Για δεύτερη φορά σε πέντε χρόνια ο εξωστρεφής φιλελεύθερος Εμανουέλ Μακρόν εκλέχθηκε πρόεδρος της Γαλλίας τον Απρίλιο, αφού νίκησε την ηγέτιδα της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Ο πρώτος πρόεδρος της Γαλλίας που επανεκλέγεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μοιάζει να στέκεται όρθιος ανάμεσα στα ερείπια των παλαιών πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς και της Δεξιάς, όπως το είχε κάνει και το 2017.

Υπήρξε όμως μια έκπληξη τη φορά αυτή. Στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση, ο πρώτος γύρος των οποίων διεξήχθη την περασμένη Κυριακή, ο βασικός αντίπαλος της κεντρώου συμμαχίας του Μακρόν δεν ήταν πλέον ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν. Αντί γι’ αυτόν ήταν ένας συνασπισμός αριστερών και πράσινων κομμάτων που συγκροτήθηκε βιαστικά από τον ακροαριστερό πολιτικό Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο οποίος στις προεδρικές εκλογές έχασε με διαφορά στήθους από τη Λεπέν και ήρθε τρίτος.

Ο Μακρόν δεν είναι η μοναδική ισχυρή προσωπικότητα που εκμεταλλεύεται την απογοήτευση του γαλλικού εκλογικού σώματος και την οργή και τις ακρότητες που επικρατούν τώρα στην πολιτική της χώρας. Σε μόλις επτά εβδομάδες, το κέντρο της αντιπολίτευσης απέναντι στον Μακρόν έχει μετατοπιστεί από την άκρα Δεξιά στην άκρα Αριστερά, καταδεικνύοντας την αστάθεια της γαλλικής πολιτικής σκηνής και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική μορφή και κατεύθυνση που θα λάβει η Γαλλική Δημοκρατία.

Στον πρώτο γύρο των βουλευτικών η Νέα Λαϊκή, Οικολογική και Κοινωνική Ένωση του Μελανσόν (Nupes) κέρδισε σχεδόν τόσες ψήφους όσες η συμμαχία του Μακρόν «Ensemble» (Μαζί) και πρόκειται να γίνει η αξιωματική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση μετά τον δεύτερο γύρο στις 19 Ιουνίου, τριπλασιάζοντας τον αριθμό των Αριστερών βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση. Θα μπορούσε ακόμη και να εμποδίσει τον Μακρόν από το να διατηρήσει την απόλυτη πλειοψηφία στο Σώμα.

Τόσο ανησυχεί ο Μακρόν από την προοπτική να χάσει τον έλεγχο στην Εθνοσυνέλευση που έκανε μια ασυνήθιστη παρέμβαση προτού επιβιβαστεί στο αεροπλάνο την Τρίτη για να ταξιδέψει στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία και να δείξει έτσι την υποστήριξή του στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη ρωσική εισβολή.

«Χρειαζόμαστε μια σταθερή πλειοψηφία για την οικονομία, για το κλίμα, για την ειρήνη στην Ευρώπη», είπε ο Μακρόν πέντε ημέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών. «Τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο από το να προσθέσουμε και το χάος της Γαλλίας στο χάος που ήδη επικρατεί στον κόσμο».

Αλλά ο ίδιος ο Μακρόν είναι εν μέρει υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή. Κυριαρχώντας επιτυχώς στην πολιτική ζωή της χώρας του τα τελευταία πέντε χρόνια, ο πρόεδρος συνέβαλε στη διατάραξη της καθεστηκυίας τάξης των Κεντροδεξιών και Κεντροαριστερών κομμάτων που κυβέρνησαν εκ περιτροπής τη Γαλλία κατά την Πέμπτη Δημοκρατία που εγκαινίασε το 1958 ο Σαρλ Ντε Γκολ.

