Η άνοδος των επιτοκίων στην Ευρωζώνη δεν βοηθά την προσπάθεια που θα κάνει το 2023 η ευρωπαϊκή οικονομία να γλιτώσει την ύφεση. Είναι όμως μια σαφώς ευνοϊκή εξέλιξη για τον τραπεζικό τομέα τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, κι ας τερματίζει την παραγωγικότερη γι’ αυτόν εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία περίοδο δανεισμού. Η κάμψη των χορηγήσεων δανείων ανησυχεί τις ευρωπαϊκές τράπεζες την ώρα που η ΕΚΤ απορρίπτει τις εκκλήσεις του κλάδου να χαλαρώσει τους αυστηρούς κεφαλαιακούς κανόνες που θέσπισε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Κανόνες που οι ευρωπαϊκές τράπεζες θεωρούν ότι τους δημιουργούν συγκριτικό μειονέκτημα έναντι των αμερικανικών.

Ξεκίνησε πέρυσι με τετράμηνη καθυστέρηση έναντι της Fed η Ευρωτράπεζα, αλλά αύξησε τα επιτόκια του ευρώ κατά 2,5% μέσα σε έξι μόλις μήνες προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που κάλπαζε με διψήφια ποσοστά. Ρευστότητα ασφαλώς ακόμα υπάρχει στην Ευρωζώνη και ο δανεισμός τόσο των επιχειρήσεων όσο και των ιδιωτών συνεχίζει να αυξάνεται, έστω και με πιο αργό ρυθμό. Αυτό είναι εξάλλου ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα της ΕΚΤ για να συνεχίσει και το 2023 (τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του έτους) απτόητη το στρίψιμο της βίδας στην προσπάθειά της να «πνίξει» τη ζήτηση, μιας και δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αυξήσει την προσφορά των αγαθών και δη της ενέργειας – διότι κύρια αιτία της εκτίναξης των τιμών είναι η μειωμένη προσφορά και όχι η αυξημένη ζήτηση.

Λαγκάρντ: Συνεχής αύξηση επιτοκίων μέχρι να πέσει ο πληθωρισμός

«Γίνεται η δουλειά»

Οι δανειολήπτες ωστόσο από την πλευρά τους, επιχειρήσεις και ιδιώτες, γίνονται όλο και πιο διστακτικοί να αναλάβουν υποχρεώσεις με διαρκώς αυξανόμενο κόστος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 6,3% το Δεκέμβριο σε ετήσια βάση έπειτα από αύξηση 8,3% που είχαν σημειώσει το Νοέμβριο του 2022. Ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων των νοικοκυριών επιβραδύνθηκε στο 3,8% από το 4,1%.

«Οι αισθητές μειώσεις του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα τον Δεκέμβριο δείχνουν ότι οι δραστικές αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ αρχίζουν να αποδίδουν το επιθυμητό αποτέλεσμα», δήλωσε στο Reuters ο Μπερτ Κόλιν της ING. «Παρατηρούμε απότομες μειώσεις στον εταιρικό δανεισμό, κάτι που ουσιαστικά αποτελεί ένα σημάδι ύφεσης», πρόσθεσε ο ολλανδός οικονομολόγος.

Βάσει των στοιχείων της Ευρωτράπεζας, η μηνιαία ροή δανείων προς τις επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 16 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο, ενώ τον αμέσως προηγούμενο μήνα είχε μειωθεί κατά 4 δισ. ευρώ. Οι ειδικοί θεωρούν ότι οι αυξήσεις επιτοκίων χρειάζονται έως και 18 μήνες για να «περάσουν» στην ευρύτερη οικονομία και να την επηρεάσουν. Ως εκ τούτου «είναι πιθανό να υπάρξει περαιτέρω μείωση του δανεισμού στην Ευρωζώνη, ειδικά καθώς η ΕΚΤ απέχει ακόμα πολύ από το να ολοκληρώσει τη πολιτική περιορισμού της ρευστότητας που ξεκίνησε», μεταδίδει το Reuters.

Ο ευρύτερος δείκτης προσφοράς χρήματος Μ3, που θεωρείται καθοριστικός για τη μελλοντική επέκταση μιας οικονομίας, μειώθηκε το Δεκέμβριο στο 4,1% στην Ευρωζώνη από 4,8% που ήταν το Νοέμβριο. Υποχώρησε πολύ περισσότερο από τις προσδοκίες της αγοράς, που θεωρούσε ότι θα διαμορφωνόταν στο 4,6%, σύμφωνα με έρευνα του Reuters.

Διαρκώς πίσω η Ευρώπη

Η δραστική μείωση της ρευστότητας επηρεάζει βέβαια την ευρωοικονομία σπρώχνοντάς την πιο δυνατά προς την ύφεση. Επηρεάζει όμως και το ενεργητικό στους ισολογισμούς των τραπεζών και βεβαίως την κερδοφορία τους. Θορυβημένη η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία (EBF), σε έκθεση που εκπόνησε σε συνεργασία με τη νεοϋορκέζικη εταιρεία συμβούλων Oliver Wyman σημειώνει ότι ενώ η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα επιτυγχάνεται σε διεθνές επίπεδο έπειτα από ένα άτυπο συντονισμό των εποπτικών αρχών (για λόγους ανταγωνισμού προφανώς), στην πράξη υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που λειτουργούν και εφαρμόζονται οι κανόνες.

«Μια ανασκόπηση των τρεχουσών κεφαλαιακών απαιτήσεων και των εποπτικών διαδικασιών θα μπορούσε να απελευθερώσει χώρο για περίπου 4 με 4,5 τρισ. ευρώ πρόσθετου δανεισμού στο καλύτερο σενάριο, που προβλέπει αύξηση του όγκου του τραπεζικού δανεισμού σχεδόν κατά 30% σε σύγκριση με τον τρέχοντα όγκο», αναφέρεται στην έκθεση.

Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η διαφορά στο κόστος με το οποίο επιβαρύνουν οι ρυθμιστικές αρχές τις τράπεζες της ΕΕ σε σύγκριση την επιβάρυνση των ανταγωνιστριών τους στις ΗΠΑ μπορεί να εξηγήσει το κενό των 0,8 με 1,0   ποσοστιαίων μονάδων που παρατηρείται στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, κάτι που συνιστά ένα ουσιαστικό μέτρο της τραπεζικής κερδοφορίας.

Τι ζητούν οι τράπεζες

«Οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για την ολοκλήρωση των ενώσεων τραπεζών και κεφαλαιαγορών», αναφέρεται στην έκθεση. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία απευθύνει έκκληση στην ΕΕ προκειμένου να εργαστεί «για την εμβάθυνση της αγοράς κεφαλαίων» της και για τη δημιουργία «μιας πιο ανταγωνιστικής διασυνοριακής τραπεζικής αγοράς».

Οι τράπεζες από την πλευρά τους «θα πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στη βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς τους και στην προώθηση της ψηφιοποίησης». Θα πρέπει επίσης «να ξεκινήσουν την πολυαναμενόμενη διαδικασία θεσμικής ενοποίησής τους στην ευρωζώνη, κάτι που θα ενθαρρύνει την καλύτερη κατανομή των πόρων εντός των συνόρων της ΕΕ».

Η άποψη της ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας ότι οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι στην ΕΕ λειτουργούν κάτω από ρυθμιστικές και εποπτικές συνθήκες που τους δημιουργούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους στις ΗΠΑ.

«Οι ρυθμιστικές απαιτήσεις λειτουργίας των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών τραπεζών είναι σε γενικές γραμμές συγκρίσιμες. Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες υπόκεινται μάλιστα σε ελαφρώς χαλαρότερες προϋποθέσεις λειτουργίας συγκριτικά με τις αντίστοιχες πέραν του Ατλαντικού», δήλωσε εκπρόσωπος της ΕΚΤ. «Οι τράπεζες διατηρούν πλέον περισσότερα κεφάλαια μετά τη διάσωσή τους από τους φορολογούμενους στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008», μεταδίδει το Reuters.

Η Ευρωτράπεζα αμφιβάλλει ότι οι χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα οδηγούσαν σε υψηλότερο δανεισμό. «Αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι η χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια αναγκάζει τις τράπεζες να μειώσουν απότομα τις χορηγήσεις τους σε μια κρίση, επιδεινώνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τις ήδη αρνητικές από την κρίση επιπτώσεις στην οικονομία», ανέφερε από τη Φραγκφούρτη ο εκπρόσωπος.

Η ΕΚΤ πάντως δηλώνει «ανοικτή» για να συζητήσει με τον κλάδο και να αναζητήσει από κοινού με τις τράπεζες τρόπους περαιτέρω βελτίωσης των εποπτικών διαδικασιών. Ο πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Αντρέα Ενρία δήλωσε το Δεκέμβριο ότι το βασικό πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν το 2022 η υποτονική κερδοφορία καθώς «η σχέση κόστους και αποτελεσματικότητας δεν βρισκόταν εκεί που θα έπρεπε». Πρόσθεσε όμως ο Ενρία ότι «η αύξηση των ευρωεπιτοκίων θα συμβάλει στην κάλυψη του κενού».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή