Ντέρμπι και όχι περίπατος για τον ένα από τους δύο βασικούς μονομάχους αποδεικνύονται οι προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία – το πολυπληθέστερο και ισχυρότερο κράτος της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, με πληθυσμό άνω των 215 εκατομμυρίων και ΑΕΠ που ξεπερνά τα 1,8 τρισ. δολάρια.
Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν (για μια ακόμη φορά) έξω, με αποτέλεσμα ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα όχι απλώς να μην εκλεγεί από τον χθεσινό πρώτο γύρο, αλλά να αισθάνεται την απειλή και την «ανάσα» του απερχόμενου προέδρου.
- Διαβάστε επίσης: Αναζητώντας την οικονομική ανάκαμψη
Αναμφίβολα, εξάλλου, ο Ζαΐχ Μπολσονάρο τα πήγε αρκετά καλύτερα από ό,τι αναμενόταν και διατηρεί ελπίδες να κάνει την έκπληξη στον δεύτερο γύρο της 30ης Οκτωβρίου.
Φαβορί, αλλά…
Φυσικά, αυτό δεν θα είναι εύκολο, καθώς το 48,4% του – 76χρονου, πλέον, πρώην λούστρου – Λούλα τον φέρνει σχεδόν μια ανάσα από την επικράτηση, ενώ οι περίπου 6 εκατομμύρια που τον χωρίζουν από τον αντίπαλό του (συγκέντρωσε 43,2%) δεν θα είναι εύκολο να καλυφθούν. Πολύ περισσότερο καθώς οι δύο μικρότεροι διεκδικητές, που έλαβαν ποσοστά της τάξης του 4% και 3%, δεν μπορούν να θεωρηθούν συγγενείς ιδεολογικά και πολιτικά με τον Μπολσονάρο.
- Διαβάστε επίσης: Κάλπες, fake news και τραμπική τοξικότητα
Έτσι, ο ηγέτης και υποψήφιος του Κόμματος των Εργαζομένων παραμένει το φαβορί για να βρεθεί ξανά στην προεδρία, για την τρίτη του θητεία μετά τις δύο της δεκαετίας του 2000. Παίρνοντας, παράλληλα, ρεβάνς για τις πολιτικές διώξεις τις οποίες υπέστη από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που είχαν ως συνέπεια να καταδικαστεί για διαφθορά, του αφαιρεθούν τα πολιτικά δικαιώματα και να περάσει πάνω από ένα χρόνο στη φυλακή – μέχρις ότου απαλλαγεί.
Πόλωση άνευ προηγουμένου
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στην περίπτωση που δεν γίνει η έκπληξη και η μεγάλη ανατροπή, η Βραζιλία εισέρχεται σε μια πολύ δύσκολη πολιτική περίοδο με την κοινωνία της διχασμένη και πολωμένη όσο λίγες φορές στο παρελθόν. Κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Μπολσονάρο – ένα πρώην αξιωματικό του στρατού, ο οποίος δεν έχει κρύψει την απέχθειά του για τη δημοκρατία – η πολιτική του οποίου δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ακροδεξιά και σκοταδιστική σε πολλές πλευρές της.
Ο απερχόμενος πρόεδρος απέδειξε, έτσι, ότι – όπως συνέβη και με τον σύμμαχο και φίλο του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν αποτέλεσε «λάθος της ιστορίας», αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων διεργασιών και αναγκών. «Πριν τον Μπολσονάρο, η Αριστερά της Βραζιλίας ήταν ξεκάθαρα ηγεμονική, ενώ οι ανταγωνιστές της ήταν είτε κεντρώα κόμματα είτε κόμματα χωρίς συγκεκριμένη ιδεολογία. Πλέον, η ιδεολογική Δεξιά ήρθε για να μείνει», όπως δήλωσε στους Financial Times ο Εδουάρδο Μέλο, πολιτικός επιστήμονας στο Getulio Vargas Foundation.
«Η Ακροδεξιά θα ενθουσιαστεί», σχολίασε ο πολιτικός επιστήμονας Κρίστιαν Λιντς μιλώντας στην Guardian, ενώ ο Τιάγκο Αμπάρο, ακαδημαϊκός και αρθρογράφος της εφημερίδας Folha de São Paulo, ξεκαθάρισε ότι τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως ο Μπολσονάρο και ο μπολσοναρισμός «είναι ζωντανοί και επιθετικοί». Η Ακροδεξιά της Βραζιλίας «είναι σήμερα πολύ πιο οργανωμένη και με εξελιγμένες μεθόδους», σημείωσε από την πλευρά της στους FT η Μόνικα ντε Μπόλε, του αμερικανικού Peterson Institute for International Economics.
Γερουσία, Βουλή και κυβερνήτες
Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, πως τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι δύο μονομάχοι για την προεδρία δεν αποτυπώνουν όλη την εικόνα. Κι αυτό διότι το κόμμα του Μπολσονάρο και αρκετοί στενοί του σύμμαχοι σημείωσαν πολύ καλά αποτελέσματα, αποτυπώνοντας ένα ισχυρό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα.
Για του λόγου το αληθές, στις παράλληλες εκλογές για το Κογκρέσο, το κόμμα του Μπολσονάρο κέρδισε 8 νέες έδρες από τις 27 που κρίνονταν για τη Γερουσία, ενώ εκείνο του Λούλα μόλις 4 (οι υπόλοιπες θα κριθούν στις 30 Οκτωβρίου). Ανάμεσα δε στους εκλεγέντες περιλαμβάνονται οι πρώην υπουργοί Υγείας και Περιβάλλοντος, οι οποίοι έχουν ιδιαιτέρως βεβαρυμμένο παρελθόν – ο πρώτος γιατί είναι συνυπεύθυνος για τους σχεδόν 700.000 θανάτους από την πανδημία και ο δεύτερος για την επιτάχυνση της αποψίλωσης του Αμαζονίου και άλλες καταστροφές.
Στη Βουλή, ο Μπολσονάρου διασφάλισε από τον πρώτο γύρο 99 από τις 513 συνολικά έδρες, έναντι 80 για τον συνασπισμό του Λούλα. Τέλος, σε επίπεδο κυβερνητών, επανεξελέγη στο Ρίο ο σύμμαχος του απερχόμενου προέδρου, Κλάουντιο Κάστρο, ενώ στο Σάο Πάολο, Ο Ταρσίσιο ντε Φρέιτας πήγε πολύ καλύτερα από ό,τι αναμενόταν και, με το προβάδισμα που απέκτησε, θα διεκδικήσει τη νίκη στον δεύτερο γύρο.
Οι «δύο Βραζιλίες»
Είναι γεγονός, επίσης, ότι η πόλωση αποτυπώθηκε και στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ψήφισαν οι διάφορες περιοχές της χώρας. Ο Λούλα και ο συνασπισμός του, συγκεκριμένα, τα πήγαν πολύ καλύτερα στο φτωχό βορειοανατολικό τμήμα, ενώ ο Μπολσονάρου επικράτησε εμφατικά στις μεγάλες και πολυπληθείς πόλεις.
Με βάση τα παραπάνω, και παρά την εκλογική αριθμητική, στις τέσσερις εβδομάδες που απομένουν πολλά μπορούν να αλλάξουν στη Βραζιλία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πάντως, φαίνεται πως το αντιμετωπίζει ο Λούλα, καθώς το στίγμα του δεν είναι πια τόσο σαφές – σε αντίθεση με εκείνο του Μπολσονάρου, ο οποίος δεν κρύβει ποιος είναι και ζητά από τους συμπατριώτες του – εκτός των άλλων – να ανακόψουν το κύμα της «ροζ παλίρροιας» στη Λατινική Αμερική.
Το δίλημμα του Λούλα
Η αλήθεια είναι ότι ο ιστορικός ηγέτης του Κόμματος των Εργαζομένων δεν είναι σήμερα ο ριζοσπάστης πολιτικός του παρελθόντος – κάτι που αποδεικνύεται τόσο από τις θέσεις του όσο και από τα πρόσωπα που έχει επιλέξει να τον πλαισιώσουν. Αρκετοί, μάλιστα, τον πιέζουν να υιοθετήσει ένα ακόμη πιο κεντρώο και μετριοπαθές προφίλ, για να «κλειδώσει» τη νίκη στον δεύτερο γύρο.
Από την άλλη, όμως, κάτι τέτοιο θα τον φέρει σε αντίθεση με τους δεκάδες εκατομμύρια φτωχούς της Βραζιλίας και τα πιο αδύναμα στρώματα, που αποτελούν την παραδοσιακή του βάση. Κάτι που, με τη σειρά του, δεν αποκλείεται να τον φέρει στην ίδια θέση με τον πρόεδρο της Χιλής, Γκαμπριέλ Μπόριτς, ο οποίος υπέστη οδυνηρή ήττα στο δημοψήφισμα για την αλλαγή του συντάγματος Πινοσέτ, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογή του…