Project Syndicate

Μετά την οικονομική κρίση του 2008, κατά τη θητεία του Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα, σημειώθηκαν τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον Πρόεδρο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα (προσαρμογή για τα αυτόματα έσοδα και τα έξοδα του επιχειρηματικού κύκλου). Ο διάδοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, τον ξεπέρασε.

Ο Μπάιντεν έχει την πρόθεση να ξεπεράσει και τους δύο. Αν και το ακαθάριστο ομοσπονδιακό χρέος της Αμερικής ανέρχεται πλέον στο 107% του ΑΕΠ – ποσοστό ρεκόρ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης Μπάιντεν για το 2022 φέρνει τη χώρα αντιμέτωπη με τα μεγαλύτερα ελλείμματα σε περίοδο ειρήνης.

Για να είμαι σίγουρος, υποστηρίζω πολιτικές που αποσκοπούν στον μετριασμό βραχυπρόθεσμων οικονομικών δεινών, τα οποία προκαλούνται από κρίσεις, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, και συμβάλλουν στην ανάκαμψη, αρκεί το μακροπρόθεσμο κόστος να είναι λογικό. Ωστόσο, τα σχέδια δαπανών του Μπάιντεν δεν ακολουθούν την τακτική αυτή. Αντ’ αυτού, θα δημιουργήσουν τεράστια ελλείμματα που θα επιμείνουν και πολύ μετά την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης.

Για τα πέντε οικονομικά έτη, από το 2022 έως το 2026, η διοίκηση Μπάιντεν θα καταγράφει ελλείμματα που θα ανέρχονται, κατά μέσο όρο, στο 5,9% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό επιτεύχθηκε μόνο μία φορά, μεταξύ του 1947 και του 2008, και, πιο συγκεκριμένα το 1983, όταν το ποσοστό ανεργίας έφτασε, κατά μέσο όρο, σε επίπεδα άνω του 10%. Ωστόσο, οι προβολές της κυβέρνησης έθεσαν την ανεργία σε ποσοστό 4,1% το 2022 και σε 3,8% από το 2023 και έπειτα.

Ο Μπάιντεν ισχυρίζεται ότι οι προτάσεις του θα αυξήσουν ελάχιστα το δημόσιο χρέος (το οποίο πρόκειται να αυξηθεί ούτως ή άλλως, λόγω, κυρίως, των συνεχώς αυξανόμενων δαπανών για την Κοινωνική Ασφάλιση). Υπάρχουν, όμως, σημαντικοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι η αύξηση αυτή οτιδήποτε άλλο παρά «ελάχιστη» θα είναι.

Καταρχάς, η κυβέρνηση Μπάιντεν ελπίζει να αντισταθμίσει τις υψηλότερες δαπάνες αυξάνοντας τους φόρους εταιρειών και τους φόρους υπεραξίας. Ωστόσο, αυτές οι αυξήσεις στους φόρους είναι απίθανο να εγκριθούν από τη διχασμένη Γερουσία των ΗΠΑ, όπως αναφέρεται. Επιπλέον, αυτοί οι φόροι είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την ανάπτυξη, οπότε εάν οριστεί έκδοσή τους, η κυβέρνηση Μπάιντεν, πιθανότατα, θα διαπιστώσει ότι οι προβολές εσόδων της ήταν υπερβολικά αισιόδοξες.

Οι προτάσεις δαπανών του Μπάιντεν περιλαμβάνουν, επίσης, αρκετά ακριβά δικαιώματα, όπως βελτιωμένη φροντίδα κατ ‘οίκον για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες, δωρεάν προσχολική αγωγή, και  δωρεάν διετής φοίτηση στα κοινοτικά κολέγια για τους νέους ενήλικες. Τα ιστορικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι τέτοια προγράμματα είναι πιθανό να μην είναι προσωρινά, αλλά να εφαρμόζονται σε μόνιμη βάση, οδηγώντας σε έξοδα τα οποία να ξεπερνούν κατά πολύ τις αρχικές προβολές.

Εν τω μεταξύ, ενώ η Κίνα και η Ρωσία ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία, ο Μπάιντεν συνεχίζει να μην δίνει προτεραιότητα στις αμυντικές δαπάνες, με μία αύξηση που δεν συμβαδίζει με τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της κυβέρνησής του, οι αμυντικές δαπάνες θα μειωθούν στο χαμηλότερο μερίδιο του ΑΕγχΠ, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο από πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα να ανησυχεί τις ΗΠΑ. Τα ελλείμματα υποτίθεται ότι δεν έχουν μεγάλη σημασία, όταν μια οικονομία δανείζεται σε δικό της νόμισμα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ πρέπει, απλώς, να αγοράσει το χρέος από το Υπουργείο Οικονομικών. Και με τα ποσοστά κρατικού δανεισμού να είναι χαμηλότερα από τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης, το χρέος μπορεί να αναχρηματοδοτείται σε μόνιμη βάση. Το έλλειμμα χρηματοδότησης, ουσιαστικά, χαρίζεται.

Χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο στους ισχυρισμούς αυτούς.  Οι λόγοι επισημαίνονται σε πρόσφατες επιστημονικές μελέτες από ​​εμένα​ τον ίδιο, τον συνάδελφό μου στο Ινστιτούτο Hoover, τους ​John Cochrane​​, ​Greg Mankiw και Laurence Ball​ (από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, αντίστοιχα), και ​τον Larry​ Kotlikoff από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, και τους υπόλοιπους συν-συγγραφείς τους.

Ιστορικά, η τεράστια συσσώρευση χρέους, συνήθως, ακολουθείται από σοβαρά προβλήματα: αργή ανάπτυξη, αύξηση του πληθωρισμού, χρηματοπιστωτική κρίση ή όλα αυτά μαζί. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποια προβλήματα θα προκύψουν ή ποιος λόγος χρέους προς ΑΕγχΠ θα σηματοδοτήσουν προβλήματα και για ποιες χώρες. Επίσης, οι ΗΠΑ έχουν το πλεονέκτημα να εκδίδουν το κορυφαίο αποθεματικό νόμισμα του κόσμου. Ωστόσο, αυξάνονται οι κίνδυνοι για πληθωρισμό, μία τάση που θα επιταχυνθεί μόνο από τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από έλλειμμα.

Το υψηλό χρέος αυξάνει, επίσης, την πιθανότητα πρόκλησης πληθωρισμού, ειδικά εάν οι αλλοδαποί κατέχουν μεγάλο μερίδιο. Η υπεραπλουστευμένη υπόθεση ότι οι οφειλέτες είναι πλούσιοι και οι πιστωτές είναι φτωχοί είναι πιθανό να ενισχύσει αυτή την πιθανότητα, ειδικά σε ένα πολιτικό κλίμα όπου πολλοί πολιτικοί και ψηφοφόροι υποστηρίζουν τη φορολογία και άλλες πολιτικές που στοχεύουν τους πλούσιους.

Ένα ακόμη πρόβλημα είναι ότι υψηλότερο δημόσιο χρέος θα ωθήσει, τελικά, στην αύξηση των επιτοκίων, τη συσσώρευση των επενδύσεων και θα βλάψει την πιθανή οικονομική ανάπτυξη. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) αναμένει ότι τα κρατικά ομόλογα δεκαετούς θα αυξηθούν γρηγορότερα και ταχύτερα από τον προϋπολογισμό του Μπάιντεν.

Ενώ μεγάλες αλλαγές στα επιτόκια είναι απίθανες στο εγγύς μέλλον, η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι κυβερνητικές και ιδιωτικές προβλέψεις συχνά αποτύγχαναν στο να προβλέψουν τις αλλαγές αυτές- όπως συνέβη με τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και τον αποπληθωρισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά το 2008, όλοι υποτιμούσαν το χρονικό διάστημα που η Fed θα διατηρούσε το επιτόκιο στο μηδέν.

Αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει ακόμη μία κρίση. Εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεχίσει να επεκτείνει το χρέος της τώρα, η έλλειψη δημοσιονομικής ικανότητας θα δυσκολέψει την παροχή βοήθειας, όταν η οικονομία χρειαστεί πραγματικά στήριξη. Εν τω μεταξύ, ο κατακλυσμός χρέους μίας αναπτυγμένης οικονομίας καθιστά δυσκολότερο για τις φτωχές χώρες, με περιορισμένη ικανότητα χρέους, να ανταποκρίνονται επαρκώς στην κρίση του κορωνοϊού, επιδεινώνοντας την ανθρώπινη τραγωδία.

Παρόλα αυτά, το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ μπορούν να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους δωρεάν είναι διαδεδομένο και κάνουν τους εκλεγμένους αξιωματούχους να αγνοούν τη δημοσιονομική πειθαρχία. Έτσι, αυξάνεται ο κίνδυνος η διοίκηση Μπάιντεν να μην δαπανήσει απλώς, αλλά να σπαταλήσει τα χρήματα, χρηματοδοτώντας έργα με χαμηλές, ακόμη και αρνητικές, αποδόσεις, όπως έκανε η κυβέρνηση Ομπάμα με το πακέτο Obama Stimulus, το 2009.

Το περιεχόμενο των προτάσεων δαπανών του Μπάιντεν δεν είναι ενθαρρυντικό. Δείτε το Αμερικανικό Πρόγραμμα Εργασίας 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο χρεώνεται ως «λογαριασμός υποδομής», αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό των δαπανών που περιλαμβάνει θα προοριζόταν για παραδοσιακές υποδομές. Και ακόμη και εδώ, το CBO εκτιμά ένα ποσοστό απόδοσης μισό από εκείνο της ιδιωτικής επένδυσης, το οποίο αναμένεται να μειωθεί.

Βραχυπρόθεσμα, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να προστατεύσει τη διοίκηση Μπάιντεν από τις συνέπειες των απερίσκεπτων δαπανών της. Αλλά, εάν οι μέτριες μακροπρόθεσμες προβλέψεις ανάπτυξης αποδειχθούν ακριβείς, ή χειρότερα, αποδειχθούν αισιόδοξες, όλοι μας, συμπεριλαμβανομένου του Μπάιντεν, μπορεί να το μετανιώσουμε.

Michael Boskin, Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και Ανώτατο Στέλεχος στο Ίδρυμα Hoover, έχει διατελέσει Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Προέδρου των ΗΠΑ George HW Μπους, 1989-1993.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων
Experts |

Ο υπολογιστής του Αλιέντε στην εποχή των δεδομένων

Στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ωστόσο οξύνοες οικονομολόγοι του ανατολικού μπλοκ κωδικοποίησαν μεθόδους για τη πρακτική εφαρμογή μίας οικονομίας που βασίζεται στο κεντρικό σχεδιασμό μίας γραφειοκρατικής κυβέρνησης.