Αν και ο δείκτης μη εξυπηρετούμουν ανοιγμάτων (NPL) των ελληνικών τραπεζών έφθασε στο υψηλό του 49,1% το πρώτο τρίμηνο του 2017 (103,8 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια), άρχισε να μειώνεται σημαντικά μόνο μετά την εφαρμογή του προγράμματος «Ηρακλής», το τέταρτο τρίμηνο του 2019.
Αυτό αναφέρουν σε σημείωμά τους για τις ελληνικές τράπεζες οι αναλυτές (Vassilis Panaghoulis επικεφαλής, Alberto Cruces de la Rosa, CFA, Mudasar Chaudhry, Christian Aufsatz) της Morningstar DBRS, αναδεικνύοντας το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το πρόγραμμα σχεδόν πέντε χρόνων από την έναρξή του, για την σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Τα κόκκινα δάνεια που εντάχθηκαν στον Ηρακλή ανέρχονται σε 42,8 δισ. ευρώ. Μέσω 17 συναλλαγών, στο πλαίσιο του προγράμματος δόθηκαν συνολικές κρατικές εγγυήσεις 19,2 δισ. ευρώ, με το ανεξόφλητο υπόλοιπο να διαμορφώνεται στα 17 δισ. ευρώ.
Στα τέλη του 2023, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν φτάσει σε μονοψήφιους δείκτες NPLs, ενώ τρεις εξ αυτών έχουν δείκτες χαμηλότερους του 5%. Το πρώτο τρίμηνο του 2024, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων ανερχόταν στο 7,5% (11,1 δισ. ευρώ), και η Morningstar DBRS προβλέπει ότι με τον Ηρακλή ΙΙΙ που αναμένεται να αποτελέσει και την τελευταία φάση του προγράμματος, θα υποχωρήσει ακόμα περισσότερο, περιορίζοντας το χάσμα με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ενώ, όμως, η ποιότητα ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί σημαντικά, τα χρέη που μεταβιβάστηκαν βρίσκονται ακόμα στην οικονομία, αφού τα διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης δανείων, με τους servicers να κατέχουν σήμερα 70 δισ. ευρώ δανείων, από 87,7 δισ. ευρώ που ήταν το υψηλό, το πρώτο τρίμηνο του 2022, δεικνύοντας πως το διάστημα αυτό (από το πρώτο τρίμηνο του 2022 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024) ρυθμίστηκαν κόκκινα δάνεια, ύψους 17,6 δισ. ευρώ.
Μετά και την ολοκλήρωση του Ηρακλή ΙΙΙ, η προσοχή θα εστιαστεί στους servicers και στην ικανότητά τους να προχωρήσουν στις απαραίτητες ρυθμίσεις των δανείων.