Υψηλότερο πληθωρισμό διεθνώς την επόμενη δεκαετία σε σύγκριση με την προηγούμενη αναμένει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών και της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης. Μιλώντας στο «Βήμα» χαρακτηρίζει ιστορική παρένθεση τα αρνητικά ή μηδενικά επιτόκια που εφάρμοσαν επί σειρά ετών οι κεντρικές τράπεζες, ενώ αναφέρεται στις φωνές για αναπροσαρμογή του στόχου τους, ως προς τον δείκτη τιμών καταναλωτή, στη ζώνη του 3%-4% από 2% σήμερα, δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία. Αναλύει επίσης τα οφέλη από την επιστροφή της χώρας μας στην επενδυτική κατηγορία, σημειώνοντας ωστόσο ότι για να καταστεί ακόμη πιο ελκυστική ως επενδυτικός προορισμός θα χρειαστούν περισσότερες και πιο τολμηρές μεταρρυθμίσεις σε μία σειρά από τομείς.

Podcast ΒΑΒΕΛ – Γκίκας Χαρδούβελης: Να καταλάβουν οι τράπεζες ότι έχουν και ένα κοινωνικό ρόλο

ΕΡ.:Για πρώτη φορά μετά τη χρεοκοπία του 2010, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική κατηγορία. Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική οικονομία;

ΑΠ.: «Η επενδυτική βαθμίδα αποτελεί επιβράβευση των προσπαθειών των τελευταίων ετών στην οικονομική πολιτική αλλά και των θυσιών των πολιτών. Είναι ψήφος εμπιστοσύνης και ισχυρό σήμα ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Η χώρα μας γίνεται ακόμα πιο ελκυστική ως υποδοχέας επενδύσεων, ενώ το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώνεται. Συγχρόνως, διευκολύνεται η χρηματοδότηση από τις τράπεζες, αυξάνονται οι μακροχρόνιες επενδύσεις και η απασχόληση, ενώ οι αγορές ομολόγων, μετοχών, ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων αποκτούν μια σταθερή ανοδική δυναμική».

ΕΡ.: Ποιες μεταρρυθμίσεις πιστεύετε πως είναι απαραίτητες για την περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού;

ΑΠ.: «Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει έχουν βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και την παραγωγικότητα. Χρειαζόμαστε όμως ακόμα περισσότερες και ίσως πιο τολμηρές, στην Παιδεία, στην Υγεία, στη Δικαιοσύνη, στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό, ή στην Πράσινη Μετάβαση. Γενικότερα, οι μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο μαζί με ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο κάνουν τη χώρα ελκυστική για επενδύσεις.
Πιο μακροπρόθεσμα, η μεταρρύθμιση της Παιδείας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Θυμίζω ότι στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού PISA για τις μαθητικές επιδόσεις, η κατάταξη της Ελλάδας είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη και διαρκώς επιδεινώνεται. Προφανώς πρέπει να αλλάξουν πολλά στο σύστημα εκπαίδευσης ώστε τα παιδιά μας να έχουν τα εφόδια όχι μόνο να διεκδικούν τις ποιοτικές και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αλλά και να δημιουργούν οι ίδιοι νέες επιχειρήσεις, που να ανταγωνίζονται διεθνώς και να αυξάνουν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων».

ΕΡ.: Μετά την υποχώρηση του πληθωρισμού, οι αγορές βλέπουν αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, στο πρώτο μισό του 2024. Συμμερίζεστε αυτές τις εκτιμήσεις;

ΑΠ.: «Μια μικρή αποκλιμάκωση τους επόμενους μήνες είναι πιθανή, αλλά εκτιμώ ότι την επόμενη δεκαετία ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο υψηλότερος από την προηγούμενη. Στον υψηλότερο πληθωρισμό συμβάλλουν οι ανατροπές στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα, το πλήγμα στην παγκοσμιοποίηση, η αλλαγή του ρόλου της Κίνας που την προηγούμενη δεκαετία προμήθευε τις αγορές παγκοσμίως με φθηνά προϊόντα, καθώς και η διαρκής ζήτηση για εξειδικευμένα στελέχη και εργατικά χέρια.
Αντιστοίχως, τα ονομαστικά επιτόκια θα είναι υψηλότερα από το πρόσφατο παρελθόν. Δεν νομίζω ότι θα ξαναδούμε μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια. Αυτά ήταν μια ιστορική παρένθεση. Μάλιστα, υπάρχουν σήμερα φωνές, κυρίως στις ΗΠΑ, που τονίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πιεστούν να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τον στόχο του πληθωρισμού, από τον σημερινό 2% στο 3%, ή ακόμα και στο 4%».

ΕΡ.: Εκτιμάτε ότι οι τράπεζες – οι οποίες το 2023 ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία, μέσω της διεύρυνσης των επιτοκιακών περιθωρίων τους – θα έχουν απώλειες εσόδων από τόκους; Και αν έχουν, πώς θα τις αναπληρώσουν;

ΑΠ.: «Θεωρώ ότι τα επόμενα τρία χρόνια τα έσοδα από τόκους πιθανόν να παραμείνουν στα επίπεδα του 2023 ως αποτέλεσμα δύο αντικρουόμενων δυνάμεων. Η πρώτη δύναμη είναι αρνητική, αυτή του ελαφρώς μειούμενου περιθωρίου επιτοκίων, που φυσιολογικά φέρνει ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών, αλλά και εξαιτίας των μη τραπεζικών φορέων που έχουν διεισδύσει στη χρηματοδότηση. Η δεύτερη είναι θετική, και προέρχεται από τον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης των χορηγήσεων σε σχέση με το 2023, που επίσης φυσιολογικά θα φέρει η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας».

ΕΡ.: Το 2023 καταγράφηκε επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, καθώς αυξήθηκαν σημαντικά οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων από αξιόχρεες επιχειρήσεις. Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας τη νέα χρονιά;

ΑΠ.: «Το 2024 η ενίσχυση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης θα προέλθει από σειρά παραγόντων, όπως: (i) Η αύξηση του ΑΕΠ, που υπερτερεί του ρυθμού αύξησης στην ΕΕ, και εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί το 2024, (ii) ένα χαμηλότερο κίνητρο για πρώιμες αποπληρωμές από εταιρικούς πελάτες καθώς σταματά η άνοδος των επιτοκίων, (iii) οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ ή RRF), (iv) η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, ή και (v) η ισχυρή δυναμική στην αγορά ακινήτων».

ΕΡ.: Οι εργασίες πάντως στη λιανική τραπεζική παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ειδικά στη στεγαστική πίστη. Πότε πιστεύετε ότι θα αντιστραφούν αυτές οι τάσεις;

ΑΠ.: «Πράγματι, η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις. Ομως, τελευταία παρατηρούμε μια μικρή ανάκαμψη και στη στεγαστική πίστη. Στα νέα στεγαστικά δάνεια η τάση έχει ελαφρώς αντιστραφεί σε σχέση με τη χρονική περίοδο 2015-2020».

ΕΡ.: Πρόσφατα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) διέθεσε το 22% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας σε ιδιώτες επενδυτές. Τι θεωρείτε ότι προσδοκούν από την επένδυσή τους στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο;

ΑΠ.: «Οι επενδυτές έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στα στελέχη και το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής, μια δυνατή, δεμένη και αξιόπιστη ομάδα. Προφανώς προσδοκούν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Η διεθνής αγορά πιστεύει πλέον στην Ελλάδα και βλέπει τις θεαματικές αλλαγές στην Εθνική Τράπεζα, η οποία βρίσκεται δίπλα στον έλληνα πολίτη εδώ και 182 χρόνια και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ενώ συγχρόνως πρωτοπορεί, επενδύοντας στην ψηφιοποίηση και στο ανθρώπινο δυναμικό της. Η Τράπεζα έχει τους ισχυρότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, ενώ ήδη μείωσε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο 3,7% των δανείων, χωρίς να αναγκαστεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή και άλλες λογιστικές υπερβάσεις. Τηρεί κανόνες βέλτιστης εταιρικής διακυβέρνησης, κάνει άλματα μετασχηματισμού στη λειτουργία της και αποτελεί πυλώνα μιας οικονομίας που “τρέχει” με υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη».

ΕΡ.: Πριν από λίγες ημέρες αναλάβατε την προεδρία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών. Ποιοι είναι οι στόχοι σας;

ΑΠ.: «Ισχυρή οικονομία και ισχυρές τράπεζες έχουν άρρηκτο δεσμό. Δεν υπάρχει ισχυρή οικονομία με αδύναμες τράπεζες, ούτε ισχυρές τράπεζες σε μια αδύναμη οικονομία. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο θα είναι ανθεκτικό, κερδοφόρο και ανταγωνιστικό. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ο ρόλος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) είναι ουσιαστικός και κομβικός. Η ΕΕΤ πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη εξωστρέφεια, να συμβαδίσει με την ψηφιακή εποχή, να αναδείξει τη σημαντική προσφορά των τραπεζών στην ελληνική κοινωνία ακόμα και σε στιγμές δύσκολες, και να επιμείνει στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας που φέρνει το τραπεζικό στέλεχος δίπλα στον έλληνα πολίτη».

ΠΗΓΗ: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News