Η ολοκλήρωση του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, με την αναμενόμενη επικύρωση της κυριαρχίας του Σι Τζινπίνγκ, επέτρεψε και τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας.

Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο είναι 3,9%, που είναι πιο πάνω από τις προβλέψεις 3,3%, αλλά πιο κάτω από τον επίσημο στόχο για ανάπτυξη το 2022 στο 5,5%. Αυτό αποδόθηκε στις επιπτώσεις από τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς η Κίνα επιμένει σε μια στρατηγική zero covid πράγμα που σημαίνει ότι όπου εμφανίζονται κρούσματα υπάρχει μεγάλη αναστάτωση στις παραγωγικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα και ανάλογα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Διαβάστε επίσης: Πώς η οικονομία της Κίνας «βλάπτει» τους γείτονές της 

Άλλοι το αποδίδουν στον τρόπο που το τελευταίο διάστημα το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει στραφεί εναντίον τμημάτων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, όπως οι είναι μεγάλες εταιρείες της ψηφιακής οικονομίας, όπως η Alibaba, ή οι μεγάλοι στεγαστικοί όμιλοι όπως η Evergreen. Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα;

Διαβάστε επίσης – Ο στρατός της Κίνας πλησιάζει σε ικανότητες τις ΗΠΑ, είναι όμως ετοιμοπόλεμος;

Η σύνθετη κατάσταση της κινεζικής οικονομίας

Οι εκτιμήσεις που σπεύδουν να δουν μια επερχόμενη κρίση της κινεζικής οικονομίας και την αποδίδουν στη στροφή που κάνει ο Σι Τζινπίνγκ σε σχέση με το βαθμό υποστήριξης της οικονομίας της αγοράς, συνήθως παραβλέπουν την ιδιαίτερη συνθήκη του κινεζικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος.

Για παράδειγμα η επιλογή μιας πολιτικής zero covid έχει να κάνει με δύο κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι η απήχηση του Κομμουνιστικού Κόμματος σε μεγάλο βαθμό κρίνεται από το κατά πόσο μπορεί να προσφέρει την αίσθηση ότι έστω και με όρους αυταρχικού πατερναλισμού μπορεί να προστατεύσει τον κινεζικό λαό καλύτερα από τις δυτικές χώρες. Η δεύτερη και ίσως πιο σημαντική είναι ότι η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε επίγνωση των ορίων του κινεζικού συστήματος υγείας και ιδίως του μικρού αριθμού κλινών σε μονάδες εντατικής θεραπείας και από ένα σημείο και μετά της περιορισμένης αναποτελεσματικότητας των κινεζικών εμβολίων. Αυτό σήμαινε έναν φόβο ότι μια διαφορετική στρατηγική θα είχε μεγαλύτερες απώλειες ζωής και τελικά μεγαλύτερη αναστάτωση στην οικονομική ζωή.

Έπειτα σε σχέση με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας, ρόλο παίζει και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, που είναι αρκετά πιθανό να οδηγήσει σε ύφεση μεγάλες οικονομίες και εύλογα επηρεάζει και την κινεζική οικονομία.

Όμως, πιο σημαντική είναι η ίδια η φύση του κινεζικού κοινωνικού συστήματος. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κίνα ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στη βάση της εκτίμησης ότι έπρεπε να αναπτυχθεί η οικονομία πριν τεθεί θέμα σοσιαλισμού, εκτίμηση που κατεξοχήν εξέφρασε ο Ντεγκ σε αντιδιαστολή προς τον Μάο. Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν και αυτοσκοπός και αυτό φαίνεται να είναι το καθοδηγητικό νήμα και της πολιτικής του Σι Τζινπίνγκ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα πρόκειται να εγκαταλείψει τον καπιταλισμό για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, η κινεζική ηγεσία ελπίζει ότι θα μπορέσει να χαράξει ένα διαφορετικό δρόμο.

Το κινεζικό μοντέλο έχει αποτύχει;

Οι περισσότεροι δυτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Κίνα αυτή τη στιγμή είναι αντιμέτωπη με τα όρια του μοντέλου καπιταλισμού που υιοθέτησε. Αυτό ήταν ένα μοντέλο που έγινε μεγαλύτερη έμφαση στη μεγάλη επένδυση, στην υψηλή αποταμίευση και τις εξαγωγές, αντί για την ιδιωτική κατανάλωση και τις ιδιωτικές επενδυτικές πρωτοβουλίες. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις καθώς ο πληθυσμός της Κίνας γερνάει – ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα κάποια στιγμή είχε και επίσημη πολιτική περιορισμού των γεννήσεων– και καθώς υποχωρούν οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας, το αποτέλεσμα θα είναι μια έντονη οικονομική στασιμότητα.

Ωστόσο, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας σταδιακά υποχώρησαν, όμως οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας, αν και λίγο χαμηλότεροι από προηγούμενες περιόδους δεν παύουν να είναι  πολύ υψηλότεροι των δυτικών. Ακόμη και η σχετική ανάπτυξη των ρυθμών ανάπτυξης δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραμένουν υψηλότεροι των δυτικών οικονομιών. Αρκεί να δούμε ότι οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια κινούνται στο 5%, που είναι αρκετά πάνω από το ότι οι χώρες του G7 δεν φαίνεται να ξεπερνούν το 2% και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει κάποια ύφεση.

Επιπλέον, σε σχέση με την κατανάλωση, μπορεί να μην τίθεται ως ένα συγκεκριμένος στόχος πολιτικής, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι η κατανάλωση στην Κίνα αυξάνεται με γρηγορότερους ρυθμούς από τις χώρες του G7, την ώρα που πέραν της ιδιωτικής κατανάλωσης έχει ιδιαίτερη σημασία και η «κοινωνική».

Η αναμέτρηση με τα προβλήματα του ιδιωτικού τομέα

Είναι γεγονός ότι η κινεζική ηγεσία για αρκετά χρόνια άφησε να αναπτυχθεί ο αμιγώς ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Αυτό συχνά έγινε με προβληματικό τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στεγαστικός κλάδος, όπου η προσπάθεια να καλυφθούν οι τεράστιες στεγαστικές ανάγκες μιας χώρα όπου μεγάλες μάζες μετακινούνταν προς τις πόλεις αφέθηκε στον ιδιωτικό τομέα και τη λογική απόκτησης ιδιόκτητου σπιτιού. Όμως, αυτό οδήγησε σε μια «φούσκα ακινήτων», με υψηλές τιμές και διόγκωση του χρέους. Μάλιστα ο κατασκευαστικός κλάδος έφτασε το 20% του ΑΕΠ. Καθώς αυτή η «φούσκα» σπάει, η κυβέρνηση προσπαθεί να δει πώς θα ολοκληρωθούν αναγκαία σπίτια αλλά και πώς θα χειριστεί τις προβληματικές εταιρείες αυτές, με δεδομένο ότι το ελεγχόμενο από το κράτος τμήμα του χρηματοοικονομικού συστήματος έχει το βάθος και το περιθώριο να το χειριστεί αποφεύγοντας μια μείζονα κρίση.

Είναι γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας στην Κίνα συνεχίζει να αυξάνεται και ως ένα βαθμό η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης έχει να κάνει με την ειδική βαρύτητά του, αφού οι δείκτες για το κρατικά ελεγχόμενο τομέα δείχνουν καλύτεροι. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι οι κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις στην Κίνα σε διάφορες στιγμές έπαιξαν κρίσιμο ρόλο ως προς την απάντηση σε κρισιακές τάσεις.

Την ίδια στιγμή το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας προωθεί τη στρατηγική της «κοινής ευημερίας». Αυτή ισοδυναμεί με αναγνώριση ότι η Κίνα πρέπει να αποφύγει την έκρηξη ανισότητας που αποτελεί ένα από τα προβλήματα των δυτικών οικονομιών. Σε αυτό το φόντο, πρέπει να δούμε και τη σύγκρουση με ορισμένες από τις νέες ελίτ που αναδύθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, με συμβολική συμπύκνωση την αντιπαράθεση με τον Τζακ Μα, τον ιδρυτή της Alibaba.

Οι προκλήσεις του μέλλοντος

Ωστόσο, οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η κινεζική οικονομία είναι μεγάλες. Καταρχάς η ίδια η προσπάθεια να διατηρήσει έντονο οικονομικό δυναμισμό, περιορίζοντας ταυτόχρονα την «κερδοσκοπική» δυναμική του ιδιωτικού τομέα, είναι από μόνη της μια δύσκολη προσπάθεια προς ένα είδος «οργανωμένου καπιταλισμού», ή ενός καπιταλισμού που δεν καταφεύγει σε πρακτικές «δημιουργικής καταστροφής», για να θυμηθούμε τη φράση του Σουμπέτερ.

Έπειτα, υπάρχει το πρόβλημα με την προσπάθεια των ΗΠΑ να ανακόψουν την προσπάθεια της Κίνας να γίνει πρωτοπόρα στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Πλέον έχουμε περάσει από τις κυρώσεις σε βάρος με μεμονωμένων εταιρειών όπως η Huawei σε οριζόντιες απαγορεύσεις, όπως είναι για παράδειγμα η απαγόρευση της πώλησης στην Κίνα και μικροτσιπ τελευταίας γενιάς αλλά και της τεχνολογίας που θα επέτρεπε την παραγωγή τους από την ίδια την Κίνα. Το ίδιο και οι πρόσφατες απαγορεύσεις που αφορούν την τεχνολογία των κβαντικών υπολογιστών. Ούτε είναι τυχαίοι οι περιορισμοί σε αμερικανούς πολίτες να εργάζονται στον τομέα υψηλής τεχνολογίας της Κίνας.

Όλες αυτές οι προσπάθειες να περιοριστεί η πρόσβαση της Κίνας στην υψηλή τεχνολογία, σημαίνουν αντίστοιχα και καθυστερήσεις στην προσπάθεια της κινεζικής οικονομίας να πετύχει αναγκαίες τεχνολογικές τομές και αυτό εξηγεί τη διαρκή προσπάθεια κινητοποίησης ολοένα και περισσότερο πόρων και δυναμικού σε αυτή την κατεύθυνση σε μια προσπάθεια να αποκτήσει η Κίνα τεχνολογική αυτάρκεια.

Και μπορεί η συνειδητοποίηση της εξάρτησης και της αμερικανικής οικονομίας από τις κινεζικές εισαγωγές να οδήγησε στο να μη συνεχιστεί ο εμπορικός πόλεμος, εντούτοις είναι σαφές ότι ένας ορίζοντα κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Δύση και στην Κίνα είναι και ένας ορίζοντας με οικονομικές κυρώσεις και προσπάθεια περιορισμού της πρόσβασης της Κίνας στην παγκόσμια αγορά. Αυτό εξηγεί γιατί η Κίνα όχι μόνο προσπαθεί να επενδύσει στο βάθεμα των οικονομικών σχέσεων με χώρες που δεν αποδέχονται τη λογική των κυρώσεων μέσα από τα βήματα προς μορφές «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» όπως είναι η στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος» αλλά και την προετοιμασία ακόμη και για μορφές «αποδολαριοποίησης», αλλά και προσπαθεί να αναπτύξει τη στρατηγική της «διπλής κυκλοφορίας». Δηλαδή, πάλι στην «διεθνή κυκλοφορία», δηλαδή τις μεγάλες εξαγωγές, η Κίνα να στραφεί και στην εσωτερική κυκλοφορία, δηλαδή την έμφαση στην εσωτερική κατανάλωση.

Βέβαια όλα αυτά θα κριθούν και από την εξέλιξη αυτού που ονομάζουμε «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», δηλαδή από τη γεωπολιτική διάσταση. Ήδη η σύγκρουση στην Ουκρανία μοιάζει προάγγελος συνολικότερων ρήξεων και ο τρόπος που η Κίνα αναβαθμίζει το ζήτημα της Ταϊβάν δείχνει ότι αυτό θα μπορούσε να είναι σημείο αντιπαράθεση με τη Δύση που φυσικά θα είχε και σημαντικές επιπτώσεις και στην οικονομία. Αυτή θα ήταν μια άλλη δοκιμασία για τον κοινωνικό και οικονομικό σχεδιασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή