Μετά από τρία χρόνια διαπραγματεύσεων, πολλά πισωγυρίσματα και αρκετές διαψεύσεις από την πλευρά του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ιδρυτή και μετόχου μειοψηφίας της Chipita, η ελληνική «πολυεθνική» πέρασε και επίσημα στο portfolio του αμερικανικού κολοσσού Mondelēz International, παγκόσμιου ηγέτη στην αγορά των μπισκότων.

Με αποτίμηση ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα, το mega deal, που ξεπερνά τo 1,6 δισ. ευρώ (2 δισ. δολάρια), έρχεται να δικαιώσει όσους θεωρούν ότι ο ελληνικός κλάδος τροφίμων και ποτών έχει ανέβει κατηγορία και πλέον συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες των εγχώριων και ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Άλλωστε οι συμφωνίες εξαγορών εταιρειών τροφίμων που έχουν ολοκληρωθεί από το 2015 έως σήμερα το αποδεικνύουν.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ψήφου εμπιστοσύνης που προσφέρουν οι επενδυτές στον εγχώριο κλάδο τροφίμων είναι, μεταξύ άλλων, η πρόσφατη συμφωνία της πώλησης της Vivartia στην CVC Capital Partners, που ξεπερνά σε αξία τα 630 εκατ. ευρώ, αλλά και η απόκτηση του 75% της Δωδώνης από την ίδια, η εξαγορά των εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας Νηρεύς και Σελόντα από τον όμιλο Andromeda Seafoods που διαχειρίζεται το fund AMERRA Capital Management, το επικείμενο deal μεταξύ του ινδικού ομίλου SwitzGroup με την ελληνική αλυσίδα «Κουλουράδες» (οι Ινδοί έχουν εξαγοράσει και την Κρητών Άρτος), η είσοδος του επενδυτικού fund VNK Capital στην Παλίρροια – Σουλιώτης, η εξαγορά της Στέλιος Κανάκης από τη νορβηγική ιδιωτική μετοχική εταιρεία Orkla Food Ingredients, η εξαγορά του 44,73% της Unismack από την Lime Capital Partners, καθώς και η εξαγορά της Pummaro από την Deca Investments ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά την απόκτηση της Μινέρβα Ελαιουργικής από τη δεύτερη, έναντι τιμήματος 41,5 εκατ. ευρώ.

Πως «χτίστηκε» το χρυσό deal

Το σίγουρο είναι πως ο «γάμος» της Mondelēz με την Chipita δεν ήταν «έρωτας με την πρώτη ματιά».

Το 2018, όταν έγινε η πρώτη απόπειρα από τον πολυεθνικό γίγαντα να εξαγοράσει την ελληνική εταιρεία προσφέροντας 1,5 δισ. ευρώ (22 φορές το EBITDA της Chipita), η πρόταση κρίθηκε μη ικανοποιητική.

Ήταν η εποχή που ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος επεξεργαζόταν το σχέδιο εισόδου της Chipita σε κάποιο διεθνές χρηματιστήριο, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο της εταιρείας.

Να σημειωθεί ότι τα έξοδα προετοιμασίας αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO) στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και της Αθήνας έφθασαν το ποσό 9,1 εκατ. ευρώ για το 2018 και το 2019.

Παρά τις προετοιμασίες, η τύχη δεν βοήθησε τον ταλαντούχο επιχειρηματία, καθώς λίγο πριν οι μετοχές της Chipita αρχίσουν να διαπραγματεύονται στο λονδρέζικο χρηματιστήριο, η διεθνής αγορά υποχώρησε και αποφασίστηκε πως δεν ήταν κατάλληλη στιγμή να προχωρήσει το εγχείρημα.

Η εξέλιξη αυτή ωστόσο δεν ήταν αρεστή στον όμιλο Olayan, που ήλεγχε το 80% της Chipita, καθώς πληροφορίες ανέφεραν ότι επιθυμούσε να αποχωρήσει από την εταιρεία. Αντίθετα, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος ιδρυτής και μέτοχος με ποσοστό 12-14% στην Chipita, ήθελε να συνεχιστεί η αυτόνομη πορεία της θεωρώντας πως το cash flow που παρήγαγε από τη δραστηριότητά της ήταν ικανό για να γίνει το επόμενο βήμα.

Κάπως έτσι ξαναεμφανίστηκε στο προσκήνιο ο κολοσσός των σνακ, που δεν είχε εγκαταλείψει την «πολιορκία» της ελληνικής εταιρείας.

Η επαναπροσέγγιση των δύο πλευρών έγινε θερμότερη τους τελευταίους μήνες ώσπου ανακοινώθηκε το χρυσό deal, επιβεβαιώνοντας τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο».

Εκτιμάται ότι ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, θα γίνει πλουσιότερος κατά 200 εκατ. ευρώ -και περισσότερο- ενώ με βάση την ανακοίνωση, η συμφωνία εξαγοράς δεν περιλαμβάνεται η εταιρεία Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ΑΒΕΕ και τα δικαιώματα μειοψηφίας στην κοινοπραξία της Chipita στην Ινδία, περιουσιακά στοιχεία που μένουν στον ιδρυτή και έως τώρα διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας.

Αξίζει να σημειωθεί πως η Mondelēz διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τον βασικό μέτοχο της Chipita, τον όμιλο Olayan, καθώς είναι συνέταιροι στην Σαουδική Αραβία (Mondelez Arabia).

Τα πρώτα μηνύματα

Λίγες εβδομάδες πριν την επίσημη ανακοίνωση του deal, ο όμιλος Olayan αποχώρησε από την κοινοπραξία της Modern Food Industry LLC, που δημιουργήθηκε το 2007 μαζί με την Chipita και τον όμιλο Almarai Company.

Η εν λόγω αποεπένδυση της Olayan από την κοινοπραξία «φούντωσε» σενάρια που ήθελαν την εν γένει αποδέσμευση του Σαουδαραβικού ομίλου Olayan από την Chipita, ενώ για πολλούς ήταν σαφές μήνυμα ότι το deal της εξαγοράς της ελληνικής εταιρείας ήταν κοντά.

Τι «είδε» η Mondelēz στην Chipita

Η Mondelēz International αναφέρει ότι εξαγορά θα της δώσει τη δυνατότητα να προσφέρει στους καταναλωτές ένα πλήρες χαρτοφυλάκιο προϊόντων αρτοποιίας, όπως μπισκότα, κέικ και, τώρα για πρώτη φορά, προϊόντα ζύμης και να καλύψει την αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση για αυτό το κομμάτι της αγοράς.

Εξάλλου εκτός από την προσθήκη μιας νέας κατηγορίας στο προϊοντικό της χαρτοφυλάκιο, η εξαγορά της Chipita θα ενισχύσει σημαντικά και την παρουσία της στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όπου η δραστηριότητα της Chipita είναι ιδιαίτερα καλά τοποθετημένη. Παράλληλα, η Mondelēz International θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο διανομής της Chipita στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη για να ενισχύσει τη δική της διανομή.

Επιπλέον επισημαίνει ότι «η συναλλαγή θα συμβάλλει στην άμεση αύξηση των κερδών ανά μετοχή».

Το μέλλον για την ινδική κοινοπραξία

Σε ότι αφορά την Britchip, η οποία ιδρύθηκε το 2017 στην Ινδία ως κοινοπραξία μεταξύ της Chipita και της Britannia Industries, , εγείρεται ένα ερωτηματικό για το μέλλον της.

Σημειώνεται ότι η Britannia, μία από τις κορυφαίες εταιρείες τροφίμων της Ινδίας, ελέγχει το 60% της κοινοπραξίας, ενώ η κοινή μονάδα παραγωγής ξεκίνησε τις δραστηριότητές της τον Ιανουάριο του 2019.

Πότε θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή

Η συναλλαγή τελεί υπό την έγκριση αρχών ανταγωνισμού σε πολλές αγορές και την πλήρωση τελικών όρων, συνεπώς η ολοκλήρωση της συμφωνίας δεν μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά στη παρούσα φάση. Μέχρι να ληφθούν οι απαραίτητες εγκρίσεις οι δύο εταιρείες εξακολουθούν να λειτουργούν ως διαφορετικές οντότητες.

