Δύο στα τρία νοικοκυριά (64%) πολύ χαμηλής έντασης εργασίας στην ΕΕ βρέθηκαν σε κίνδυνο φτώχειας το 2020, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 59,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, Eurostat.
Η ένταση εργασίας αντανακλά πόσο έχουν εργαστεί όλα τα μέλη του νοικοκυριού που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας σε σύγκριση με τις δυνατότητές τους. Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση εργασίας μέσα σε ένα νοικοκυριό (όσο πιο κοντά βρίσκονται οι άνθρωποι στην πλήρη απασχόληση), τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να βρεθεί σε κίνδυνο φτώχειας. Η ένταση εργασίας διακρίνεται σε τρία επίπεδα, που κυμαίνονται από πολύ χαμηλό, μεσαίο και πολύ υψηλό.
Διαβάστε επίσης: Παντού και πάντα πρώτα η φτώχεια
Στην ΕΕ, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για άτομα ηλικίας κάτω των 65 ετών που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας ήταν 64,0% το 2020. Αυτό το ποσοστό κυμαινόταν από 48,7% στη Δανία και 49,9% στην Ιρλανδία έως σε 70,0% ή και παραπάνω σε εννέα κράτη μέλη της ΕΕ. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στη Λιθουανία με 85,4%, και ακολουθούσε η Ρουμανία (84,2%) και η Λετονία (80,6%).

Τα στοιχεία του 2020 για την ΕΕ δείχνουν ότι η απασχόληση συνέβαλε στην αποτροπή της φτωχοποίησης χιλιάδων νοικοκυριών. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν 64,0% για άτομα ηλικίας κάτω των 65 ετών που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας σε σύγκριση με 5,3% για άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ υψηλή ένταση εργασίας, ενώ το ποσοστό για άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με μέτρια ένταση εργασίας ήταν 23,6%.
Διαβάστε επίσης: Ενεργειακή φτώχεια: Η δικαιοσύνη ως μονόδρομος
Σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, παρατηρήθηκε ένα παρόμοιο μοτίβο, που σημαίνει ότι ο κίνδυνος φτώχειας περιοριζόταν όσο αυξανόταν η ένταση εργασίας.
