Τις τελευταίες μέρες επικρατεί έντονος διάλογος σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων στα χώρα μας. Η συζήτηση εστιάζεται στους συντελεστές φορολόγησης
των κερδών των επιχειρήσεων και των μερισμάτων των μετόχων καθώς και στο κατά πόσο οι μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι φοροδιαφεύγουν.

Ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η φοροαποφυγή, δηλαδή η νόμιμη μείωση της φορολογητέας ύλης, κάτι το οποίο αποτελεί συνήθη πρακτική των μεγάλων επιχειρήσεων, κυρίως των πολυεθνικών. Η φοροαποφυγή αποτελεί ένα μείζον θέμα για τις περισσότερες κυβερνήσεις καθώς στερεί πολύτιμους πόρους από την δημοσιονομική τους πολιτική ενώ η καταπολέμησή της γίνεται όλο και πιο δύσκολη λόγω της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των διεθνών οικονομικών συναλλαγών.

Ίλον Μασκ: Η φορολόγηση των υπερ-πλουσίων θα επιβαρύνει τα μεσαία εισοδήματα

Η φοροαποφυγή γίνεται μέσω της μεταφοράς κερδών από επιχειρήσεις των πολυεθνικών ομίλων που είναι εγκατεστημένες σε χώρες υψηλής φορολογίας σε επιχειρήσεις των ομίλων που εδρεύουν σε χώρες χαμήλης ή ακόμα και μηδενικής φορολογίας, γνωστές ευρύτερα ως «φορολογικοί παράδεισοι».

Ο Δρ Δημήτρης Γιακούλας είναι επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

Οι πρακτικές μέσω των οποίων γίνεται αυτή η μεταφορά κερδών είναι ποικίλες. Η πιο συνήθης πρακτική είναι η μεταβιβαστική τιμολόγηση η οποία περιλαμβάνει την πώληση ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών εντός των πολυεθνικών ομίλων με υπερτιμολογήσεις. Διαδεδομένες πρακτικές είναι επίσης η μεταφορά χρέους σε επιχειρήσεις του ομίλου σε χώρες υψηλής φορολογίας καθώς και η μεταβίβαση άυλων περιουσιακών στοιχείων (πχ πατέντες, σήματα, πνευματικά δικαιώματα), σε θυγατρικές που βρίσκονται σε χώρες χαμήλης φορολογίας, η χρήση των οποίων στη συνέχεια μισθώνεται στις θυγατρικές που εδρεύουν σε χώρες υψηλής φορολογίας.

Ειδικότερα η τελευταία πρακτική είναι ιδιαίτερα προσφιλής σε πολυεθνικούς κολοσσούς όπως η Google, η Apple, το Facebook και τα Starbucks.

Έχουν γίνει προσπάθειες από ερευνητές να υπολογίσουν το μέγεθος της φοροαποφυγής με τις εκτιμήσεις ωστόσο να διαφέρουν σημαντικά αφού κυμαίνονται από 200 δισ. $ έως 600 δισ. $ ετησίως ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις που την ανεβάζουν αρκετά παραπάνω.

Με γνώμονα την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τις τελευταίες δεκαετίες έχει επικρατήσει ένας φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ χωρών με αποτέλεσμα ο μέσος φορολογικός συντελεστής να έχει μειωθεί παγκοσμίως από το 46,52% το 1980 στο 25,44% το 2021. Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες από διακυβερνητικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς να καταπολεμήσουν το φαινόμενο δημοσιεύοντας γκρίζες λίστες φορολογικών παραδείσων (που πότε φυσικά δεν ονομάστηκαν επίσημα έτσι).

Ωστόσο έως σήμερα δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει μία συμφωνία ως προς τον ορισμό του φορολογικού παραδείσου και ως εκ τούτου δυσχεραίνεται η διαμόρφωση πολιτικής σε διεθνές επίπεδο.

Ένας ορισμός που ίσως είναι περισσότερο αποδεκτός είναι αυτός του ΟΟΣΑ ο οποίος πέρα από τις χώρες με ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς περιλαμβάνει και τις χώρες που έχουν έλλειψη διαφάνειας και μη συνεργασίας στην παροχή στοιχείων καθώς και χώρες που επιτρέπουν να συντελούνται στο έδαφός τους συναλλαγές που δεν ανταποκρίνονται σε πραγματική οικονομική δραστηριότητα.

Με βάση τον ορισμό αυτό φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι μόνο οι συνήθεις ύποπτοι όπως τα Νησιά Κέυμαν, οι Βερμούδες και το Τζέρσεϊ αλλά και χώρες ακόμα και εντός της ΕΕ που φαινομενικά έχουν ένα κανονικό έως και υψηλό φορολογικό συντελεστή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Ολλανδίας η οποία ναι μεν έχει θεσπίσει ένα εταιρικό φόρο κοντά στο 26% όμως το εξαιρετικά ελαστικό ρυθμιστικό πλαίσιο ως προς τη φορολόγηση κερδών αλλοδαπών επιχειρήσεων δημιούργησε μία συζήτηση την προηγουμένη δεκαετία σχετικά με το κατά πόσο και η Ολλανδία αποτελεί φορολογικό παράδεισο.

Η φοροαποφυγή είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που υπερβαίνει το πεδίο παρέμβασης των εθνικών κυβερνήσεων και μόνο μέσω της διεθνούς συνεργασίας μπορεί να αντιμετωπιστεί. Οι περισσότερες προτάσεις για την αντιμετώπιση της εστιάζουν συστήματα που θα φορολογούν τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην πηγή τους λαμβάνοντας υπόψη την περιοχή στην οποία γίνονται οι πωλήσεις τους ή που είναι συγκεντρωμένα τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία και οι εργαζόμενοί τους. Άλλες προτάσεις εστιάζουν στην υιοθέτηση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή κάτι το οποίο φάνηκε να υποστηρίζει ακόμα και η Janet Yellen, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα αποφασιστικό βήμα για τον περιορισμό του φορολογικού ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση της φοροαποφυγής αποτελεί η συμφωνία του Ιουλίου του 2021 στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ και των G20, για την διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής. Η συμφωνία αυτή εισάγει έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φορολογικό συντελεστή 15% ο οποίος θα εφαρμόζεται σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με τζίρους άνω των 750 εκατ. ευρώ. Περιλαμβάνει επίσης τη μετεγκατάσταση ενός μέρους των υπερβολικών κερδών των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων (με πωλήσεις άνω των 20 δισ. ευρώ και κερδοφορία άνω του 10%) στις χώρες στις οποίες πραγματικά δημιουργούνται.

Η συμφωνία έχει μέχρι σήμερα υπογραφεί από 138 χώρες που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ αναμενόταν να ενεργοποιηθεί το 2023. Όμως πρόσφατα η εφαρμογή της αναβλήθηκε για το 2024.

Η νέα συμφωνία πλαίσιο είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως όπως είδαμε παραπάνω, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να επινοήσουν νέες πρακτικές για να την παρακάμψουν. Ως εκ τούτου, καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική εφαρμογή της συμφωνίας είναι η συνεχής επικαιροποίησή της κάτι το οποίο απαιτεί ακόμη στενότερη διακυβερνητική συνεργασία.

*Ο Δρ Δημήτρης Γιακούλας είναι επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ο «αλγόριθμος του Αιγαίου»: Πώς μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην ελληνική οικονομία;
Experts |

Πώς μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να τονώσει την ελληνική οικονομία;

Οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν από την ικανότητα της τεχνητής νοημοσύνης να αυτοματοποιεί επαναλαμβανόμενες διεργασίες, να εξορθολογίζει κρίσιμες λειτουργίες και να βελτιώνει τη λήψη αποφάσεων