Παρά το γεγονός πως η Κομισιόν άναψε χθες το «πράσινο φως» για τον ελληνικό προϋπολογισμό του 2026, στο πλαίσιο της έκθεσης για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, φρόντισε να στείλει μηνύματα μέσω της αντίστοιχης έκθεσηw για τη μεταπρογραμματική εποπτεία της χώρα μας. Στη συγκεκριμένη αφήνει αιχμές για μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα, φαίνεται να υπαινίσσεται και ότι υπάρχει θέμα δημοσιονομικών διορθώσεων σε σχέση με το πρόστιμο που ενδεχομένως θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εξαιτίας του ΟΠΕΚΕΠΕ και της καθυστέρησης των επιδοτήσεων προς τους αγρότες. Όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση «σε σύγκριση με τις προβλέψεις της Επιτροπής κατά την άνοιξη του 2025, το πρωτογενές αποτέλεσμα επωφελείται από την ισχυρή αύξηση των εσόδων και την υποαπόδοση των δαπανών της κεντρικής διοίκησης, οι οποίες αντισταθμίζονται εν μέρει από την αύξηση των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη, τις δημοσιονομικές διορθώσεις που σχετίζονται με τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ και τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες».
Από εκεί και πέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, τα οποία καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς δείχνει να έχει αποτύχει.
Τι θα γίνει μετά το Ταμείο Ανάκαμψης
Η Κομισιόν προβλέπει πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό άνω του 2% και το 2026, ωστόσο προειδοποιεί πως η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, καθώς η χώρα μας θα πρέπει να επιταχύνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που υπολείπονται με βάση το σχέδιο «Ελλάδα 2.0», εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την πλήρη απορρόφηση των διαθέσιμων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με την Κομισιόν, αν και δεν αναμένεται απότομη πτώση, η ανάπτυξη προβλέπεται να μειωθεί μετά το 2026, όταν ολοκληρωθεί η εφαρμογή του σχεδίου.

Η οικονομία καταφέρνει να αντιμετωπίσει τις εξωτερικές αντιξοότητες, αλλά η συνεχιζόμενη αύξηση της αβεβαιότητας και του κόστους χρηματοδότησης θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις εξαγωγές, ιδίως στον τουρισμό, καθώς και στις επενδύσεις, όπως καταγράφεται στο κείμενο της ΕΕ.
Το «αγκάθι» του πληθωρισμού
Ζήτημα εντοπίζεται και στον πληθωρισμό. Όπως; καταγράφει το κείμενο της μεταπρογραμματικής εποπτείας, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί λίγο, στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026, παραμένοντας πάνω από το όριο του 2% που θέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Παράλληλα, ο δομικός πληθωρισμός (εξαιρεί τις ευμετάβολες τιμές ενέργειας και τροφίμων) προβλέπεται να μειωθεί έως το 2027, αλλά η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό στο 2,4%.
Κενές θέσεις εργασίας
Από εκεί και πέρα, η Κομισιόν εκτιμά πως η ανεργία θα συνεχίσει να υποχωρεί ωστόσο με μικρότερους ρυθμούς καθώς πολλές θέσεις εργασίας μένουν κενές λόγω χρόνιων δομικών προβλημάτων όπως η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αλλά και το κενό δεξιοτήτων που καταγράφονται στην ελληνική αγορά εργασίας.
Το πρόβλημα με τα ληξιπρόθεσμα χρέη
Κώδωνα κινδύνου κρούει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου. Και μάλιστα για πολλοστή φορά. Για τα νοσοκομεία από τα οποία προέρχεται το 40% των ληξιπρόθεσμων χρεών αναφέρει πως η δημιουργία της Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας (ΕΚΑΠΥ) δεν έχει ακόμα αποδώσει πλήρως τα αναμενόμενα οφέλη της, αν και αναμένεται να συμβάλει στην αποτροπή συσσώρευσης νέων οφειλών για φάρμακα και άλλες προμήθειες στο μέλλον. Αντίθετα, οι εκκρεμείς συντάξεις έχουν σε μεγάλο βαθμό αποδοθεί, ενώ οι οφειλές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων της γενικής κυβέρνησης παραμένουν στα ίδια επίπεδα (περί τα 280 εκατ. ευρώ).
Αυτό το γεγονός, όπως αναφέρεται στο κείμενο της μεταπρογραμματικής εποπτείας, υποδηλώνει την ύπαρξη συνεχιζόμενων ανεπαρκειών που σχετίζονται εν μέρει με τον μεγάλο αριθμό φορέων και τις ποικίλες δραστηριότητες.
Η παρακολούθηση των καθυστερήσεων είναι ουσιαστικής σημασίας, σύμφωνα με την ΕΕ, διότι αποτελεί βασικό δείκτη για την πληρωμή των υποχρεώσεων της κυβέρνησης και τη διαχείριση της ρευστότητας, καθώς η συσσώρευση καθυστερήσεων μπορεί να υποδηλώνει αδυναμίες στον έλεγχο των δαπανών και να επηρεάσει τις συνθήκες ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία.
«Κόκκινα» δάνεια και τράπεζες
Σχετικά με τα «κόκκινα δάνεια» στην ελληνική οικονομία, η Κομισιόν οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν, παρά το ότι έχει σημειωθεί ,πτώση εντός τους τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, οι servicers δεν έχουν πετύχει τους στόχους. Πολλά τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια του προγράμματος «Ηρακλής» εμφανίζουν χαμηλότερες ανακτήσεις από τις προβλέψεις των επιχειρηματικών σχεδίων, κυρίως λόγω δικαστικών εμποδίων στις διαδικασίες εκκαθάρισης και αυτό μπορεί να επηρεάσει το χρέος αν ενεργοποιηθούν οι εγγυήσεις που έχει δώσει το Δημόσιο.

Αναφορικά με τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες, η Κομισιόν σημειώνει πως η ποιότητα του κεφαλαίου παρέμεινε αδύναμη, καθώς η αναβαλλόμενη φορολογία (DTC) αντιπροσώπευε το 38,6 % του συνόλου των προληπτικών ιδίων κεφαλαίων τον Δεκέμβριο του 2024, παρόλο που το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι τον Δεκέμβριο του 2021 (61 %). Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν ως στόχο την πλήρη απόσβεση της αναβαλλόμενης φορολογίας έως το 2034, πολύ νωρίτερα από τον αρχικό στόχο του 2041.
Ο κίνδυνος για το Δημόσιο Χρέος
Παρά την αυξημένη μεταβλητότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, τα spreads της Ελλάδας έναντι των 10ετών γερμανικών ομολόγων παρέμειναν σχετικά σταθερά από τον Απρίλιο του 2025, με μέσο όρο περίπου 70 μονάδες βάσης. Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης παρέμεινε επίσης αμετάβλητο στο 3,2% (10ετής διάρκεια, Σεπτέμβριος 2025).
Η Ελλάδα θεωρείται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Κομισιόν, «Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι παραμένουν υψηλοί».
Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους έχει συνομολογηθεί με χαμηλά επιτόκια και ο κίνδυνος επιτοκίου που συνδέεται με το GLF είναι αντισταθμισμένος. Ως εκ τούτου, η μετακύλιση των υψηλότερων επιτοκίων της αγοράς στα πραγματικά επιτόκια της Ελλάδας είναι χαμηλή βραχυπρόθεσμα. Αυτό, σε συνδυασμό με τις συγκρατημένες χρηματοδοτικές ανάγκες, το μεγάλο απόθεμα ρευστότητας και την ανάπτυξη υποστηρίζει την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας.
Καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις
Η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζει να αντιμετωπίζει καθυστερήσεις σημειώνει η Κομισιόν δίνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μακροχρόνια αναβολή στην ολοκλήρωση της σύμβασης παραχώρησης της Εγνατίας Οδού. Παράλληλα, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και οι στρατηγικές επενδύσεις συναντούν γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια, που περιορίζουν τον ρυθμό υλοποίησης των έργων και την προσέλκυση κεφαλαίων. Η Κομισιόν τονίζει ότι η επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών είναι απαραίτητη για να ενισχυθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.





































