Δεκαοκτώ χρόνια πέρασαν από τις 10 Ιουνίου 2007, όταν στη Γαλλία η Δεξιά είχε επικρατήσει άνετα στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ευλόγως ήλπιζε ότι θα εξασφάλιζε μια ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Αλλά το ίδιο βράδυ οι ελπίδες του διαψεύστηκαν όταν σε μια τηλεοπτική συζήτηση ο υπουργός Οικονομίας Ζαν-Λουί Μπορλού έπεσε στην παγίδα του έμπειρου σοσιαλιστή πολιτικού Λοράν Φαμπιούς και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να επιβάλει έναν «καταραμένο» (για τις ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις αλλά και τους πολιτικούς) φόρο: τον λεγόμενο «κοινωνικό ΦΠΑ».
Ο Μπορλού παραδέχθηκε ότι η νέα κυβέρνηση σκέπτεται να αυξήσει το συντελεστή ΦΠΑ προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη μείωση του κόστους εργασίας – να μειώσει τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων δηλαδή. Μεγάλη γκάφα! Οι Σοσιαλιστές κέρδισαν τη ρητή από τα πλέον αρμόδια χείλη επιβεβαίωση ενός από τα κεντρικά συνθήματα της προεκλογικής τους εκστρατείας: «Ψηφίστε κατά της εκτίναξης του ΦΠΑ στο 24,6%».
Τις ημέρες που μεσολάβησαν μέχρι την επόμενη Κυριακή που θα διεξαγόταν ο δεύτερος γύρος η αντιπολίτευση κατήγγειλε με κάθε ευκαιρία «μια άδικη ιδέα», η οποία «θα επηρέαζε αδιακρίτως τους καταναλωτές, κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα». Ήταν κατανοητό από άπαντες τους ψηφοφόρους ότι ο ΦΠΑ είναι ένας έμμεσος φόρος που επιβαρύνει οριζόντια, δηλαδή άνισα, έχοντες και μη έχοντες.
Ο Νικολά Σαρκοζί έσπευσε να αποκλείσει δημοσίως και σε όλους τους τόνους οποιαδήποτε αύξηση του ΦΠΑ – η οποία, ωστόσο, περιλαμβανόταν στο πρόγραμμά του, όπως θυμίζει ο ρεπόρτερ της «Les Echos» Σεμπαστιάν Ντιμουλέν. Αλλά η ζημιά έχει γίνει. Στο δεύτερο γύρο το υπουργικό τηλεοπτικό ολίσθημα κόστισε στο προεδρικό κόμμα τουλάχιστον 50 έδρες και στον Ζαν-Λουί Μπορλού το αξίωμά του.
Ο άμεσος αντίκτυπος από την αύξηση του έμμεσου αυτού φόρου θα είναι η ανατίμηση όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών
Ο ΦΠΑ των εργοδοτών
«Ο Εμανουέλ Μακρόν γνωρίζει καλά αυτό το τρομερό προηγούμενο», γράφει στη γαλλική οικονομική εφημερίδα ο Ντιμουλέν. Αλλά το βράδυ της Τρίτης, κατά την τηλεοπτική του εμφάνιση στο TF1, ο πρόεδρος εξέφρασε την άποψη ότι το «γαλλικό κοινωνικό μοντέλο», σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση για την χρηματοδότηση του κράτους, «βασίζεται υπερβολικά στην εργασία». Και φροντίζοντας βέβαια να μην εκστομίσει τον επίμαχο όρο «κοινωνικός ΦΠΑ», ανέφερε ως εναλλακτική λύση την εξεύρεση πόρων από την κατανάλωση.
Ερωτηθείσα την Τετάρτη το πρωί για το θέμα, η υπουργός Προϋπολογισμού Αμελί ντε Μοντσαλέν ήταν επίσης επιφυλακτική. Ωστόσο, επιβεβαίωσε ότι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο: η μείωση των εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων και η αντιστάθμιση του κενού στα Ταμεία κοινωνικής ασφάλισης με την αύξηση του ΦΠΑ.
«Το μέτρο έχει τους υποστηρικτές του, με επικεφαλής τη Medef», γράφει ο Ντιμουλέν αναφερόμενος στη γαλλική Ένωση Εργοδοτών. Ο ΦΠΑ είναι – και στη Γαλλία – μακράν ο αποδοτικότερος φόρος για τα κρατικά έσοδα. Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ κατά μόλις 1 μονάδα θα απέφερε στο γαλλικό κράτος 11 δισ. ευρώ. Αρκετά για να μειωθούν σημαντικά οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
«Κάποιοι θεωρούν το μέτρο ως έναν τρόπο για να προσεγγίσει ο ακαθάριστος μισθός τον καθαρό που εισπράττουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι. Άλλοι το βλέπουν ως μια ‘υποτίμηση της φορολογίας’ ικανή να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των γαλλικών επιχειρήσεων έναντι των ξένων ανταγωνιστών τους», σημειώνει ο γάλλος ρεπόρτερ.
Ένας… γρουσούζης φόρος
Ο άμεσος αντίκτυπος από την αύξηση του έμμεσου αυτού φόρου θα είναι η ανατίμηση όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών, κάτι που θα πλήξει, όπως είναι εύλογο, περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα – στη Γαλλία βέβαια ισχύει η αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών και των συντάξεων με τον πληθωρισμό.
Υπάρχει επίσης και ένα πολιτικό πρόβλημα με τον λεγόμενο «κοινωνικό ΦΠΑ»: είναι πολύ γρουσούζης! «Από το επεισόδιο του Μπορλού και εντεύθεν έχει φέρει ατυχία σε όλους τους πολιτικούς που τον έχουν δοκιμάσει», σημειώνει ο ρεπόρτερ της «Les Echos». Και αναφέρει ως παράδειγμα τα γεγονότα του Φεβρουαρίου 2012, λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, όταν ο Νικολά Σαρκοζί και η κυβέρνηση του Φρανσουά Φιγιόν αποφάσισαν εν τέλει να αυξήσουν τον ΦΠΑ κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες από το 19,6% στο 21,2% για να χρηματοδοτήσουν τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Το μέτρο επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου της χρονιάς εκείνης, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ επειδή ο Σαρκοζί και η Δεξιά έχασαν τις εκλογές και ο νέος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δεν το εφάρμοσε, καθώς το είχε κατακεραυνώσει επανειλημμένα στην προεκλογική του εκστρατεία ως «άκαιρο, άδικο, αβάσιμο και αυτοσχέδιο».
Στο βιβλίο του «France for Life», που κυκλοφόρησε το 2016, ο Νικολά Σαρκοζί εμφανίζεται μετανιωμένος πάντως που δεν είχε ξεκινήσει την επίμαχη μεταρρύθμιση νωρίτερα και περίμενε να τη θεσμοθετήσει λίγο πριν από τις εκλογές.
Σοσιαλιστική κωλοτούμπα
Σε ό,τι αφορά τους Σοσιαλιστές του Φρανσουά Ολάντ και τον ίδιο τον πρόεδρο, στην ουσία φάνηκε ότι εκείνο που δεν ήθελαν ήταν να εφαρμόσουν το νόμο του Σαρκοζί και του Φιγιόν και όχι να μην αυξήσουν τον «άδικο και αβάσιμο» ΦΠΑ.
Το φθινόπωρο του 2012, τρεις μήνες δηλαδή αφότου κατακεραύνωνε τον «κοινωνικό ΦΠΑ» του Σαρκοζί, ο Ολάντ και η κυβέρνηση Ερό ψήφισαν την αύξηση του ΦΠΑ για τον ίδιο ακριβώς λόγο: για να χρηματοδοτήσουν την στήριξη των επιχειρήσεων – «φορολογική πίστωση για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση» ονόμασαν το νομοθέτημα!
Βέβαια η επιβάρυνση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο εκείνη που σχεδίαζε η Δεξιά (από το 19,6% αυξήθηκε στο 20%). Ωστόσο ο «ενδιάμεσος» συντελεστής εκτινάχθηκε από το 7% στο 10%. «Η σοσιαλιστική κωλοτούμπα προκάλεσε τον χλευασμό της Δεξιάς και την οργή της Αριστεράς, αλλά ο ίδιος ο Φρανσουά Ολάντ παραδέχτηκε το 2015 ότι θα έπρεπε να είχε κρατήσει την αύξηση του ΦΠΑ που αποφάσισε ο Νικολά Σαρκοζί», όπως θυμίζει ο ρεπόρτερ της «Les Echos».
Οι παραλλαγές Μακρόν
Το «καταραμένο μέτρο» επανεμφανίστηκε το 2017. «Ανεπίδεκτοι μαθήσεως, οι υποψήφιοι για την ηγεσία της Δεξιάς ανταγωνίζονται πεισματικά επί του θέματος», τονίζει ο Ντιμουλέν, θυμίζοντας ότι Ζαν-Φρανσουά Κοπέ σχεδίαζε να αυξήσει τον ΦΠΑ στο 25% μακροπρόθεσμα για να μειώσει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Ο Αλέν Ζιπέ, ο οποίος μετονόμασε το μέτρο σε «ΦΠΑ ανταγωνιστικότητας», πρότεινε την αύξηση του συντελεστή μόνο κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ενώ ο Φρανσουά Φιγιόν πίστευε ότι ιδανική είναι η αύξηση κατά 2 μονάδες.
Τόσες πολλές φιλοδοξίες σβήστηκαν από την κατάρρευση του κόμματος UMP και τον εκλογικό θρίαμβο του νεαρού Εμανουέλ Μακρόν, πρώην υπουργού Οικονομικών στις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του Ολάντ. Έχοντας ήδη τη ρετσινιά του «προέδρου των πλουσίων», ο Μακρόν θέλει να μειώσει το κόστος της εργασίας, «αλλά αποφεύγει το ραδιενεργό κομμάτι του κοινωνικού ΦΠΑ», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ρεπόρτερ της «Les Echos».
Έτσι το 2018, ένα χρόνο μετά την εκλογή του, ο Μακρόν προτίμησε να αυξήσει τη Γενική Κοινωνική Εισφορά (CSG), ένα φόρο που επιβάλλεται κλιμακωτά στα εισοδήματα για την ενίσχυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης – κάτι που επιβάρυνε αρκετά τους συνταξιούχους «οι οποίοι δεν θα τον συγχωρήσουν», κατά την εφημερίδα.
Στη συνέχεια, το 2019, ο Μακρόν αποφάσισε να μειώσει τις εργοδοτικές εισφορές κατανέμοντας ένα κλάσμα του ΦΠΑ στην Κοινωνική Ασφάλιση, αλλά χωρίς καμία αύξηση του συντελεστή. Έκτοτε, το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει εισπράξει περισσότερο από το ένα τέταρτο των εθνικών εσόδων από τον ΦΠΑ.
«Έξι χρόνια αργότερα, λόγω έλλειψης περιθωρίου ελιγμών, ο ‘κοινωνικός ΦΠΑ’ επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Αλλά θα είναι πράγματι η κυβέρνηση μειοψηφίας του Φρανσουά Μπαϊρού αυτή που θα μπορέσει να άρει την κατάρα;», αναρωτιέται ο ρεπόρτερ Ντιμουλέν.