Το προφίλ της Chipita

Η Chipita ιδρύθηκε το 1973 στην Ελλάδα με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία αλμυρών snacks, με βασικό, τότε, προϊόν τα Extra τυρογαριδάκια και από το 1988 τα πατατάκια (potato chips).

To 1986 ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος αποκτά το 50% της εταιρείας και λίγα χρόνια μετά εισέρχεται στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ο όμιλος Olayan.

Το 1991, κυκλοφόρησε το croissant 7DAYS – ατομικό, συσκευασμένο, μακράς διαρκείας, και πολύ γρήγορα και το mini 7DAYS.

Λίγα χρόνια μετά, το 1995, κυκλοφόρησε τα Βake Rolls, ένα καινοτόμο, αλμυρό προϊόν που γνώρισε πολύ γρήγορα μεγάλη επιτυχία.

Περίπου την ίδια εποχή, η Chipita ξεκινά την πορεία της διεθνοποίησής της. Η ανάπτυξη αυτή πραγματοποιείται με δύο τρόπους: είτε με δικές της εταιρείες είτε με στρατηγικές συνεργασίες με μεγάλες διεθνείς ή ισχυρές τοπικές εταιρείες.

Ήδη από το 1996, η Chipita «επιχειρεί» εκτός των ελληνικών συνόρων με τη δημιουργία παραγωγικών μονάδων στη Βουλγαρία και την Αίγυπτο. Ακολουθούν εργοστάσια στην Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα με τα εργοστάσια, η Chipita δημιουργεί εμπορικά γραφεία και δομές σε 8 χώρες: Γερμανία, Ουγγαρία, Ουκρανία, Σερβία, Σλοβακία και Τσεχία, Belarus και το Ηνωμένο Βασίλειο.

To 2006 συγχωνεύεται με τη ΔΕΛΤΑ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και δημιουργείται η Vivartia. Τέσσερα χρόνια μετά, το 2010, η Chipita μέσω πώλησης επιστρέφει σε κοινοπραξία επενδυτών στην οποία τον πρώτο λόγο έχουν ο όμιλος Olayan και ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος. Το τίμημα της εν λόγω πώλησης ήταν 730 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 327 εκατ. ήταν δανειακές υποχρεώσεις.

Εκτός από τον όμιλο Olayan με ποσοστό 80% και τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο με 12-14%, στη μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας συμμετέχουν οι επιχειρηματίες Αχ. Φώλιας, Στ. Φρέρης και Μ. Χατζάκου.

Σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, ο τζίρος της προσεγγίζει το μισό δις ευρώ, αφού το 2020 τα έσοδα κυμάνθηκαν σε 580 εκατ. δολάρια και τα κέρδη ξεπερνούν τα 70 εκατ. ευρώ, ενώ απασχολεί πάνω από 5.000 εργαζόμενους.

Σημειωτέον ότι με βάση τα ελληνικά δεδομένα ήταν στην 20η θέση μεταξύ των 100 εταιρειών με τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη προ φόρων για το 2019 με ποσοστιαία μεταβολή στα επίπεδα του 257,5% και έτσι ενώ το 2018 ήταν 23,75 εκατ. ευρώ και το 2019 ανήλθαν σε 84,9 εκατ. ευρώ.

Διεθνές αποτύπωμα

Η διεθνής παραγωγική παρουσία της Chipita αποτυπώνεται σε 8 ιδιόκτητα εργοστάσια με 38 γραμμές παραγωγής σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Τουρκία και πρόσφατα και στη Σλοβακία. Επίσης, διαθέτει έξι εργοστάσια που λειτουργούν μέσω joint ventures σε τέσσερις διαφορετικές χώρες: Ινδία, Μαλαισία, Μεξικό και Σαουδική Αραβία.

Τα προϊόντα της πωλούνται σε περισσότερες από 50 χώρες, προσεγγίζοντας δύο δισεκατομμύρια καταναλωτών.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις