Η συντριβή του αμερικανικού στόλου από τον ιαπωνικό βομβαρδισμό στο Pearl Harbor διδάσκεται ως μελέτη περίπτωσης για τις τραγικές ελλείψεις οι οποίες μπορεί να συγκαλύπτονται από μία κατά τα φαινόμενα οργανωμένη δομή. Το ξημέρωμα της 7.12.1941 δύο άνθρωποι είχαν την κύρια ευθύνη αποτροπής, αλλά κανείς από τους δύο τον αποκλειστικό έλεγχο. Ο πολεμικός στόλος του Ειρηνικού είχε διοικητή τον αντιναύαρχο Kimmel, αλλά κατά την στάθμευσή του προστατευόταν από τον στρατό με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Short. Κανείς από τους δύο, όμως, δεν έλαβε την κρίσιμη απόφαση του γενικού συναγερμού, καθώς δεν αξιοποιήθηκαν αρκετές από τις ενδείξεις οι οποίες προμήνυαν τη θανάσιμη απειλή.

Η πιο ακραία περίπτωση ήταν τα στίγματα μεγάλου αεροπορικού σχηματισμού στα ραντάρ, τα οποία εντοπίστηκαν από δύο κληρωτούς, αλλά δεν αξιολογήθηκαν από τον επόπτη τους. Αν αυτό είχε συμβεί, όπως και σε μία άλλη σειρά ενδείξεων, ένας γενικός συναγερμός είκοσι λεπτά πριν από την επίθεση θα είχε περιορίσει σημαντικά τις αμερικανικές απώλειες.

Το παράδειγμα είναι διδακτικό, γιατί καταδεικνύει ότι η διαχείριση κρίσεων δεν γίνεται από τις ηγεσίες, αλλά ξεκινά από τα στελέχη της πρώτης γραμμής. Η ευθύνη της ηγεσίας είναι να προετοιμάσει με κατάλληλες δομές και εκπαίδευση σε ολόκληρη την ιεραρχία, να διασφαλίσει μία αξιόπιστη ροή πληροφόρησης, και την λήψη αποφάσεων σε κάθε επίπεδο σύμφωνα με την κατανομή των υπηρεσιακών ευθυνών.

Ένας τέτοιος βασικός κανόνας μάλλον υποτιμάται στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι διακατέχονται από την αντίληψη του υπερ-ήρωα πρωθυπουργού, ο οποίος θα συντονίσει αυτοπροσώπως τη διαχείριση μίας κρίσης. Πρόκειται για μέγιστο σφάλμα κυβερνητικής ηγεσίας. Όποτε αυτό συμβαίνει, έχουμε καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, και δυσμενείς εξελίξεις. Οι φωτιές στην Ηλεία, το Μάτι, την Εύβοια, τα ναυάγια «Σαμίνα», «Νόρμαν Ατλάντικ», οι πλημμύρες και η «Ελπίδα» μας αποκαλύπτουν κυρίως ότι η κυβερνητική ηγεσία διαχρονικά δεν προετοιμάζει τον κρατικό μηχανισμό για να περιορίσει το σφάλμα του ελάχιστου κρίκου της αλυσίδας, το οποίο θα έχει επώδυνες συνέπειες για το δημόσιο συμφέρον και τις ζωές των ανθρώπων.

Δυστυχώς, οι κυβερνητικές ηγεσίες επενδύουν περισσότερο στην επικοινωνία, η οποία δεν μπορεί να συγκαλύψει την αντικειμενική ευθύνη όταν οι σαθρές δομές καταρρεύσουν. Ένα από τα στοιχεία των τελευταίων κρίσεων το οποίο εγείρει σοβαρά ερωτήματα είναι η αδυναμία του κράτους να διασώσει ανθρώπινες ζωές όταν αυτές κινδυνεύουν. Στο Κόκκινο Λιμανάκι βρέθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι εγκλωβισμένοι στη θάλασσα, και η πολιτεία καθυστέρησε δραματικά να κινητοποιήσει πλωτά από το λιμάνι της Ραφήνας σε απόσταση μισού μιλίου. Στην Αττική οδό εγκλωβίστηκαν δεκάδες ώρες οδηγοί, και σύμφωνα με τις μαρτυρίες αρκετοί δεν έλαβαν καν τα στοιχειώδη (νερό, τρόφιμα). Εάν αυτά συμβαίνουν στην Αττική, εάν οι ζωές των ανθρώπων είναι τόσο εκτεθειμένες και οι φορείς της πολιτείας δεν έχουν έτοιμα επιχειρησιακά σχέδια για την προστασία της ζωής, τότε το κράτος ασθενεί σοβαρά.

Θεωρήθηκε εξέλιξη η αποστολή ειδοποίησης στα κινητά τηλέφωνα για την προστασία των πολιτών. Ωστόσο, χρειάζεται και η αντίστροφη λειτουργία. Εγκλωβισμένοι άνθρωποι να μπορούν να στείλουν ένα σήμα «πανικού» όταν κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους. Όσοι παρακολούθησαν την μοιραία εξέλιξη των γεγονότων εκείνο το απόγευμα στο Μάτι, θυμούνται ότι ήταν συγκεχυμένες οι πληροφορίες για την άμεση απειλή κατά της ζωής τόσων ανθρώπων, όπως άλλωστε φάνηκε και κατά την ενημέρωση του πρωθυπουργού. Στην Αττική οδό μετά από ώρες έγινε αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης, και μάλλον από θαύμα δεν θρηνήσαμε θύματα από το κρύο ή την προσπάθεια διαφυγής. Στις δύο περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης «έχασαν» επί ώρες το θέμα.

Σε μία εποχή κατά την οποία τα συστήματα πλοήγησης σου επιτρέπουν να έχεις ακριβή εικόνα σε πραγματικό χρόνο των συνθηκών, οι πολίτες φυσιολογικά αξιώνουν να μπορούν να μεταδώσουν άμεσα κινδύνους κατά της ζωής τους όχι σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, αλλά σε σύστημα το οποίο θα μπορεί να λαμβάνει σωρευτικά τα στοιχεία αυτά (στίγμα, εικόνα, πλήθος) και να τα αξιολογεί άμεσα.

Στην Ελλάδα ορθώς το κράτος έχει μεταβιβάσει την κυριότητα και λειτουργία βασικών υποδομών σε ιδιώτες. Ωστόσο, εξακολουθεί να διατηρεί την ρυθμιστική αρμοδιότητα και τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθεί η επίβλεψη της τήρησης αυστηρών προδιαγραφών ασφαλείας στους ιδιωτικοποιημένους αυτοκινητόδρομους, λιμένες, αερολιμένες και σιδηροδρόμους. Οι μεταφορές αποτελούν δημόσιο αγαθό, άρα η ομαλή παροχή τους εξακολουθεί να αποτελεί ευθύνη και των οργάνων του κράτους. Ακόμη, ότι τα έσοδα των εταιρειών αυτών πρέπει να συνδεθούν με συγκεκριμένους στόχους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τμήμα των κερδών να επιστρέφει στην κοινωνία με νέες επενδύσεις και άλλες επιχορηγήσεις σύμφωνα με κατάλληλα διαμορφωμένες συμβάσεις.

Τέλος, εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρό πρόβλημα με την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Το υπουργείο Εσωτερικών έλαμψε δια της απουσίας του, ενώ πρέπει άμεσα να αναλάβει πρωτοβουλίες για να διαπιστώσει συγκεκριμένες ολιγωρίες, και κυρίως την απόκλιση των υπηρεσιών προς τους δημότες, όπως διαπίστωσε εύκολα κάποιος μετακινούμενος μεταξύ δήμων της Αττικής για την κατάσταση του εκχιονισμού από τους δρόμους και τις γειτονιές.

Καταλήγοντας, οι κρίσεις αποτελούν μία διαδικασία μάθησης. Αν και δεν είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι κρίνοντας από τις προγενέστερες κρίσεις, οι κυβερνητικές ηγεσίες καθοδηγούνται μάλλον από την επικοινωνιακή διαχείριση, και λιγότερο από την επιχειρησιακή ετοιμότητα. Πάντως, το Pearl Harbor είναι μία υπόμνηση ότι δεν αρκεί να φαίνεται, αλλά πρέπει εκ του αποτελέσματος να αποδειχθεί λειτουργικός ένας επιτελικός σχεδιασμός.

*Ο κύριος Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Executive