H ελληνική οικονομία διανύει μια περίοδο σταθερότητας, με ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ που υπερβαίνουν τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, αξιοπιστία του δημοσιονομικού ισοζυγίου και συστηματική εξομάλυνση του κόστους χρηματοδότησης. Επίσης, με βελτίωση των όρων απασχόλησης, σταδιακή μείωση της ανεργίας στα επίπεδα πριν από την κρίση χρέους και αύξηση των περισσότερων αμοιβών των εργαζομένων.
Την ίδια ώρα, οι επιδόσεις της οικονομίας μας ακόμη απέχουν σημαντικά από τις επιθυμητές. Τα πραγματικά εισοδήματα πολλών νοικοκυριών δεν είναι ικανοποιητικά, καθώς χρειάζονται περαιτέρω τομές που θα φέρουν κράτος και αγορές πλησιέστερα στα ευρωπαϊκά επίπεδα και θα σπάσουν τον εγκλωβισμό σε χαμηλή παραγωγικότητα.
Από τη σημερινή αφετηρία είναι, λοιπόν, κρίσιμο οι όποιες παρεμβάσεις πολιτικής να μη διακινδυνεύσουν τη σταθερότητα που έχει επιτευχθεί, αλλά να απελευθερώσουν νέες προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης.
Ποιες μπορεί να είναι σημαντικότερες προκλήσεις και ευκαιρίες κατά τη νέα χρονιά;
Αρχικά, θα είναι κρίσιμης σημασίας οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο πλαίσιο. Ισχύει ότι σε πολλές πλευρές της η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας έχει υπάρξει ομαλότερη από ό,τι μπορεί να αναμενόταν μετά την ανακοίνωση πρόθεσης έντονων παρεμβάσεων στο διεθνές εμπόριο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ πριν από περίπου ένα έτος. Ομως, πλέον συσσωρεύονται μεγάλες ανισορροπίες και δημιουργούνται ερωτήματα για τις προοπτικές μεγέθυνσης των μεγάλων οικονομιών μέσα σε ένα σταθερό διεθνές πλαίσιο.
Οσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο, φαίνεται πως έχει βρεθεί μια προσωρινή ισορροπία, με υποβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους τους, που δεν φθάνουν όμως τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα που αρχικά είχαν αναφερθεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εκκρεμεί η διευθέτηση, σε πολλαπλά επίπεδα, των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, εξέλιξη που θα επηρεάσει κρίσιμα το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Είναι επίσης ανοικτό το ερώτημα σε ποιον βαθμό η επιβολή δασμών προς τις ΗΠΑ θα επηρεάσει τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Προς το παρόν, η σχετική επίδραση δεν εκτιμάται ιδιαίτερα υψηλή, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει στη νέα χρονιά.
Φυσικά, υψηλής σημασίας θα είναι και οι εξελίξεις σε σχέση με την Ουκρανία και το πώς αυτές θα επηρεάσουν ευρύτερα τις επενδύσεις και την αγορά ενέργειας στην Ευρώπη.
Συνολικά, υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες στο παγκόσμιο εμπόριο, συμπεριλαμβάνοντας ζητήματα διαχείρισης των τεχνολογιών αιχμής, κατευθύνσεις της πράσινης μετάβασης και προτεραιότητες στην αγορά ενέργειας.
Ολες αυτές οι παράμετροι θα είναι κρίσιμες για την ελληνική οικονομία, τόσο όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων όσο και τις εξαγωγικές προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα για το στενότερο πλαίσιο της οικονομίας μας, την Ευρώπη, με δεδομένες τις παγκόσμιες προκλήσεις και άλλες ενδογενείς αδυναμίες, πάνω από ένα έτος από τη δημοσίευση της Εκθεσης Ντράγκι μόνο λίγα έχουν συμβεί στην πραγματικότητα για ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, της προσέλκυσης επενδύσεων και της καινοτομίας. Αυτές είναι πλευρές υστέρησης, στις οποίες η πρόοδος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών και μιας διατηρήσιμης θέσης ευημερίας στην παγκόσμια οικονομία. Αναπόφευκτα η ευρωπαϊκή οικονομία δέχεται πιέσεις και από την παράταση στις γεωπολιτικές εντάσεις στα σύνορά της.
Υψηλής σημασίας είναι ασφαλώς η στροφή σε υψηλότερες δαπάνες για άμυνα. Αν και η αυτονομία και η ασφάλεια στην Ευρώπη έχουν κόστος που θα πρέπει να αναληφθεί, αυτό το κόστος μπορεί να αποτελέσει πλήγμα, εφόσον δεν συνδυαστεί με ευρύτερη ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και της ευρωπαϊκής μεταποίησης σε συναφείς τομείς αιχμής.
Για τη χώρα μας, η ευρωπαϊκή στροφή στην άμυνα μπορεί να είναι διπλή ευκαιρία. Εφόσον είναι έτσι και αλλιώς αναγκασμένη σε υψηλές αμυντικές δαπάνες, μπορεί να επωφεληθεί από κοινά προγράμματα και επίσης να αναπτύξει την αμυντική της βιομηχανία που έχει ατροφήσει.
Γυρνώντας προς το εσωτερικό της χώρας, υπάρχει ένα πλέγμα ερωτημάτων με κέντρο το εάν μπορεί να διατηρηθεί ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας και μάλιστα με τρόπο που να καταστεί σταδιακά διατηρήσιμος.
Αυτό συναρτάται με το ευρύτερο πλαίσιο σταθερότητας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά και με τη διάθεση και τη δυνατότητα που θα επιδειχθεί για αναγκαίες τομές που θα ενισχύσουν την οικονομία. Μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μπορεί να γίνει εκτίμηση ότι η επόμενη χρονιά θα κινηθεί περίπου στα επίπεδα της προηγούμενης. Η κατανάλωση σε κάθε περίπτωση καταδεικνύει ανθεκτικότητα, ενώ για τις επενδύσεις μπορεί να υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία εφόσον παραμένει η επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης και ταυτόχρονα καταγράφεται μείωση επιτοκίων, έστω και μικρή.
Ομως, η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς μεγαλύτερη εξωστρέφεια και καινοτομικότητα γίνεται μόνο με αργό ρυθμό. Συναφώς, ο πληθωρισμός παραμένει επίσης υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και θα είναι κρίσιμης σημασίας η μείωσή του κατά τη νέα χρονιά, αφενός για την ανακούφιση των νοικοκυριών και αφετέρου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Συνολικά, στη νέα χρονιά υπάρχουν ανοικτά στοιχήματα σε πολλαπλά επίπεδα, της παγκόσμιας οικονομίας, της ευρωπαϊκής και της δικής μας. Κρίσιμη παράμετρο για την πορεία των εισοδημάτων στη χώρα θα αποτελέσει κατά πόσο η βάση σταθερότητας συμπληρωθεί από ένα φιλόδοξο σχέδιο αλλαγών που θα ενισχύσει τις παραγωγικές δυνάμεις και που θα επιτρέψει την εκμετάλλευση ευκαιριών στο ευμετάβλητο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο.
O Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
















![Ελαιόλαδο: Ανάκαμψη στην παραγωγή, πίεση στην κατανάλωση – Τι αλλάζει έως το 2035 [γραφήματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/07/elaiolado.2023-1.jpg)



![Ψηφιακά στοιχεία διακίνησης αποθεμάτων [20ο Μέρος]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/taxes-scaled-1-1024x732-1.jpg)














