπαίδευση.
Η αμερικανική οικονομία -που παραδοσιακά έχει προβάδισμα στους οικονομικούς κύκλους- βρίσκεται ήδη μπροστά στην κούρσα της παγκόσμιας ανάκαμψης σε σχέση με την Ευρώπη. Και η διαφορά αυτή αναμένεται να μεγαλώσει καθώς το πακέτο στήριξης του Μπάιντεν θα έχει πολύ πιό άμεσα αποτελέσματα στην οικονομία. Ωστόσο, η τελική κρίση θα γίνει όταν γίνει ορατή η θετική επίδρασή των πακέτων στήριξης στις δύο οικονομίες. Αυτό που είναι σίγουρο και για τα δύο προγράμματα είναι ότι ΗΠΑ και Ευρώπη προωθούν δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης που είναι διπλάσια σε αξία σε σύγκριση με εκείνα που υλοποιήθηκαν στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Και αυτό είναι απόδειξη του πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουν την πρόκληση αυτή.
Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή