Ανησυχία προκαλούν τα στοιχεία για τις επενδύσεις. Κι αυτό διότι παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εντούτοις οι επενδύσεις «έπεσαν». Όπως προκύπτει, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το πρώτο τρίμηνο του 2025 μειώθηκαν κατά 6,1% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024 και υποχώρησαν επίσης κατά 3,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς.
Το δίχως άλλο, αυτό εντείνει τις επιφυλάξεις για την κυβερνητική πρόβλεψη περί αύξησης 8,4% των επενδύσεων το τρέχον έτος. Άλλωστε, η κυβέρνηση της ΝΔ συνηθίζει να υπερεκτιμά τους στόχους των επενδύσεων, κάτι που έχει καταγραφεί και στους προηγούμενους προϋπολογισμούς. Το 2024, οι επενδύσεις σε τρέχουσες τιμές έφτασαν τα 36,3 δισ. ευρώ, από 34,18 δισ. το 2023. Παρά την αύξηση, το χάσμα από τα 48 δισ. του 2009 και τα 55,6 δισ. του 2008 παραμένει σημαντικό.
Το κενό
Μεγάλο «αγκάθι» για την ελληνική οικονομία παραμένει το επενδυτικό κενό κάτι το οποίο επισημαίνει πλήθος οικονομικών αναλυτών. Αν και εμφανίζεται μια τάση μείωσης της απόστασης με την Ευρώπη, το ζήτημα παραμένει υπαρκτό και δείχνει ότι η χώρα μας θα πρέπει να κάνει πολλά βήματα ακόμη. Για αυτό άλλωστε και η Κομισιόν έκρουσε «καμπανάκι» στην ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με τις επενδύσεις, κάτι το οποίο περιλαμβάνεται στο τελευταίο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο.
Η Κομισιόν αναφέρει ότι ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει ο χαμηλότερος στην ΕΕ. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις τα τελευταία χρόνια, ο λόγος επενδύσεων ανήλθε στο 15,3% του ΑΕΠ το 2024, σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρόκειται για ένα σημαντικό δείκτη για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς δείχνει το πόσο μια χώρα επενδύει στο μέλλον της παραγωγικής ικανότητας της.
Αυτό το χάσμα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ οφείλεται κυρίως στις χαμηλές επιχειρηματικές επενδύσεις, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις υπερέβησαν ελαφρώς τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ποια είναι τα εμπόδια
Ο ρυθμός ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ. Τα τρία κύρια εμπόδια που συμβάλλουν σε αυτή την υστέρηση παρατίθενται στα σημεία κατωτέρω:
– Ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις, αβεβαιότητα και υψηλό ενεργειακό κόστος. Πάνω από το 90% των επιχειρήσεων αναφέρουν αυτούς τους παράγοντες ως εμπόδια για επενδύσεις
– Έλλειψη εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων. Ένα αυξανόμενο ποσοστό ελληνικών επιχειρήσεων αναφέρει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ως εμπόδιο
– Πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικούς περιορισμούς, ιδίως μεταξύ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι υψηλό. Η πρόσβαση σε μη τραπεζική χρηματοδότηση και επιχειρηματικά κεφάλαια παραμένει ελλιπής.
Τι γίνεται με τις δημόσιες επενδύσεις
Από εκεί και πέρα, αναφορικά με τις δημόσιες επενδύσεις και παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, συνεχίζουν να υπάρχουν εμπόδια και αναποτελεσματικότητες τόσο: (α) στο δικαστικό σύστημα, το οποίο πλήττεται από χρονοβόρες διαδικασίες· όσο και (β) στις δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό προσφορών με έναν μόνο υποψήφιο.
Σύμφωνα με την Κομισιόν βασικά προσκόμματα αποτελούν
-Χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες για την επίλυση νομικών αξιώσεων κατά των διαδικασιών δημόσιων προμηθειών, σε συνδυασμό με αργή αδειοδότηση και μεταβίβαση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, εμποδίζουν την έγκαιρη ολοκλήρωση βασικών επενδύσεων σε υποδομές.
-Υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικού συντονισμού μεταξύ των δημόσιων φορέων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επενδύσεις που καλύπτουν πολλαπλούς τομείς και υπουργεία.
Επενδύσεις και εισόδημα
Αξίζει να σημειωθεί πως οι επενδύσεις είναι σημαντικές και για την αύξηση του εισοδήματος. Όπως δείχνει πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ, το κλειδί για την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων στη χώρα εξακολουθεί να είναι οι επενδύσεις. Τόσο όσον αφορά το επίπεδό τους, που αν και ανερχόμενο υπολείπεται σημαντικά αυτού που απαιτείται για γρήγορη σύγκλιση στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες όσο και ποιοτικά με μετακίνηση σε κλάδους και επιχειρήσεις που παράγουν υψηλή αξία. Το ζήτημα σχετίζεται με τουλάχιστον τρία αλλά επιμέρους ερωτήματα.
Πρώτον σε ποιο βαθμό αποσύρονται ρυθμιστικά και γραφειοκρατικά εμπόδια που καθιστούν τις επενδύσεις στη χώρα περισσότερο επισφαλείς και δύσκολες στην πραγματοποίησή τους.
Δεύτερον, κατά πόσο η ελληνική παραγωγή γίνεται περισσότερο εξωστρεφής, καθώς η εσωτερική ζήτηση δεν αρκεί για την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων υψηλής αξίας και η πρόοδος στις εξαγωγές έχει καλύψει μέρος μόνο του σχετικού κενού.
Τρίτον, ποια είναι η εξέλιξη της εγχώριας αποταμίευσης και κατά πόσο διευκολύνεται η διασύνδεση της με παραγωγικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες στη χώρα, είτε μέσω της ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς είτε μέσα από τις τραπεζικές λειτουργίες.
Στον βαθμό που οι επενδύσεις στη χώρα θα αυξάνονται, ειδικότερα αυτές που υποστηρίζουν εργασία υψηλής αξίας, θα μπορεί να υποστηριχθεί μια συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων των εργαζομένων.