Και σ’ αυτές τις εκλογές τα άλλοτε ισχυρά αυτά κόμματα βρίσκονται πάλι στη σκιά: οι αποδυναμωμένοι Σοσιαλιστές έχουν απορροφηθεί από τη συμμαχία που κυριαρχείται από το ριζοσπαστικό κόμμα «La France Insoumise» (Ανυπότακτη Γαλλία) του Μελανσόν, ενώ το συντηρητικό «Les Républicains» είναι πιθανό να δει τον αριθμό των εκλογικών περιφερειών που είχε υπό τον έλεγχό του να μειώνεται κατά το ήμισυ και διατηρεί περίπου το 10% των εδρών στην Εθνοσυνέλευση των 577 συνολικά βουλευτών.

Επιπλέον η γαλλική κοινωνία είναι διχασμένη όχι μόνο μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά και μεταξύ των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Μακρόν από τη μια πλευρά, και των εθνικιστών και λαϊκιστών των άκρων του πολιτικού φάσματος από την άλλη. Τόσο η Λεπέν όσο και ο Μελανσόν ήταν υποστηρικτές του Πούτιν και είναι ευρωσκεπτικιστές, οπαδοί του οικονομικού εθνικισμού και του προστατευτισμού, αν και διαφέρουν έντονα ως προς τις πεποιθήσεις τους σε θέματα φυλετικά, θρησκείας και μετανάστευσης. Μαζί με άλλους ακροαριστερούς και ακροδεξιούς υποψηφίους συγκέντρωσαν αθροιστικά το 60% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Οι διαιρέσεις του τύπου αυτού δεν αποτελούν γαλλικό φαινόμενο. Η κατάσταση της γαλλικής πολιτικής σκηνής το 2022 αντικατοπτρίζεται σε άλλες δυτικές Δημοκρατίες όπου παλαιά κόμματα με παγιωμένες ιδέες και παραδόσεις αφομοιώνονται ή επισκιάζονται από ισχυρές προσωπικότητες, οδηγώντας σε αυτό που ο ιστορικός και βιογράφος του Ντε Γκολ, Τζούλιαν Τζάκσον, αποκαλεί ένα είδος «ιδεολογικού αδιεξόδου». Αναλογιστείτε τον Ντόναλντ Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ. Ή τον Μπόρις Τζόνσον και το Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας.

«Πολλά προεδρικά συστήματα βρίσκονται σήμερα σε κρίση – το αμερικανικό, το βραζιλιάνικο, το γαλλικό – ενώ τα κοινοβουλευτικά φαίνεται να αντιστέκονται λίγο καλύτερα», σημειώνει ο πολιτικός αναλυτής Βενσάν Μαρτινί. «Τα προεδρικά συστήματα έρχονται αντιμέτωπα με κύματα αμφισβήτησης για τη νομιμότητα του καθεστώτος».

Η χειρότερη εσωτερική πολιτική κρίση της πρώτης θητείας του Μακρόν ήταν η αντικυβερνητική εξέγερση των κίτρινων γιλέκων που προκλήθηκε από τις διαμαρτυρίες των οδηγών για τον πράσινο φόρο στα καύσιμα. Δέχτηκε επίσης επίθεση ο πρόεδρος από τη Δεξιά για την έξαρση της εγκληματικότητας και για αυτό που οι επικριτές του αποκαλούν «ανεξέλεγκτη μετανάστευση». Δέχθηκε επίθεση από την Αριστερά για οικονομικές μεταρρυθμίσεις όπως η κατάργηση του φόρου στη μεγάλη περιουσία, για τους χειρισμούς του σε θέματα υγείας, εκπαίδευσης και περιβάλλοντος.

Όλα αυτά τον ώθησαν να στραφεί πρώτα προς τα δεξιά και μετά προς τα αριστερά. Τώρα, αντί να σκιαγραφεί τα σχέδια δράσης που θα ακολουθήσει εάν κερδίσει την πλειοψηφία στον δεύτερο και τελευταίο γύρο των βουλευτικών εκλογών της Κυριακής, αποφεύγει να ανακοινώνει ξεκάθαρα προεδρικά ή κοινοβουλευτικά μανιφέστα.

«Ποιο είναι το σχέδιό του; Δεν έχει πραγματικά ένα σχέδιο, διότι πρέπει να είναι ευέλικτος», λέει ο Νικολά Ντινγκάν, επικεφαλής συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Atlantic Council και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων CogitoPraxis.

«Κολυμπά προς τα εκεί που τον οδηγεί το ρεύμα. Ο λόγος που πρέπει να το κάνει αυτό είναι γιατί χρειάζεται την ψήφο τόσο της παλαιάς Αριστεράς όσο και της παλαιάς Δεξιάς. Δεν μπορεί να έχει ένα σαφές πρόγραμμα μέχρι να δει πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί δυνάμεων στο Κοινοβούλιο. Δεν είναι υπεύθυνος έναντι του Κοινοβουλίου, αλλά πρέπει να το αφουγκράζεται».

Αυτό, σε συνδυασμό με τη συσπείρωση της Αριστεράς υπό τον Μελανσόν τις τελευταίες εβδομάδες, μπορεί παραδόξως να αναζωογονήσει τη Γαλλική Δημοκρατία. Ένα πολιτικά ενισχυμένο Κοινοβούλιο θα μπορούσε να αναβιώσει την παλαιά αντιπαράθεση Αριστεράς-Δεξιάς και να περιορίσει την εξουσία των προσωπικοτήτων που κυριαρχούν υπεράνω κομμάτων.

«Εάν ο Μακρόν δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία και θα πρέπει να σχηματίσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό με τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς (Les Républicains), θα δείτε ότι οι Ρεπουμπλικανοί απέχουν πολύ από το να συναινέσουν», σημειώνει ο Μπρουνό Κοτρές, πολιτικός επιστήμονας στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (Sciences Po). «Κάτι τέτοιο όμως θα αναζωογονήσει την πολιτική ζωή και θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο Κοινοβούλιο», πρόσθεσε.

Το κράτος είμαι εγώ!

Η στροφή της μεταπολεμικής γαλλικής πολιτικής ζωής προς τις πολιτικές προσωπικότητες εγκαινιάζεται από τον δεσπόζοντα Ντε Γκολ, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας συνταγματικής τάξεως που έχει προικίσει τον πρόεδρο με σημαντικές εκτελεστικές εξουσίες.

Με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ο ισχυρός ρόλος του προέδρου υιοθετήθηκε από πολιτικούς όπως ο Φρανσουά Μιτεράν για την Αριστερά και ο Ζακ Σιράκ για τη Δεξιά. Η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2000, η οποία μείωσε την προεδρική θητεία από επτά σε πέντε χρόνια έτσι ώστε ο ανώτατος άρχων να μπορεί να αλλάζει συχνότερα και οι βουλευτικές εκλογές να συμπίπτουν συνήθως με την προεδρική ψηφοφορία, είχε την ακούσια συνέπεια της δημιουργίας ενός «πολύ πιο προεδρικού συστήματος», παρατηρεί ο Τζάκσον.

Αυτό αποκρυσταλλώθηκε με τον Μακρόν, ο οποίος είχε ως πρότυπο τον Ντε Γκολ. Αφού παραμέρισε τους υποψηφίους της Αριστεράς και της Κεντροδεξιάς και στη συνέχεια νίκησε τη Λεπέν το 2017, ο Μακρόν κέρδισε τον έλεγχο της Εθνοσυνέλευσης με το νεοσύστατο κόμμα του «La République en Marche», από τότε που μετονομάστηκε σε Αναγέννηση, ενώ δήλωσε ότι δεν ήταν «ούτε δεξιός, ούτε αριστερός».

Ο ιστορικός Τζούλιαν Τζάκσον εκτιμά ότι υπάρχει τώρα μια «ακραία προσωποποίηση» της γαλλικής πολιτικής ζωής, με τους τρεις κορυφαίους υποψηφίους στις φετινές προεδρικές εκλογές – Μακρόν, Λεπέν και Μελανσόν – «να μην κάνουν έστω και μια αναφορά στα κόμματά τους» κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους για το Μέγαρο των Ιλισίων.

Παρόμοια είναι η προσέγγιση και των συμμάχων του Μακρόν. Ο δήμαρχος της Χάβρης Εντουάρ Φιλίπ, που ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός του Μακρόν, δημιούργησε ένα κόμμα που ονομάζεται «Ορίζοντες» πριν από λιγότερο από ένα χρόνο για να προωθήσει τις δικές του προεδρικές φιλοδοξίες το 2027. Το κόμμα είναι επί του παρόντος ένα από τα συστατικά στοιχεία της κοινοβουλευτικής συμμαχίας του Μακρόν, «Μαζί».

Το κόμμα «Εθνικός Συναγερμός» της Λεπέν, το οποίο κληρονόμησε ως «Εθνικό Μέτωπο» από τον πατέρα της Ζαν-Μαρί Λεπέν, ήταν πάντα μια οικογενειακή επιχείρηση. Ο Ερίκ Ζεμούρ, ο μαχητικός παρουσιαστής ενός αντιμεταναστευτικού τηλεοπτικού τοκ-σόου, που προσπάθησε αλλά απέτυχε να ανατρέψει την πρωτοκαθεδρία της Λεπέν στην Ακροδεξιά, δημιούργησε επίσης ένα κόμμα πέρυσι, το «Reconquête!» (Ανακατάληψη). Αυτό έγινε το όχημα για τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες – αρχικά ο σχηματισμός είχε την επωνυμία «Οι φίλοι του Ερίκ Ζεμούρ».

Ανάλογα συμβαίνουν και στην Αριστερά, όπου ο Μελανσόν έχει χτίσει την ισχυρή τρίτη θέση του στις προεδρικές εκλογές – κέρδισε 22% των ψήφων στον πρώτο γύρο έναντι 23% της Λεπέν και 28% του Μακρόν – για να δημιουργήσει μια πολιτική συμμαχία γύρω από τον εαυτό του και την σκληρή αριστερή ατζέντα του τού προστατευτισμού και της μαζικής αύξησης των δημοσίων δαπανών. Έχει συγκεντρώσει πάνω του την προσοχή απαιτώντας από τον Μακρόν να τον διορίσει πρωθυπουργό, εάν η συμμαχία του κερδίσει την σχετική πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.

Αυτή η στροφή προς τα άκρα αντανακλά την πόλωση της γαλλικής κοινωνίας και την απογοήτευση από τη συμβατική πολιτική μεταξύ των ηττημένων – μια αίσθηση αποκλεισμού που επιδεινώνεται από τις ιδιαιτερότητες του ισχύοντος πλειοψηφικού συστήματος: το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν, το οποίο έχει την υποστήριξη περίπου του ενός τρίτου ή και περισσότερο του εκλογικού σώματος, κέρδισε μόνο οκτώ από τις 577 έδρες του Κοινοβουλίου πριν από πέντε χρόνια, αν και προβλέπεται ότι θα τα πάει καλύτερα αυτή τη φορά.

«Υπάρχει μια γενικευμένη απώλεια εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς», λέει ο ειδικός σε συνταγματικά θέματα καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Λιλ, Ζαν-Φιλίπ Ντεροζιέ. Σημειώνει ο Ντεροζιέ ότι η εξατομίκευση συνιστά από καιρό χαρακτηριστικό της γαλλικής πολιτικής. Αλλά συμφωνεί ότι η χώρα επηρεάζεται πλέον από το ευρύτερο παγκόσμιο φαινόμενο του αυξανόμενου λαϊκισμού και ριζοσπαστισμού, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. «Οι πολιτικοί εξτρεμιστές καταφέρνουν να πείσουν τους ψηφοφόρους να τους δοκιμάσουν», λέει.

Μεγάλες ιδέες

Αυτά είναι άσχημα νέα για τους περισσότερους συμβατικούς πολιτικούς. Η σοσιαλίστρια υποψήφια Αν Ινταλγκό, η δήμαρχος του Παρισιού στους πολιτικούς προγόνους της οποίας περιλαμβάνονται οι πρόεδροι Φρανσουά Μιτεράν και Φρανσουά Ολάντ, κέρδισε μόλις το 1,75% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Για να ξεφύγει από τη λήθη, το κόμμα της έχει εγκαταλείψει τις αγαπημένες του αρχές, όπως την υποστήριξή του προς την ΕΕ, για να βρει καταφύγιο για τις βουλευτικές εκλογές στη συμμαχία του Μελανσόν.

Παρόμοια ταπείνωση περίμενε και τους «Ρεπουμπλικανούς». Η Βαλερί Πεκρές, η οποία εκπροσωπεί την ευημερούσα περιοχή Île-de-France, γύρω από το Παρίσι, φαινόταν κάποτε ένας εύλογος αντίπαλος για τον Μακρόν. Ωστόσο, συγκέντρωσε λιγότερο από το 5% των ψήφων στον πρώτο γύρο, αποτυγχάνοντας έτσι να φτάσει το όριο ώστε να πληρώσει το κράτος ένα μεγάλο μέρος των προεκλογικών της δαπανών.

Έχοντας κυριαρχήσει στο σκηνικό, οι τρεις ισχυροί πολιτικοί σήμερα – Μακρόν, Μελανσόν και Λεπέν – τάσσονται υπέρ της μεταρρύθμισης των θεσμών της χώρας, είτε προς όφελός τους είτε επειδή αναγνωρίζουν την ανάγκη να αναζωογόνησης της λαϊκής εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία.

Μια δημοφιλής λύση είναι η συνταγματική μεταρρύθμιση. Η συμμαχία του Μελανσόν επιθυμεί να εγκαθιδρύσει μια Έκτη Δημοκρατία «για την πραγματική δημοκρατία», συμπεριλαμβάνοντας αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση, δημοψηφίσματα που θα γίνονται με πρωτοβουλία των πολιτών και νέα δικαιώματα για τους εργαζόμενους.

Ο Μακρόν έχει επίσης φλερτάρει με την ιδέα της πιο αναλογικής ψήφου και για δημοψηφίσματα, ενώ έχει επιχειρήσει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί με τους πάντες για το μέλλον της Γαλλίας, ιδρύοντας ένα «Εθνικό Συμβούλιο Επανίδρυσης».

Η ιδέα, ωστόσο, αντιμετωπίστηκε από τους επικριτές του Μακρόν με ένα συλλογικό αναστεναγμό. Ο Μελανσόν τη συνέκρινε με τη «μεγάλη εθνική συζήτηση» που ξεκίνησε ο Μακρόν για να εκτονώσει τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων το 2019, αποκαλώντας τη «Δεύτερη Σεζόν του μεγάλου μπλα-μπλα».

Οι πολιτικοί αναλυτές είναι εξίσου δύσπιστοι για τα πλεονεκτήματα των μεγάλων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. «Στη Γαλλία πιστεύουμε σε ένα θεσμικό ιδεώδες, επομένως μας αρέσουν οι συνταγματικές αλλαγές», λέει η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης Αν Λεβάντ, η οποία μετρά 15 Συντάγματα από την επανάσταση του 1789.

«Ναι, υπάρχει μια κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε ολόκληρο τον κόσμο, με λιγότερους ανθρώπους να βγαίνουν από το σπίτι τους για να πάνε να ψηφίσουν. Οι προεκλογικές εκστρατείες εστιάζονται ολοένα και περισσότερο σε προσβολές και σε ύβρεις παρά σε σχέδια, μανιφέστα ή καμπάνιες. Τα πολιτικά κόμματα σε όλο τον κόσμο δυσκολεύονται να εμπνεύσουν τους ψηφοφόρους, και στη Γαλλία το βλέπουμε αυτό ως κρίση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και αναζητούμε συνταγματική και θεσμική αλλαγή… Υπάρχουν πάντα αυτές οι μεγάλες ιδέες».

Αναβίωση της δημοκρατίας

Ωστόσο, οι πολιτικοί σχολιαστές συμφωνούν ότι παρά την πρόσφατη αναταραχή στη γαλλική πολιτική σκηνή και την άνοδο νέων κομμάτων και προσωπικοτήτων, η παλαιά διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς μπορεί τελικά να αναβιώσει ως πλαίσιο πολιτικής δράσης — ακόμα κι αν οι δύο αντίπαλες πλευρές εκπροσωπούνται από νέα κόμματα, πρόσωπα ή κινήματα.

Ο Νικολά Ντινγκάν θέτει το ρητορικό ερώτημα: «Τι θα συμβεί αν η αριστερή συμμαχία του Μελανσόν (Nupes) ενοποιηθεί και ομογενοποιηθεί και ο Μελανσόν γίνει αρχηγός της αντιπολίτευσης;». Και απαντά: «Αυτό θα μπορούσε να εδραιώσει τη συμμαχία του Μακρόν (Ensemble) και τους Ρεπουμπλικανούς στα δεξιά και θα είχατε μια επιστροφή στην αριστερή και δεξιά πολιτική εκπροσώπηση, αλλά με νέες ομάδες».

Αυτό θα ανάγκαζε τον Μακρόν σε άβολους συμβιβασμούς με άλλα κόμματα για την ψήφιση νόμων, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας για μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό σύστημα που θα αύξαινε την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 65 χρόνια. Εάν μια αριστερή συμμαχία μπορούσε να επιβραδύνει ή ακόμη και να εκτροχιάσει αυτό το σχέδιο, θα ευχαριστούσε πολλούς που πιστεύουν ότι η γαλλική προεδρία – και ιδιαίτερα ο Μακρόν – διαθέτει υπερβολική ισχύ.

«Περιέργως, ο Μελανσόν μπορεί να κάνει τη χάρη στη γαλλική Δημοκρατία και να δημιουργήσει ένα πολιτικό κίνημα που θα ασκεί έλεγχο στην εκλεγμένη κυβέρνηση και θα δίνει στους ανθρώπους την αίσθηση ότι εκπροσωπούνται», λέει ο Ντινγκάν.

Αυτό θα μπορούσε να ισχύει ακόμη και μετά τις επόμενες έκλογές του 2027, όταν ο Μακρόν δεν θα μπορεί να είναι ξανά υποψήφιος. Ο σημερινός σύμμαχός του, Εντουάρ Φιλίπ, είναι πιθανό να δοκιμάσει την τύχη του για την προεδρία εκπροσωπώντας την Κεντροδεξιά. Και οι πρόθυμοι νέοι αριστεροί βουλευτές στα είκοσί τους θα έχουν εκλεγεί στο Κοινοβούλιο για πέντε χρόνια, ακριβώς όπως η σημερινή νεανική Κοινοβουλευτική Ομάδα του Μακρόν.

Επιπλέον, τα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα που έχουν εξαφανιστεί σε εθνικό επίπεδο εξακολουθούν να έχουν προπύργια στα Δημαρχεία και τις εκλεγμένες περιφερειακές κυβερνήσεις, όπου τα κόμματα των Μακρόν, Λεπέν και Μελανσόν εκπροσωπούνται ελάχιστα.

«Μετά τις εκλογές του 2027, όταν δεν θα υπάρχει άλλος Μακρόν, θα είναι δύσκολο [για το κόμμα του Μακρόν]», τονίζει ο Κοτρές: «Ίσως τότε αναβιώσει η σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς».