Οι καιροί αλλάζουν και τα δεδομένα δεν είναι στάσιμα, ούτε ίδια στον τραπεζικό τομέα, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδυτές που κέρδισαν εύκολα χρήματα με ομόλογα υψηλού κινδύνου που «γεννήθηκαν» μετά την οικονομική κρίση, αναγκάζονται να αποδεχτούν ότι οι κανόνες έχουν αλλάξει: μπορεί και να μην πληρωθούν.
Οι τράπεζες πουλούσαν συνήθως αυτά τα επισφαλή ομόλογα, γνωστά ως AT1, πέντε χρόνια πριν ενεργοποιηθεί η επιλογή αποπληρωμής. Και -όπως τονίζεται- στο παρελθόν οι επενδυτές έπαιρναν τα χρήματά τους πίσω και οι τράπεζες αντικαθιστούσαν τα ομόλογα με νέα. Πλέον ορισμένα ιδρύματα αλλάζουν πορεία.
Στα «σκουπίδια» στρέφονται οι μεγάλες αμερικάνικες τράπεζες
Η τάση αυτή υπογραμμίζει την ευπάθεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς αντιμετωπίζει το αυξανόμενο κόστος δανεισμού και τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία.
Νωρίτερα φέτος, η παρολίγο κατάρρευση της Credit Suisse οδήγησε σε μια επιχείρηση διάσωσης με την υποστήριξη της ελβετικής κυβέρνησης που «εξαφάνισε» δισεκατομμύρια δολάρια ομολόγων AT1, εντυπωσιάζοντας τους επενδυτές και αυξάνοντας το κόστος για άλλες τράπεζες που θέλουν να πουλήσουν τα δικά τους.
Τώρα ορισμένες μικρότερες τράπεζες δεν αποπληρώνουν πλέον τα ομόλογα – σε μια ανεπιθύμητη εξέλιξη για τους επενδυτές – επιλέγοντας αντ ‘αυτού να τα διατηρούν ανοιχτά πέραν των πέντε ετών και να πληρώνουν τόκους για αυτά.
Όπως μεταδίδει το Reuters, η Αυστριακή Raiffeisen Bank International (RBI) πρόκειται να παραλείψει ξανά μια επιλογή αποπληρωμής του ομολόγου AT1 ύψους 650 εκατομμυρίων ευρώ στα μέσα Ιουνίου. «Η RBI έχει δεσμευτεί να κινηθεί και να αναχρηματοδοτήσει το συντομότερο δυνατό, υπό την προϋπόθεση ότι τα οικονομικά στοιχεία έχουν νόημα», δήλωσε εκπρόσωπος της RBI.
Αυτή η κίνηση ακολουθεί δύο γερμανικές τράπεζες, τη Deutsche Pfandbriefbank και τη Aareal Bank, οι οποίες επίσης παρέλειψαν τις ημερομηνίες-ορόσημο για να αποπληρώσουν ομόλογα 300 εκατομμυρίων ευρώ έκαστη, επιλέγοντας και αυτές να τα διατηρήσουν ανοιχτά.
Οι ενέργειες των τραπεζών δείχνουν πώς η εξάλειψη δισεκατομμυρίων δολαρίων των ομολόγων της Credit Suisse AT1 εξακολουθεί να αντηχεί γύρω από αυτήν την αγορά, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 275 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι επενδυτές, πιασμένοι εξαπίνης, είναι πλέον πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά την επένδυση σε τέτοια ομόλογα από μεσαίου μεγέθους τραπεζικά ιδρύματα.
Οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί πάνω από 10% από 8% πριν τη διάσωση της Credit Suisse, καθώς οι επενδυτές αναζητούν υψηλότερα ασφάλιστρα για τον κίνδυνο. «Η αγορά AT1 διασπάται», δήλωσε ο Alessandro Cameroni, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Lemanik.
«Δεδομένου του στίγματος που συνδέεται με τη μη εξόφληση, οι μεγάλες τράπεζες θα ενεργήσουν ανάλογα. Αλλά για τους μικρότερους εκδότες, που θα ήθελαν να αποζημιώσουν τους επενδυτές… είναι πλέον όλο και πιο δύσκολο».
Διαχωρισμός με κόστος
Ο Peter Harvey, διαχειριστής κεφαλαίων στη Schroders, είπε ότι πλέον η αγορά έχει χωριστεί μεταξύ των μεγάλων ισχυρών τραπεζών και των μικρότερων ιδρυμάτων. «Με μικρότερες, πιο αδύναμες τράπεζες νομίζω ότι θα δείτε περισσότερες επεκτάσεις για την αποπληρωμή των AT1, κάτι που προφανώς θα ενοχλήσει τον κόσμο», είπε.
Οι επενδυτές στα ομόλογα της RBI δεν αναμένουν πλέον να πληρωθούν στα μέσα Ιουνίου, επειδή η τράπεζα έχασε την προθεσμία πριν από δύο εβδομάδες για να ανακοινώσει δημόσια ότι θα προχωρήσει στην αποπληρωμή. Η RBI, η οποία έχει τεθεί στο στόχαστρο των ΗΠΑ για τις συναλλαγές της στη Ρωσία, δήλωσε ότι το υψηλότερο κόστος έκδοσης ενός νέου ομολόγου έπαιξε ρόλο στην απόφασή της.
«Αμορτισέρ»
Τα ομόλογα AT1 σχεδιάστηκαν για να βοηθήσουν τις τράπεζες να απορροφήσουν τις ζημίες και υπολογίζονταν στα αποθέματα κεφαλαίου τους. Αλλά η όρεξη των επενδυτών μειώνεται. Οι τιμές τους βυθίστηκαν σε χαμηλά τριετίας κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τραπεζικής αναταραχής, ενώ τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι οι επενδυτές αναμένουν μόνο το ένα δέκατο των ομολόγων να αποπληρωθεί κανονικά, σύμφωνα με τον διαχειριστή επενδύσεων Federated Hermes.
Βέβαια, ορισμένες μεγάλες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της ιταλικής UniCredit και της βρετανικής Lloyds, έχουν αποπληρώσει τα ομόλογά τους. Αλλά υπάρχουν περισσότερα ορόσημα αποπληρωμής. Τους επόμενους 12 μήνες, η Societe Generale (ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων), η UBS (2,5 δισ.) και η Santander (2,3 δισ.).
Η κατάσταση αποτελεί ένα αίνιγμα για τις τράπεζες που πρέπει είτε να δανειστούν ή να προχωρήσουν σε αναχρηματοδότηση.
Σύμφωνα με αναλυτές της Morgan Stanley, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να εκδώσουν περισσότερα από 400 δισεκατομμύρια ευρώ χρέους AT1 τα επόμενα τρία χρόνια, ωστόσο το τρέχον υψηλό κόστος θα αποτρέψει ορισμένους. «Η εναλλακτική», είπε ο Karsten Junius, επικεφαλής οικονομολόγος της J. Safra Sarasin, «θα ήταν η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και αυτό θα ήταν ακόμη πιο δαπανηρό».
Latest News
Ελέγχει τις πιέσεις του το ΧΑ - Στα ύψη η μεταβλητότητα
Τα χαρτοφυλάκια θέλουν να αποκομίσουν μέρος των κερδών του πρώτου δεκαημέρου του μήνα
Πιέζουν τις ευρωαγορές οι Inditex και Tui
Εταιρικά αποτελέσματα στο μικροσκόπιο και το βλέμμα στον πληθωρισμό των ΗΠΑ
Μικτά πρόσημα στην Ασία, συνεχίζει την ανάκαμψη ο Kospi
Στην Κίνα και στο ετήσιο οικονομικό συνέδριο η εστίαση
Επιφυλακτικότητα στη Wall Street με «μονομαχία» Oracle - Alphabet
Στάση αναμονής για τα στοιχεία του πληθωρισμού που θα ανακοινωθούν αύριο
«Καίνε» ξανά οι τιμές σε βασικά τρόφιμα - Ράλι από τον καφέ έως το βούτυρο [γράφημα]
Πώς διαμορφώνονται οι τιμές σε βασικά τρόφιμα - Πού οφείλεται η ανοδική πορεία
Την ανιούσα παίρνουν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων
Οι επενδυτές αναμένουν τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού τον Νοέμβριο
Ενισχύονται οι τιμές του μαύρου χρυσού
Κίνα και hedge funds οι καταλύτες της ανόδου
Σε υψηλό δύο εβδομάδων σκαρφάλωσε ο χρυσός
Ο χρυσός σημείωσε άνοδο 1,1% στα 2.687,69 δολάρια η ουγγιά
Ισχυρές απώλειες σε Λονδίνο και Παρίσι - Αντοχές έδειξε ο DAX
Οι ευρωαγορές αναμένουν τα στοιχεία για τον αμερικανικό πληθωρισμό ενώ εστιάζουν στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή
Τσουνάμι ομολόγων απειλεί τις αγορές το 2025 - Η προειδοποίηση της BIS
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά πάνω από 12 τρισ. δολάρια το εννεάμηνο του 2024 φτάνοντας το ποσό των 323 τρισ. δολαρίων