Η δολοφονία του Σίνζο Άμπε είναι για την Ιαπωνία και τους πολίτες της ό,τι θα ήταν μια δολοφονία της Άνγκελα Μέρκελ για τη Γερμανία, τους Γερμανούς και όλη την Ευρώπη. Ένα πρωτόγνωρο σοκ μετά το οποίο, όπως σημειώνει το Bloomberg στο σχόλιό του, «ένα πράγμα είναι σίγουρο: Η 8η Ιουλίου είναι μια ημέρα που θα σημαδέψει για πάντα την Ιαπωνία».
Μόνο κάνοντας εξαρχής αυτόν τον ακραίο – και ελπίζουμε απίθανο – παραλληλισμό μπορεί κανείς να κατανοήσει τη σημασία αυτού που συνέβη στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Αναγκάζοντας, ταυτόχρονα, τους πάντες να στρέψουν το βλέμμα τους προς τα εκεί, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει σε μια χώρα την οποία – αν και είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη – πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) εξακολουθούν να ταυτίζουν αποκλειστικά με τους σαμουράι και το Περλ Χάρμπορ.
«Η δολοφονία αποτελεί ένα σημείο καμπή στην ιστορία της Ιαπωνίας, που μπορεί δυνάμει να έχει πολύ ευρύτερες επιπτώσεις», σημειώνει στη δική της ανάλυση η γερμανική Handelsblatt, προσθέτοντας ότι η επίθεση αναβιώνει μνήμες από την προπολεμική εποχή, καθώς πριν 90 χρόνια έντεκα νεαροί αξιωματικοί των πεζοναυτών είχαν δολοφονήσει τον τότε πρωθυπουργό, Τσουγιόσι Ινουκάι.
Ο πιο ισχυρός – και από το παρασκήνιο
Ο Άμπε, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν απλώς ο ηγέτης του κυρίαρχου μεταπολεμικά κεντροδεξιού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (LDP), ούτε μόνο ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, έχοντας συμπληρώσει μια δεκαετία στη συγκεκριμένη θέση. Ήταν, πάνω από όλα, ένας πολιτικός του οποίου ο ρόλος στη σύγχρονη Ιαπωνία μπορεί να παρομοιαστεί, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, μόνο με τον αντίστοιχο που διαδραμάτισε η Μέρκελ στον έτερο μεγάλο ηττημένο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Άμπε υπήρξε, αντικειμενικά και ανεξαρτήτως του εάν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με τα όσα έκανε, ένας μεταρρυθμιστής ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με σοβαρές αποφάσεις, μεγαλεπήβολα σχέδια και μεγάλες τομές σε πολλά επίπεδα – από την οικονομία μέχρι τη γεωπολιτική.
Οικονομική επιβίωση και υπέρογκο χρέος
Στην οικονομία, για του λόγου το αληθές, αυτό που έχει γράψει ιστορία είναι τα αποκαλούμενα «Αμπενόμικς». Η συνταγή, με άλλα λόγια, που εκπόνησε και εφάρμοσε ο Άμπε και το επιτελείο του, προκειμένου να βγάλει την Ιαπωνία από την κρίση στην οποία ήταν βυθισμένη και, την ίδια στιγμή, να την κρατήσει όρθια απέναντι στις θύελλες της περασμένης δεκαετίας. Ήταν κάτι που σε γενικές γραμμές κατάφερε, έστω και με τεράστιο κοινωνικό κόστος και χωρίς να καταφέρει ποτέ να βρεθεί σε ασφαλή απόσταση από τη ζώνη του στασιμοπληθωρισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικονομική πολιτική του Άμπε αποτελούνταν από τρία βασικά συστατικά στοιχεία, τα οποία συνδύαζε διαρκώς αλλάζοντας τη δοσολογία: Το πρώτο ήταν η νομισματική χαλάρωση, στην οποία είχε σύμμαχο την κεντρική τράπεζα και μεταφραζόταν σε άφθονο και φθηνό χρήμα στην αγορά.
Το δεύτερο είχε να κάνει με τα αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων με δημόσιο χρήμα και επενδύσεις, όπως και δανεισμό του κράτους, ο οποίος προερχόταν κυρίως από τους εσωτερικούς πιστωτές – κάτι που είχε ως συνέπεια η Ιαπωνία να είναι σήμερα η πλέον υπερχρεωμένη χώρα στον πλανήτη, με το δημόσιο χρέος της να αντιστοιχεί στο 266% του ΑΕΠ.
Όσο για το τρίτο στοιχείο, αποτελούνταν από σειρά άλλων μέτρων – φαινομενικά συμπληρωματικών, αλλά εξαιρετικά κρίσιμων – τα οποία έρχονταν να συμπληρώσουν το παζλ των «Αμπενόμικς», που αποτελούν πλέον ιδιαίτερο κεφάλαιο στις οικονομικές επιστήμες.
Η «κληρονομιά» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Την ίδια στιγμή, ο Άμπε προσπάθησε να βάλει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του και στο διεθνή ρόλο της Ιαπωνίας σε γεωπολιτικό επίπεδο, αποτινάσσοντας από πάνω της τα βαρίδια της ήττας και της συνθηκολόγησης και τις ενοχές των φρικιαστικών εγκλημάτων που είχε διαπράξει ως ιμπεριαλιστική δύναμη τον προηγούμενο, κυρίως, αιώνα.
«Κυρίες και κύριοι, η Ιαπωνία επέστρεψε. Η Ιαπωνία δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ ένα κράτος δεύτερης κατηγορίας», είχε πει ο ίδιος, με ιδιαίτερο στόμφο, σε διάρκεια ομιλίας που έκανε το 2013 στην Ουάσιγκτον, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.
«Επιχείρησε να μετασχηματίσει ένα έθνος που βρισκόταν υπό την προστασία της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας και δεσμευόταν από ένα φιλειρηνικό σύνταγμα σε μία πιο διεκδικητική δύναμη που θα εμπλέκεται πιο ενεργά στα διεθνή δρώμενα», όπως υπογραμμίζει η Washington Post, αποτιμώντας την κληρονομία του δολοφονηθέντος πολιτικού.
Έτσι, φρόντισε να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις, να καταστήσει πιο ισχυρή τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ, αλλά και να συμμετέχει ενεργά σε περιφερειακούς συνασπισμούς, όπως η αποκαλούμενη Quad, στόχος των οποίων ήταν εμφανώς να αποτελέσουν το αντίβαρο και το αντίπαλο δέος στην Κίνα.
Απώτερος στόχος του ήταν να προχωρήσει σε συνταγματική μεταρρύθμιση, καταργώντας ή αλλάζοντας ριζικά το Άρθρο 9 με το οποίο αποκηρύσσεται ο πόλεμος και απαγορεύεται η ύπαρξη ενός συγκροτημένου ιαπωνικού στρατού, που θα υπερβαίνει τα «στενά» όρια της αυτοάμυνας. Παρά δε το γεγονός ότι δεν τα κατάφερε κατά τη διάρκεια της θητείας του, έχει αφήσει ισχυρή παρακαταθήκη – και τώρα, δεν αποκλείεται οι διάδοχοί του, τα πολιτικά και ιδεολογικά του «παιδιά», να επιχειρήσουν να τον δικαιώσουν, μετά θάνατον.
Πολιτικός από «τζάκι»
Ο Άμπε είχε, φυσικά, αρκετά σκοτεινά σημεία. Ένα από αυτά – που τον οδήγησε στην παραίτηση το 2020, σε συνδυασμό με τη σοβαρή ασθένειά του – ήταν η διαχείριση της πανδημίας, που θεωρήθηκε αποτυχημένη. Δεν απέφυγε, επίσης, την εμπλοκή με υποθέσεις και σκάνδαλα διαφθοράς, όπως αυτά που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει νωρίς από την πρωθυπουργία κατά την πρώτη του θητεία, το 2006-’07.
Αρκετοί προσθέτουν στα μειονεκτήματά του το γεγονός ότι προήλθε από το βαθύ κατεστημένο της Ιαπωνίας, ως γόνος ισχυρής και παραδοσιακής πολιτικής οικογένειας, με αρκετή οικονομική ισχύ. Υπενθυμίζουν δε ότι η παππούς του, Νομπουσούκε Κίσι, είχε ηγηθεί της Ιαπωνίας το διάστημα 1957-’60, ενώ ο πατέρας του, Σιντάρο Άμπε, διετέλεσε ως επικεφαλής συντονιστής της κυβέρνησης, μια θέση που θεωρείται η δεύτερη πιο ισχυρή στη χώρα.
Όπως και να έχει, ο Άμπε δεν θα χάσει ποτέ μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Ιαπωνίας. Για την ώρα, αυτό που μας λείπει είναι τα κίνητρα του δολοφόνου του, ο οποίος συνελήφθη. Ίσως αυτά δώσουν κάποιες απαντήσεις – ή, έστω, γεννήσουν κάποιες πολύτιμες ερωτήσεις.