Σκεφτείτε το κι έτσι: αν η πανδημία δεν είχε παγώσει τα ταξίδια και απαγορεύσει τις συναθροίσεις, αν η πρόσκληση από τον Λευκό Οίκο είχε έρθει στην ώρα της και ο έλληνας Πρωθυπουργός είχε βρεθεί στην Ουάσιγκτον τον Μάρτιο του 2021, στην επέτειο των 200 χρόνων της Επανάστασης, όπως αρχικά σχεδιαζόταν, πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα;

Η ατμόσφαιρα θα ήταν, ίσως, ακόμη περισσότερο πανηγυρική, οι συμβολισμοί ισχυρότεροι, η Ομογένεια θα ήταν εκεί και ο πρόεδρος Μπάιντεν θα μας θύμιζε γελαστός ότι τον λένε «Μπαϊντενόπουλο». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είχε και πάλι προσπαθήσει να προβάλει την «Ελλάδα που επιστρέφει», όχι την Ελλάδα που εκλιπαρεί για προστασία από τον κακό της γείτονα. Να συνδέσει τον Περικλή και τον Πλάτωνα με τους πατέρες των ΗΠΑ και την Ελληνική Επανάσταση με τον Τόμας Τζέφερσον, κι όλα αυτά με την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας, η οποία απειλείται από αυταρχικούς ηγέτες με αναθεωρητικές φιλοδοξίες και επιθετική συμπεριφορά. Και, φυσικά, οι ακροατές θα τον είχαν χειροκροτήσει ευγενικά. Αλλά το δράμα θα έλειπε από την ατμόσφαιρα, το χειροκρότημα δεν θα είχε το ίδιο πάθος, η απήχηση, το impact, δεν θα ήταν ίδια. Στον κόσμο πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η επίσκεψη ενός έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και η ομιλία του στο Κογκρέσο θα έπεφταν μάλλον σε κενό ενδιαφέροντος. Σαν μια υποχρέωση ρουτίνας μιας μεγάλης δύναμης απέναντι σε έναν εορτάζοντα, ελάσσονα εταίρο.

Δοκιμάστε τώρα να κάνετε την υπόθεση πως το ταξίδι στην Αμερική γινόταν έναν χρόνο αργότερα, την άνοιξη του 2023. Ο Πρωθυπουργός θα μιλούσε τότε σε ένα Κογκρέσο με άλλη σύνθεση, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, πιθανότατα με ρεπουμπλικανική και ίσως τραμπική πλειοψηφία, πολύ λιγότερο πρόθυμο να τον χειροκροτήσει. Ο Λευκός Οίκος θα είχε μπει σε προεκλογικό μουντ, με τη σκιά της επιστροφής του Τραμπ ή κάποιου μαθητή του στο Οβάλ Γραφείο. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία είτε θα είχε τελειώσει είτε θα είχε περάσει από την ηρωική του φάση στην περίοδο της μεγάλης φθοράς, της μεγάλης κόπωσης. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους ίσως βρίσκονταν ξανά σε δοκιμασία. Ολα θα ήταν διαφορετικά.

Ηταν η στιγμή, λοιπόν. Η εισβολή στην Ουκρανία κάνει έναν εύθραυστο κόσμο να ψάχνει τις νέες του συντεταγμένες, αλλάζει ισορροπίες, προτεραιότητες, αλλά και πολιτικές ευαισθησίες. Σε αυτήν τη συγκυρία η επίσκεψη ενός έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον αποκτά, στα μάτια της αμερικανικής ηγεσίας, μια σημασία κι ένα ενδιαφέρον που αλλιώς δεν θα είχε. Χωρίς τον Πούτιν, η ομιλία Μητσοτάκη δεν θα είχε τόσο ενθουσιώδεις ακροατές. Χωρίς τη Μαριούπολη, το Μεσολόγγι δεν θα έπαιρνε το χειροκρότημα ανθρώπων που δεν είχαν ξανακούσει την ιστορία του. Χωρίς την ουκρανική άμυνα, που διέψευσε τις προβλέψεις για μια γρήγορη ρωσική νίκη, η επισήμανση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει, όχι μόνο για εμάς, για όλη τη διεθνή δημοκρατική τάξη, η βίαιη προβολή αναθεωρητικών της ιστορίας βλέψεων δεν θα έβρισκε τόσο καίρια στόχο.

Μα είναι καλό να μην έχουμε αυταπάτες. Η στιγμή δεν θα διαρκέσει για πάντα. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος, τι τροπή θα πάρει, αν θα εκτραπεί προς το αδιανόητο, τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, ή αν θα τελματωθεί ως αναμέτρηση μακράς διάρκειας και διαρκούς φθοράς, ένα Αφγανιστάν στην καρδιά της Ευρώπης. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στις ΗΠΑ, αν το πολιτικό εκκρεμές επιστρέψει στον πόλο του ασυνάρτητου, America first λαϊκισμού, με ή χωρίς τον ίδιο τον Τραμπ. Κανείς δεν ξέρει ούτε πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη, στοιχισμένη τώρα πίσω από τις ΗΠΑ και το «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ του 2019, που νεκραναστήθηκε το 2022, όταν η φθορά του πολέμου θα έχει ενσωματωθεί στην κοινωνική και πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών χωρών. Κανείς δεν ξέρει αν η ανασυγκρότηση της Δύσης, ως γεωπολιτικού υποκειμένου, που η ρωσική εισβολή προκάλεσε, θα αντέξει στις δοκιμασίες της επομένης ημέρας. Κανείς δεν ξέρει ποιες από τις εναλλακτικές στρατηγικές θα επικρατήσουν στην Αμερική για τη στρατηγική ασφάλειας στην Ευρώπη, τη μετά τον πόλεμο αντιμετώπιση της Ρωσίας ή τη στρατηγική αναμέτρηση με την Κίνα.

Προς το παρόν, βρισκόμαστε σε μια φάση όπου τη Δύση τη συσπειρώνει η ρωσική απειλή και μια αφήγηση της κρίσης ως αναμέτρησης αξιών – δημοκρατία εναντίον δικτατορίας. Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα έχει να κερδίσει προβάλλοντας τον εαυτό της ως αξιόπιστο εταίρο (σε διάκριση προς άλλους, ταλαντευόμενους και διαπραγματευόμενους συμμάχους, που δεν χρειάζεται καν να κατονομάσει). Εχει να κερδίσει καταδικάζοντας αυστηρά τη ρωσική εισβολή (σε διάκριση με άλλους εταίρους που δεν θέλουν να κόψουν κάθε γέφυρα με τη Μόσχα). Εχει προπάντων να κερδίσει εντάσσοντας τις δικές της ανάγκες και αγωνίες ασφάλειας στο κεντρικό αφήγημα, δημοκρατία κατά δικτατορίας και νομιμότητα κατά αναθεωρητισμού – και πάλι χωρίς να χρειάζεται καν να κατονομάσει τη χώρα από την οποία απειλείται. Αρκεί να μην πιστέψουμε ότι η συνταγή που έδωσε μια επιτυχημένη επίσκεψη σήμερα θα είναι κάτι σαν εισιτήριο διαρκείας σε έναν ασφαλή κόσμο ή κάτι σαν απαλλαγή από τις δυσκολίες και τις αγωνίες της αναζήτησης μιας αυτοτελούς ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας.

Κι ένα μικρό «τουρκικό» υστερόγραφο. Ο εκβιασμός Ερντογάν, με την απειλή βέτο στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, από μια άποψη, επιβεβαιώνει ότι ο κύβος έχει ριφθεί, η «αγκύρωση» της Τουρκίας στη Δύση είναι οριστική – απλώς διαπραγματεύεται το υψηλότερο δυνατό τίμημα για την εξαργύρωσή της. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την επιλογή αυτή ως εχθρική προς τα συμφέροντά μας. Μα θα χρειαστεί πολιτική και διπλωματική επιδεξιότητα ώστε η έκβαση αυτής της διαπραγμάτευσης να «περνά από την Αθήνα», όχι εις βάρος της.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion