DBRS: Τα δύο «αγκάθια« που συγκράτησαν την αξιολόγηση της Ελλάδας

Η DBRS εκτιμά χαμηλότερες επιδόσεις για το 2025 - Διαπιστώνει μειωμένη στήριξη στην κυβέρνηση - Ο κίνδυνος για τις μεταρρυθίσεις

DBRS: Τα δύο «αγκάθια« που συγκράτησαν την αξιολόγηση της Ελλάδας

Σταθερές κράτησε την αξιολόγηση (ΒΒΒ) και τις προοπτικές (σταθερές) της ελληνικής οικονομίας, όπως άλλωστε, αναμενόταν ο οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS, καθώς ναι μεν αναγνώρισε τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας και τη βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών, ωστόσο δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η χώρα εξακολουθεί να «κουβαλά βαρίδια» που περιορίζουν τις δυνατότητές της.

Η αξιολόγησή της μάλιστα δεν ανέφερε τα νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που έδειξαν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν μόλις 1,7% για το δεύτερο τρίμηνο, από το 2,2% το πρώτο τρίμηνο του έτους, υπενθυμίζοντας την επίδοση του 2024, όταν η ελληνική οικονομία κατέγραψε ανάπτυξη 2,3%, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Επί της ουσίας όμως, η Morningstar DBRS αναγνώρισε ότι η ισχυρή εγχώρια ζήτηση αποτέλεσε τον κύριο μοχλό ανάπτυξης του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της θετικής πορείας στην απασχόληση και των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Παρόλα αυτά, προέβλεψε ότι οι επιδόσεις της φετινής χρονιάς δύσκολα θα είναι εξίσου ισχυρές, λόγω των πρόσφατων δεσμεύσεων για κοινωνικές δαπάνες και της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών.

Σε αυτό το μέτωπο, η Morningstar DBRS άφησε και μια πολιτικής υφής αιχμή, αναφέροντας ότι «οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών πέρυσι, δείχνουν μειωμένη στήριξη προς την κυβέρνηση. Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές, υπάρχει ο κίνδυνος η πρόσφατη μεταρρυθμιστική δυναμική να επιβραδυνθεί».

Τα «αγκάθια»

Παρά τα θετικά, λοιπόν, που σκιαγραφεί στην ανάλυσή της η Morningstar DBRS, δεν κρύβει την ανησυχία της για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που έφτασε στο 6,9% του ΑΕΠ το 2024 και προβλέπεται να παραμείνει υψηλό τα επόμενα χρόνια. Παρά την πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα και τις ξένες επενδύσεις, η εξάρτηση από τις εισαγωγές αποτελεί διαρκής αδυναμία, αναφέρει.

Ουσιαστικά, εξηγεί και την απόφαση της για την ελληνική οικονομία στο ότι «οι αξιολογήσεις της Ελλάδας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών». Άλλωστε, η Ελλάδα παραμένει με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη, που διαμορφώθηκε στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024. Αν και η διάρθρωσή του είναι ευνοϊκή και τα ταμειακά διαθέσιμα σημαντικά, το βάρος του περιορίζει την ευελιξία της οικονομικής πολιτικής.

Επίσης, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας και η ιδιαίτερα αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν τη συνολική εξωτερική της θέση. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο -6,9% του ΑΕΠ το 2024, ενώ η NIIP στο -130,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 8,1% τα επόμενα δύο χρόνια, γεγονός που καταδεικνύει τη μεγάλη αποταμίευση-αρνητική καθαρή θέση της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή εξάρτηση των επενδύσεων από εισαγωγές.

Το δεύτερο «αγκάθι» στην αξιολόγηση είναι ότι, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη σε εξωτερικές απειλές. Οποιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωση του γεωπολιτικού περιβάλλοντος ή του διεθνούς εμπορίου που αποδυναμώνει τη ζήτηση από το εξωτερικό, αναπόφευκτα θα επηρεάσει τις ελληνικές εξαγωγές και την οικονομία συνολικά, αναφέρει ο οίκος.

Όπως εξηγεί, παρότι η Ελλάδα έχει περιορισμένη άμεση έκθεση εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, η άνοδος των διασυνοριακών δασμών αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, με έμμεσες συνέπειες για την ελληνική οικονομία, η οποία είναι μικρή και ανοιχτή.

Τυχόν πρόσθετη διαταραχή στο εμπόριο θα επηρέαζε αρνητικά τις εξαγωγικές βιομηχανίες της χώρας, ενώ μια νέα ταχεία αύξηση στις τιμές της ενέργειας ή άλλων βασικών εμπορευμάτων θα δημιουργούσε πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις. Μάλιστα, ο οίκος υπενθυμίζει ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 3,7% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο 2025.

Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ανοδική τροχιά τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας και υπηρεσιών. Αυτοί οι παράγοντες τιμών είναι πιθανό να επιμείνουν, εκτιμά η Morningstar DBRS.

Θετικό σήμα για τις τράπεζες

Στον τραπεζικό τομέα, οι εξελίξεις είναι πιο θετικές, κατά την Morningstar DBRS. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια περιορίστηκαν θεαματικά στο 2,9%, από 32% το 2020, ενώ οι τράπεζες εμφανίζουν ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Όπως εξηγεί ο Morningstar DBRS, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Η υψηλότερη πιστωτική επέκταση και τα διαρθρωτικά υψηλότερα επιτόκια έχουν οδηγήσει σε υγιή κερδοφορία για τις τράπεζες.

Το σύστημα είναι επίσης πιο ανθεκτικό. Πρόσφατοι κλυδωνισμοί, όπως η ενεργειακή κρίση και η ταχεία αύξηση των επιτοκίων, δεν ανέτρεψαν τη σταθερή βελτίωση στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού.

Ο μέσος δείκτης κεφαλαίων CET1 για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ήταν 16,0% τον Ιούνιο 2025, έναντι 11,8% το 2021. Η απομείωση κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών στα βασικά και τα δυσμενή σενάρια της EBA ήταν σημαντικά μικρότερη από τον μέσο όρο των συμμετεχουσών ευρωπαϊκών τραπεζών.

Η ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω, καθώς τα Αναβαλλόμενα Φορολογικά Στοιχεία (DTAs) που κατέχουν οι τράπεζες μειώνονται ταχύτερα από ό,τι είχε προηγουμένως προβλεφθεί, καταλήγει ο Morningstar DBRS.

OT Originals
Περισσότερα από Economy

ot.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθυντής Σύνταξης: Χρήστος Κολώνας

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΟΝΕ DIGITAL SERVICES MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 801010853, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: ot@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Μέλος

ened
ΜΗΤ

Aριθμός Πιστοποίησης
Μ.Η.Τ.232433

Απόρρητο