Το 1929, η Σοβιετική Ένωση αντικατέστησε την επταήμερη εβδομάδα με τον όρο “nepreryvka” ή, αλλιώς, «συνεχής εβδομάδα εργασίας». Οι εργαζόμενοι χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες, σε κύκλους πέντε ημερών, με κυλιόμενα ρεπό, έτσι ώστε η παραγωγή να μην σταματήσει ποτέ. Έτσι, ξεκίνησαν οι εργαζόμενοι να σημειώνουν με χρωματιστό χρώμα στα βιβλία διευθύνσεών τους πότε θα δουν ή θα επικοινωνήσουν με τους φίλους τους, ανάλογα με την ημέρα που είχαν ρεπό.

«Τι μπορούμε να κάνουμε στο σπίτι, αν οι σύζυγοί μας είναι στο εργοστάσιο, τα παιδιά μας στο σχολείο και κανείς δεν μπορεί να μας επισκεφτεί;» εργαζόμενος παραπονέθηκε σε επιστολή του σε εφημερίδα. Όπως παρατηρεί ο Όλιβερ Μπούρκμαν, ο οποίος γράφει για την nepreryvka στο νέο του βιβλίο Four Thousand Weeks: «Η αξία του χρόνου δεν εξαρτάται από το πόσο ελεύθερο χρόνο έχετε, αλλά από το εάν ο ελεύθερος χρόνος σας συμπίπτει με τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων για τους οποίους νοιάζεστε περισσότερο».

Η Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε αυτό το πείραμά της έπειτα από 11 χρόνια. Ωστόσο, η σημερινή οικονομία επιστρέφει σε ένα είδος «συνεχούς εβδομάδας εργασίας». Οι γνωστοί ρυθμοί της καθημερινής εργασίας και της ξεκούρασης το Σαββατοκύριακο διαλύονται μπροστά στα μάτια μας.

Η παρακμή του «9 με 5» έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Το 2010-11, το 20% των εργαζομένων στις ΗΠΑ εργάζονταν περισσότερες από τις μισές ώρες εκτός των κανονικών ωρών εργασίας τους, από τις 6 το πρωί έως τις 6 το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα. Έρευνα εργαζομένων σε όλη την ΕΕ, το 2015, έδειξε ότι περίπου οι μισοί εργάζονταν τουλάχιστον ένα Σάββατο το μήνα, σχεδόν το ένα τρίτο δούλευε τουλάχιστον μία Κυριακή και περίπου το ένα πέμπτο των εργαζομένων δούλευε τη νύχτα.

Όπως και στη Σοβιετική Ένωση, ένας από τους οδηγούς αυτών των προτύπων εργασίας ήταν η επιθυμία των κατασκευαστών να λειτουργούν τα εργοστάσια 24/7, ώστε να μεγιστοποιήσουν τη χρήση μηχανών και να ελαχιστοποιήσουν τα κόστη της διακοπής παραγωγής. Ένα συνηθισμένο μοτίβο βάρδιας για τους εργαζόμενους στην παραγωγή και τις αποθήκες σήμερα είναι να εργάζονται τέσσερις ημέρες για δώδεκα ώρες, να έχουν τέσσερις ημέρες ρεπό, στη συνέχεια να εργάζονται τέσσερις νύχτες και μετά να έχουν άλλες τέσσερις ημέρες ρεπό. Ένα άλλο είναι να δουλεύουν οκτάωρες βάρδιες εκ περιτροπής. Όπως φαίνεται και σε αγγελία για θέσεις εργασίας σε αποθήκες στο Ηνωμένο Βασίλειο: «Οι ώρες εργασίας είναι: 6 το πρωί έως 2 το απόγευμα, 2 το απόγευμα έως τις 10 το βράδυ, 10 το βράδυ έως τις 6 το πρωί. Θα εργάζεστε τη μία εβδομάδα μία συγκεκριμένη βάρδια και, στη συνέχεια, θα έχετε κυλιόμενο ωράριο, επομένως απαιτείται ευελιξία για να καλύψετε όλες τις βάρδιες».

Τα εργοστάσια και οι αποθήκες δεν είναι οι μόνοι χώροι εργασίας που λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο. Η εργασία με βάρδιες είναι κάτι το συνηθισμένο και για τους γιατρούς, για τους  νοσηλευτές, τους φροντιστές, τους οδηγούς και τους φύλακες, μεταξύ άλλων. Ενώ, τον τελευταίο καιρό, φαίνεται να εφαρμόζεται και σε άλλα επαγγέλματα. Το 2015, το 21% των εργαζομένων στην ΕΕ ανέφεραν ότι εργάζονταν σε βάρδιες, περισσότερο από 17 % σε σχέση με μια δεκαετία νωρίτερα.

Παρόλο που η εργασία με βάρδιες ταιριάζει σε μερικούς ανθρώπους, τα στοιχεία δείχνουν ότι βλάπτει την υγεία τους, ειδικά αν οι βάρδιές τους εναλλάσσονται μεταξύ ημέρας και νύχτας. Δωδεκάωρες βάρδιες, εναλλασσόμενες βάρδιες και απρόβλεπτα ωράρια συσχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο ψυχικών ασθενειών, καρδιαγγειακών και γαστρεντερικών προβλημάτων.

Η βάρδια μπορεί, επίσης, να βλάψει και την οικογενειακή ζωή. «Το διαζύγιο είναι πολύ κακό. Βλέπουμε πολλά διαζύγια, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι οι οικογένειες, ειδικά τα νεαρά ζευγάρια, είστε μακριά από την οικογένειά σας [για] 12 ώρες και, στη συνέχεια, όταν πηγαίνετε σπίτι μετά από μια δωδεκάωρη βάρδια, απλά θέλετε να κοιμηθείτε», είπε ένας διευθυντής σε αμερικανικό εργοστάσιο μεταποίησης, σε ακαδημαϊκούς, οι οποίοι μελετούσαν τον αντίκτυπο της εργασίας σε βάρδιες. Εργαζόμενος στην ίδια μελέτη ανέφερε ότι: «Αλλάζει ο χρόνος που περνάμε με τις οικογένειές μας. Αλλάζει ο χρόνος που διαθέτουμε για την κοινωνική μας ζωή, την εκκλησία και τις κοινοτικές ομάδες. Όλα αυτά τα πράγματα με τα οποία θα θέλατε να ασχοληθείτε».

Οι παλιοί ρυθμοί εργασίας αλλάζουν και στο γραφείο, αλλά, σε αυτή την περίπτωση, εξαρτάται περισσότερο από τους υπαλλήλους. Η ελευθερία να εργαζόμαστε μακριά από το γραφείο μας, εξαιτίας της πανδημίας, έχει δώσει τη δυνατότητα να εργαζόμαστε ανά πάσα στιγμή. Ο όρος «ασύγχρονη εργασία» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνέχεια, πλέον, από τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού και διαχείρισης. Αυτό έχει και θετικές πτυχές: αποφεύγεται ο συνωστισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς κάθε πρωί και βράδυ και επιτρέπει στους εργαζομένους να συνδυάζουν και άλλες προτεραιότητες ή ευθύνες μαζί με την εργασία τους.

Υπάρχουν, όμως, και μειονεκτήματα. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017 και διεξήχθη με βάση εργαζομένους σε 15 χώρες έδειξε ότι ο αντίκτυπος της τηλεργασίας στην ισορροπία εργασίας-ζωής ήταν «πολύ διφορούμενος»: οι εργαζόμενοι ανέφεραν ότι περνούσαν περισσότερο χρόνο με τις οικογένειές τους, ωστόσο υπήρχε αύξηση των ωρών εργασίας τους και τα όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής ήταν θολά.

Οι ρυθμιστικές αρχές ήδη προσπαθούν να βρουν τρόπους, ώστε να προστατευθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Η Γαλλία και το Μεξικό, για παράδειγμα, έχουν υποσχεθεί να δώσουν τη δυνατότητα στους υπαλλήλους τους να απέχουν λιγάκι από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλέφωνα. Όμως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή σε όσους εργαζομένους εργάζονται σε βάρδιες, των οποίων οι προκαθορισμένες ώρες εργασίας μπορεί να μην ταιριάζουν με το βιολογικό τους ρολόι και την οικογενειακή τους ζωή.

Η αλλαγή του παλιού μοντέλου εργασίας δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Μετά την πανδημία, ο κόσμος είναι πολύ πιθανό να διχασθεί μεταξύ εκείνων που μπορούν να ταιριάξουν  την εργασία τους με τη ζωή τους και εκείνων που θα πρέπει να ταιριάξουν τη ζωή τους με την εργασία τους.