Γνωστή για τις προσιτές τιμές των προϊόντων της, η H&M είναι γνωστή για τις προσιτές τιμές της, από τα μπλουζάκια των 9 δολαρίων μέχρι τα ρούχα για πάρτι των 26 δολαρίων. Κοιτάζοντας όλα τα προϊόντα στα ράφια -φυσικά και ψηφιακά-, είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς πόσο πληρώνονται οι εργάτες σε Μιανμάρ, Μπαγκλαντές, Ινδία, Κίνα, Βιετνάμ και Καμπότζη για να παράγουν τόσο φθηνά ρούχα.

Μπροστά στο ερώτημα αυτό, η σουηδική εταιρεία αποφάσισε να αναλάβει δράση. Τον Αύγουστο ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει σταδιακά τις προμήθειες από τη Μιανμάρ, καθώς αυξάνονται οι αναφορές για εργασιακές καταχρήσεις σε εργοστάσια ενδυμάτων της χώρας. Ενώ τώρα υπόσχεται να πληρώνει περισσότερο τους εργάτες των εργοστασίων που συνεργάζονται μαζί της. Γιατί όμως άλλες μάρκες της fast fashion δεν αναλαμβάνουν παρόμοια δράση;

H&M: Αποχωρεί από τη Μιανμάρ μετά από καταγγελίες για «εργασιακό μεσαίωνα» στα εργοστάσια

H βιομηχανία μόδας εξοικειώθηκε με τον όρο όταν η ισπανικής προέλευσης Zara έφτασε στο Upper East Side του Μανχάταν, το 1989, και η δημοσιογράφος Anne-Marie Schiro χρησιμοποίησε τη φράση fast fashion (γρήγορη μόδα) για να αποδώσει την πρακτική της ταχύτατης, μαζικής παραγωγής. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε τότε, η αλυσίδα απευθυνόταν με κατανοητό τρόπο στους νέους «που αλλάζουν τα ρούχα τους τόσο συχνά όσο το χρώμα του κραγιόν τους».

Τα λόγια της ήταν προφητικά της νέας εποχής που ανέτειλε στον κόσμο της μόδας, όπως γράφουν οι FT. Μέχρι το 2012, η ​​μητρική εταιρεία της Zara, Inditex, παρήγε 840 εκατομμύρια ρούχα ετησίως, ενώ η σουηδική πολυεθνική H&M με περισσότερα από 4.500 καταστήματα σε 62 χώρες, απογείωσε την τάση, προλειαίοντας το έδαφος για brands όπως η βρετανική Boohoo και ο κινεζικός γίγαντας Shein. Πλέον, οι ταχύτητες με τις οποίες σχεδιάζονται, κατασκευάζονται, πωλούνται και απορρίπτονται τα ρούχα είναι… ασύλληπτες, μη φιλικές προς το περιβάλλον, υπερκερδείς για τα brands και τις χώρες όπου κατασκευάζονται τα προϊόντα – όχι όμως για τους εργάτες των εργοστασίων στις χώρες αυτές.

Τι συμβαίνει στα εργοστάσια

Η πραγματικότητα είναι ότι πολλοί εργάτες ενδυμάτων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα δεν κερδίζουν αρκετά για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Το Fast Company αποκάλυψε πως στο Μπαγκλαντές -ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής για μάρκες χαμηλού κόστους όπως η H&M, η Zara και η Primark- ο κατώτατος μισθός είναι μόλις 74 δολάρια το μήνα, ποσό που βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τα 302 δολάρια που το Ινστιτούτο Εργασιακών Μελετών του Μπαγκλαντές αναφέρει ως βιώσιμο μισθό. Συν τοις άλλοις, οι συνθήκες εργασίας είναι συχνά άθλιες. Ενδεικτικό είναι ότι πριν από μια δεκαετία, ένα εργοστάσιο ενδυμάτων στο Μπαγκλαντές, το Rana Plaza, κατέρρευσε, σκοτώνοντας 1.134 ανθρώπους και τραυματίζοντας ακόμη 2.500.

Η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού σε 113 δολάρια το μήνα από την 1η Δεκεμβρίου, ενώ πριν από ένα μήνα, οι εργάτες ενδυμάτων βγήκαν στους δρόμους της Ντάκα, της πρωτεύουσας, για να απαιτήσουν μεγαλύτερη αύξηση. Τα συνδικάτα ζητούν έναν μέτριο μισθό ύψους 208 δολαρίων το μήνα. Σε απάντηση, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων και η αστυνομία έχουν χτυπήσει πολλούς διαδηλωτές, εστιάζοντας στον τραυματισμό των χεριών και των βραχιόνων τους, για να τους εμποδίσουν να εργαστούν.

Η H&M πήρε θέση

Τα brands έχουν μείνει σε μεγάλο βαθμό έξω από τη συζήτηση των προβλημάτων αμοιβών των εργατών, παρόλο που είναι άμεσα υπεύθυνα για την πίεση που ασκούν στα εργοστάσια να διατηρούν το κόστος σε χαμηλά επίπεδα για να διατηρήσουν τα δικά τους κέρδη. Όμως η H&M πήρε θέση, ανακοινώνοντας δημοσίως ότι είναι διατεθειμένη να πληρώνει περισσότερα για τα προϊόντα της, ώστε να συμβαδίζει με τις αυξήσεις των μισθών. Σημείωσε επίσης ότι δεν θα αυξήσει απαραίτητα τις τιμές των προϊόντων για τους πελάτες, καθώς μπορεί να βρει τρόπους να απορροφήσει αυτά τα υψηλότερα κόστη.

Αυτό ήταν ένα σημαντικό μήνυμα προς τη βιομηχανία της μόδας συνολικά, σηματοδοτώντας ότι ο κολοσσός της fast fashion αξίας 22 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στέκεται στο πλευρό των εργαζομένων του Μπαγκλαντές. Την εβδομάδα που πέρασε από τη δέσμευση αυτή της H&M, καμία άλλη μάρκα δεν ακολούθησε το παράδειγμά της, υπό το φόβο ότι εάν οι μάρκες δεν κρατήσουν το κόστος χαμηλό, οι πελάτες θα ψωνίσουν από αλλού.

Αλλά η αύξηση της τιμής των προϊόντων είναι ο μόνος τρόπος για να γίνει η βιομηχανία της μόδας πιο ηθική ή βιώσιμη. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος προς τα εμπρός.

Τι κρύβει το επιχειρηματικό μοντέλο της fast fashion

Η H&M ήταν από τους πρωτοπόρους της γρήγορης μόδας, εδραιώνοντας ένα επιχειρηματικό μοντέλο που επεκτάθηκε γρήγορα σε όλο τον κόσμο. Τη δεκαετία του 1980, άρχισε να αναπτύσσει μια παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα για την κατασκευή φθηνών ρούχων, χρησιμοποιώντας χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό σε ξένες χώρες και φθηνότερα υλικά όπως ο πολυεστέρας. Δηλωμένος στόχος της ήταν να εκδημοκρατίσει τη μόδα, κάνοντας τα μοντέρνα, off-the-runway looks προσιτά σε όλους.

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η γρήγορη μόδα είναι πλέον ο κανόνας. Η γαλλική εταιρεία μεταπώλησης Vestiaire Collective ανέπτυξε πρόσφατα ένα πλαίσιο για τον ορισμό της fast fashion, επισημαίνοντας ότι η τιμή είναι μόνο ένα μέρος της εξίσωσης. Οι μάρκες γρήγορης μόδας προσπαθούν επίσης να ξεπεράσουν η μία την άλλη σε επίπεδο καινοτομίας, βγάζοντας περισσότερα προϊόντα πιο γρήγορα και πιο συχνά. Και την τελευταία δεκαετία, ο κινεζικός γίγαντας της γρήγορης μόδας Shein έχει επεκταθεί, πουλώντας μεγαλύτερους όγκους προϊόντων και με ταχύτερη ταχύτητα από οτιδήποτε άλλο έχουμε δει στο παρελθόν, κατακτώντας μία εκ των κορυφαίων θέσεων λιανεμπόριο ρούχων σε όλο τον κόσμο.

Ολόκληρο το επιχειρηματικό μοντέλο της γρήγορης μόδας βασίζεται στις πλάτες των εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα εργοστάσια στο Μπαγκλαντές, την Ινδία, την Κίνα, το Βιετνάμ και την Καμπότζη δημιουργούν ευκαιρίες για τους πιο φτωχούς να βγάλουν τα προς το ζην. Αυτοί οι εργαζόμενοι όμως είναι εύκολο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων είναι διαβόητοι για τη δημιουργία κακών συνθηκών εργασίας, τον εξαναγκασμό των εργαζομένων σε απάνθρωπα ωράρια εργασίας και τη μισθολογική κλοπή.

Καμία επαφή

Οι μάρκες ωστόσο δεν έχουν επαφή με τους ίδιους τους εργαζόμενους, αφού στην ουσία συνεργάζονται με ιδιοκτήτες εργοστασίων και άλλους μεσάζοντες. Όμως, σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη, η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι οι προμηθευτές αισθάνονται έντονη πίεση από τις μάρκες να κρατήσουν τις τιμές χαμηλές. Αυτό ενθαρρύνει τους διευθυντές των εργοστασίων να πληρώνουν τους εργαζόμενους όσο το δυνατόν λιγότερο και να περικόπτουν τις παροχές. Και δεδομένου ότι υπάρχουν εκατοντάδες εργοστάσια στο Μπαγκλαντές, τα brands μπορούν εύκολα να εγκαταλείψουν ένα εργοστάσιο για ένα άλλο που θα κάνει τη δουλειά με λιγότερα χρήματα.

Πολλές μάρκες ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν την ηθική μεταχείριση των εργαζομένων. «Οι περισσότερες μάρκες δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν τον “ελέφαντα στο δωμάτιο”, που είναι ότι οι εμπορικές τους πρακτικές έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τις δηλωμένες δεσμεύσεις τους για το μισθό διαβίωσης και τη βιωσιμότητα», εξηγεί η Ayesha Barenblat, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της Remake, μιας οργάνωσης που πιέζει για δίκαιη αμοιβή και κλιματική δικαιοσύνη στη βιομηχανία της μόδας.

Γι’ αυτό είναι σημαντικό που η H&M μιλάει. Αναλαμβάνει την ευθύνη για το ρόλο της στο οικοσύστημα της μόδας. Στέκεται στο πλευρό των εργαζομένων και επικοινωνεί στους προμηθευτές ότι είναι πρόθυμη να αναλάβει το κόστος των υψηλότερων μισθών. «Υποστηρίζουμε την ανάπτυξη δίκαιων και ανταγωνιστικών μισθών στην εφοδιαστική μας αλυσίδα», τόνισε η εταιρεία στο Fast Company. «Έχουμε επικοινωνήσει στους προμηθευτές μας ότι αναγνωρίζουμε τη σημασία των πρακτικών αγορών μας ως παράγοντες που επιτρέπουν τη βελτίωση των μισθολογικών επιπέδων».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή