Στο μηδέν συμφώνησαν ΗΠΑ και Βρετανία να διατηρηθεί ο δασμός για τα φαρμακευτικά προϊόντα, όπως έγραψε το BBC.
Τι συμφώνησαν ΗΠΑ – Βρετανία
Σύμφωνα με τη συμφωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πληρώνει περισσότερα για τα φάρμακα μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) σε αντάλλαγμα για την εγγύηση ότι οι εισαγωγικοί φόροι στα φαρμακευτικά προϊόντα θα παραμείνουν στο μηδέν για τρία χρόνια.
Τα φαρμακευτικά προϊόντα είναι ένα από τα μεγαλύτερα εξαγωγικά προϊόντα της Βρετανίας προς τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι επίσης η μεγαλύτερη αγορά για τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες της χώρας, μεταξύ των οποίων οι GSK και AstraZeneca.
Σύμφωνα με το υπουργείο Επιχειρήσεων και Εμπορίου της Βρετανίας, κατά τους 12 μήνες έως το τέλος Σεπτεμβρίου, στις ΗΠΑ εξήχθησαν φάρμακα αξίας 11,1 δισ. λιρών που ισοδυναμούσαν με το 17,4% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών κατά την περίοδο αυτή.
Τον Ιούνιο, ο Τραμπ υπέγραψε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο για την άρση ορισμένων εμπορικών φραγμών μεταξύ των χωρών και τη μείωση των δασμών επί των περισσότερων αγαθών που εξάγονται στις ΗΠΑ στο 10%. Ωστόσο, τα φαρμακευτικά προϊόντα παρέμειναν μια μεγάλη άγνωστη παράμετρος, με την απειλή Τραμπ προς όλους για επιβολή δασμών 100%.
«Αυτή η συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο ενισχύει το παγκόσμιο περιβάλλον για καινοτόμα φάρμακα και φέρνει την πολυαναμενόμενη ισορροπία στο εμπόριο φαρμάκων μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου», δήλωσε ο αμερικανός υπουργός Υγείας, Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αυξήσει το συνολικό ποσό που δαπανά το NHS για φάρμακα, με στόχο την αύξηση των δαπανών αυτών από 0,3% του ΑΕΠ σε 0,6% του ΑΕΠ τα επόμενα 10 χρόνια. Το ποσό που πρέπει να επιστρέψουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στο NHS για να διασφαλιστεί ότι το σύστημα υγείας δεν θα υπερβεί τον προϋπολογισμό που του έχει διατεθεί θα περιοριστεί στο 15% – πέρυσι, οι φαρμακευτικές εταιρείες έπρεπε να επιστρέψουν περισσότερο από 20%. Σε αντάλλαγμα, οι εξαγωγές φαρμάκων προς τις ΗΠΑ θα προστατεύονται από αυξήσεις δασμών για τα επόμενα τρία χρόνια.
Η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ της βιομηχανίας και της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με τα επίπεδα δαπανών και τα ποσοστά έγκρισης εντάθηκε από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Τραμπ ότι Αμερικανοί πλήρωναν πολλές φορές περισσότερα για φάρμακα από ό,τι οι ασθενείς στη Βρετανία και στην Ευρώπη.
Κόντρα με τις φαρμακευτικές
Αρκετές μεγάλες επενδύσεις φαρμακευτικών εταιρειών στη Βρετανία έχουν ανασταλεί ή ακυρωθεί τους τελευταίους 18 μήνες, ενώ τόσο η GSK όσο και η AstraZeneca ανακοίνωσαν πρόσφατα επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ.
Ο υπουργός Υγείας Wes Streeting δήλωσε τον Αύγουστο ότι δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει τις φαρμακευτικές εταιρείες να «κλέβουν» τη Βρετανία, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των φαρμακευτικών εταιρειών σχετικά με το κόστος των φαρμάκων.
Ωστόσο, στη συνέχεια, ο υπουργός Επιστημών Sir Patrick Vallance δήλωσε στο BBC ότι αποδέχεται ότι το NHS πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για φάρμακα, αφού διαπίστωσε ότι οι δαπάνες του για φάρμακα μειώθηκαν ως ποσοστό του προϋπολογισμού του τα τελευταία 10 χρόνια.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο βρετανικός φαρμακευτικός γίγαντας GSK δεσμεύτηκε να επενδύσει 30 δισεκατομμύρια δολάρια (22 δισεκατομμύρια λίρες) στην έρευνα και την παραγωγή στις ΗΠΑ τα επόμενα πέντε χρόνια.
Μια εβδομάδα πριν από την ανακοίνωση της GSK για τις επενδύσεις στις ΗΠΑ, η αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Merck – η οποία στην Ευρώπη ονομάζεται MSD – αποκάλυψε ότι ακύρωνε την προγραμματισμένη επέκταση των δραστηριοτήτων της στο Ηνωμένο Βασίλειο, ύψους 1 δισ. λιρών.
Λίγο αργότερα, η AstraZeneca ανακοίνωσε επίσης ότι αναστέλλει την προγραμματισμένη επένδυση 200 εκατ. λιρών σε ερευνητικές εγκαταστάσεις στο Κέιμπριτζ. Τον Ιούλιο, η AstraZeneca δήλωσε ότι θα επενδύσει 50 δισ. δολάρια στην παραγωγή φαρμάκων και στην έρευνα και ανάπτυξη στις ΗΠΑ.



































