Ι. Η κατ’ όνομα “φιλολαϊκή” πολιτική βλάπτει τους πλέον αδύναμους

Στην προ δύο μηνών ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου βασικού μισθού στα 830 ευρώ ξεχώρισαν δύο επισημάνσεις. Πρώτα εκείνη του κυρίου πρωθυπουργού ότι πρόκειται για ένα πολύ “μελετημένο” μέτρο και, δεύτερον, αυτή της αρμοδίας υπουργού ότι ενώ από το 2019 μέχρι το 2023 ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί κατά 16,6% η αντίστοιχη αύξηση του κατωτάτου  μισθού/ημερομισθίου, (συμπεριλαμβανόμενης και της πρόσφατης), είναι 27,7%. (Άλλοι υπολογισμοί δίνουν ελαφρά διαφοροποιημένα αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση η διαφορά μεταξύ των δύο μεγεθών παραμένει μεγαλύτερη από 10 ποσοστιαίες μονάδες). Και όσον αφορά βέβαια τον “μελετημένο” χαρακτήρα της αύξησης αυτής η αλήθεια είναι ότι η μελέτη πάνω στην οποία στηρίχτηκε δεν έχει δημοσιοποιηθεί, (ενώ έχει δημοσιοποιηθεί  η μελέτη των 5 Εμπειρογνωμόνων που είχε ορίσει η κυβέρνηση, η οποία δεν υποστηρίζει την κυβερνητική επιλογή), και πρέπει, συνεπώς, να προσπαθήσουμε μόνοι μας να καταλάβουμε την λογική της. Προσπάθεια που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα σφάλμα οικονομικής πολιτικής.  Κάτι που είναι πραγματικά στενάχωρο δεδομένου πως έχουμε συνηθίσει ως κοινωνία να πιστεύουμε ότι κάθε ενίσχυση που αφορά τις πιο αδύναμες εισοδηματικά κατηγορίες του πληθυσμού, όπως είναι αυτή της ανειδίκευτης εργασίας που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να  συμβεί. Και συνεπώς, κάθε αμφισβήτηση της σκοπιμότητας και της χρησιμότητας τέτοιων “φιλολαϊκών¨ ρυθμίσεων, είναι μοιραίο να αντιμετωπίζεται ως ανάλγητη και αντιλαϊκή. Είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα;

Ελεύθεροι επαγγελματίες: Η αύξηση του κατώτατου μισθού ανεβάζει το τεκμαρτό εισόδημα

Δυστυχώς το πράγματα δεν είναι έτσι όπως έχει συνηθίσει να τα εκτιμά και να τα ερμηνεύει η επικρατούσα αντίληψη. Αυτό μας το έχουν διδάξει οι βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας. Επειδή όμως εμείς εδώ στην Ελλάδα κάτι τέτοιες θεωρίες ούτε θέλουμε να τις ξέρουμε ούτε να τις λαμβάνουμε υπ΄ όψιν μας, η πραγματικότητα ενίοτε φροντίζει να μας τιμωρεί φέρνοντάς μας, όπως για παράδειγμα, το 2010, στην πολύ δυσάρεστη θέση να διαπιστώσουμε την εγκυρότητά τους μέσα από την πικρή μας εμπειρία. Η κρίση που ταλάνισε την χώρα για μία δεκαετία προκλήθηκε από δύο αιτίες από τις οποίες η δεύτερη είχε σχέση με τον άστοχο και εκτός ισορροπίας ορισμό της αμοιβής της εργασίας για μακρύ χρονικό διάστημα. Αν ο ένας λόγος της χρεοκοπίας ήταν η ανεξέλεγκτη δημοσιονομική δαπάνη, ο δεύτερος λόγος ήταν το γεγονός ότι σε όλη την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας οι μισθοί και τα ημερομίσθια στην Ελλάδα αυξάνονταν με ένα παράλογο τρόπο χωρίς καμμία σχέση με το επίπεδο της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. (Περισσότερα στο «Οι Μισθοί και η Εσωτερική Υποτίμηση στην Ελλάδα», Foreign Affairs The Hellenic Edition, Τεύχος 21, Δεκέμβριος 2013-Ιανουάριος 2014). Αποτέλεσμα αυτής της ακραίας επιπολαιότητας και ακρισίας, η οποία τροφοδοτήθηκε μεν από την αφελή και ψευδώς “φιλολαϊκή” νοοτροπία που αναφέραμε προηγουμένως, οδήγησε δε την ελληνική οικονομία σε τραγικά χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, ήταν ότι μόλις εκδηλώθηκε η κρίση κατέρρευσε η απασχόληση με αποτέλεσμα να έχουμε το πραγματικά αβάστακτο, και πρωτοφανές για τα διεθνή δεδομένα, ποσοστό ανεργίας του 27,5% και την αβάστακτη κοινωνική οδύνη που αυτό συνεπάγεται. Με μεγαλύτερο θύμα, βεβαίως, τα ασθενέστερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα που η “φιλολαϊκή” πολιτική της προηγούμενης περιόδου υποτίθεται πως βοηθούσε.

Η κατάσταση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται, και η ανεργία να μειώνεται, μόνο όταν η λαομίσητη τρόικα επέβαλε το οδυνηρό μέτρο της “εσωτερικής υποτίμησης” με την κατακόρυφη μείωση μισθών και ημερομισθίων, η οποία μπορεί βέβαια να ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής, ήταν όμως αναγκαία και ορθή διότι ενεργοποίησε την διαδικασία σταθερής μείωσης της ανεργίας από το 2014 και μετά. Έγινε, μάλιστα, αυτό με έναν καταπληκτικό και πρωτοφανή, για τα παγκόσμια δεδομένα, τρόπο: η ανεργία μειωνόταν σταθερά παρά το γεγονός ότι η κρίση συνεχιζόταν και το ΑΕΠ μειωνόταν και αυτό! (Βλ. «Το παράδοξο της αύξησης της απασχόλησης», Το Επιπλέον Ναυάγιο, Ερμηνευτικό Εγκόλπιον για την Κρίση, σελ. 155-159, Andy’s Publishers). Μέσα από την συγκεκριμένη πορεία, πρώτα αύξησης και, μετά, μείωσης της ανεργίας προκύπτει με εκτυφλωτικό τρόπο το συμπέρασμα ότι το να συμβαδίζουν οι μισθοί και τα ημερομίσθια με το επίπεδο της παραγωγικότητας και να υποστηρίζουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αποτελεί βασικό όρο για την κοινωνική ευημερία και, την μακροοικονομική ισορροπία. Αυτή, όμως, την διαπίστωση που κατέστη τόσο προφανής από την εμπειρία της κρίσης, δεν την “κατέγραψε” και δεν την μνημονεύει κανείς, πράγμα που συμβαίνει για απόλυτα ευνόητους λόγους: δεν είναι “φιλολαϊκή” σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις και δεν προσφέρεται για δημαγωγία και ψηφοθηρία. Ακόμη και η σημαντική εξαγωγική δυναμική της μεταποίησης που παρατηρήθηκε από το 2019 και μετά, (που σήμερα, όμως, φαίνεται πως αρχίζει να εξαντλείται), δεν μπορεί λογικά, -εφ’ όσον σημαντικές επενδύσεις δεν υπήρξαν στον τομέα αυτό- να αποδοθεί σε τίποτα άλλο παρά μόνον στις συνεχιζόμενες επιδράσεις των αντιδημοφιλών μέτρων που επέβαλε η τρόικα – η «εσωτερική υποτίμηση» διέσωσε την εναπομείνασα παραγωγική εξαγωγική βάση της χώρας η οποία εν συνεχεία απέδωσε αύξηση των εξαγωγών.

ΙΙ. Μια κακή ιστορία που δείχνει να επαναλαμβάνεται

Αναφερόμενος, λοιπόν, κανείς, στην -πανηγυρική- κυβερνητική επισήμανση ότι από το 2019 ως το 2023 ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 16,6% ενώ η σωρευτική αύξηση στον κατώτατο μισθό είναι 27,7% θα πρέπει να σημειώσει τα εξής: η αύξηση αυτή φαίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ το άθροισμα του πληθωρισμού και της ανόδου της παραγωγικότητας, άθροισμα το οποίο, εξ ορισμού, θα πρέπει να είναι ίσο με το ποσοστό κατά το οποίο αυξάνεται ο κατώτατος μισθός προκειμένου να μην δημιουργηθούν, επιπλέον, ανισορροπίες στην οικονομία και να μην τρωθεί η ανταγωνιστικότητά της. Από το 16,6% έως το 27,7% είναι περίπου 11 ποσοστιαίες μονάδες. Από την στιγμή που το 16.6% έχει καλύψει την άνοδο του πληθωρισμού αυτές οι έντεκα μονάδες θα έπρεπε να αντιστοιχούν στην άνοδο του επιπέδου της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας για την οποία μπορούμε να λάβουμε ως προσεγγιστική μεταβλητή (proxy) την, στο ίδιο διάστημα, αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, (κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, οδηγεί σε υπερεκτίμηση του δείκτη της παραγωγικότητας διότι γνωρίζουμε πως η αύξηση του ΑΕΠ αυτά τα χρόνια δεν έχει στην πραγματικότητα προκύψει από βελτίωση στους όρους παραγωγής, αλλά από την δημοσιονομική υπερδαπάνη, από την αύξηση του ταξιδιωτικού συναλλάγματος και από τα χαριστικά ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης). Συγκρίνοντας, λοιπόν, το ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους μπορούμε να δούμε ότι το ΑΕΠ του 2019 σε τρέχουσες τιμές ήταν 183 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το ΑΕΠ του 2023, σε σταθερές τιμές του 2019, ήταν 189 δισεκατομμύρια ευρώ. Η πραγματική αύξηση μεταξύ των δύο ετών ήταν περίπου 3,5%. Αλλά ακόμα και αν αναγάγουμε το ΑΕΠ των δύο  αυτών ετών (2019 και 2023) σε σταθερές τιμές του 2015, όπου αυτό το μεν 2019 ανερχόταν σε 184 δισεκατομμύρια ευρώ, το δε 2023 σε 194 δισεκατομμύρια, και πάλι δεν έχουμε αύξηση του ΑΕΠ και, (επιεικώς) τεκμαιρόμενη βελτίωση της παραγωγικότητας μεγαλύτερη από το 5%. Οι 6,1 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του κατώτατου μισθού που απομένουν “ανερμήνευτες”, σε τι ακριβώς αντιστοιχούν αν όχι στην επιθυμία της κυβέρνησης να εκμαιεύσει την λαϊκή εύνοια την οποία έχει απωλέσει με την στάση της και την συμπεριφορά της, για παράδειγμα, στο θέμα των Τεμπών;

Επίσης πολύ ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσει κανείς το εξής: το 2011 που ήδη είχε αρχίσει η απογείωση της ανεργίας έχοντας ήδη προσεγγίσει το 18%, ο (μηνιαίος) κατώτατος μισθός βρισκόταν στα 745 ευρώ (μέσος του 739,5 ευρώ του α΄ εξαμήνου και 751,4 ευρώ του β’ εξαμήνου 2011) πράγμα που, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια ήταν  καταστροφικό για τους εργαζόμενους αφού στα επόμενα χρόνια η ανεργία συνέχισε να αυξάνεται μέχρι το 27,7% το 2013. Το 2011, λοιπόν, το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ήταν 207 δισεκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη πλευρά τα σημερινά μεγέθη, αναγόμενα στο επίπεδο τιμών του 2011, είναι τα εξής:  ο μεν  κατώτατος μισθός των 830 ευρώ αντιστοιχεί σε αγοραστική δύναμη 740 ευρώ του 2011 ενώ το ΑΕΠ του 2023, (των 220 δισεκατομμυρίων  ευρώ σε τρέχουσες τιμές), αντιστοιχεί σε 195 δισεκατομμύρια του 2011.  Δηλαδή σήμερα έχουμε νομοθετήσει έναν κατώτατο μισθό ίδιον σε πραγματικούς όρους με εκείνον του 2011, με την διαφορά ότι το πραγματικό μας ΑΕΠ σήμερα είναι 12 δισεκατομμύρια χαμηλότερο από το 2011-σε πραγματικούς όρους πάντοτε. Είναι αυτό μία σώφρων εισοδηματική πολιτική και πολιτική μισθών;

Η Ανακοίνωση  Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών 10/1/2008

Μισθολογικές αυξήσεις που δεν έχουν σύνδεση με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αποτελούν, συνήθως, μία, ανεύθυνη και αφελή, διεκδίκηση της αριστεράς. Στην Ελλάδα, όμως, ενώ η αριστερά διεκδικεί τις συγκεκριμένες αυξήσεις, εκείνη που τις κάνει πράξη είναι η δεξιά! Στο επισυναπτόμενο κείμενο – ανακοίνωση, χρονολογούμενο από την 10η Ιανουαρίου του 2008, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών της εποχής, επαίρεται, (ιδιαίτερα στην παρατήρηση υπ’ αριθμόν 3) για το πόσο γρήγορα έχει ανέλθει ο κατώτατος μισθός την τριετία 2004-2007 ξεπερνώντας κατά πολύ, τους αντίστοιχους μισθούς της Ισπανίας (κατά 19,9%) και της Πορτογαλίας (κατά 59,2%) -παραλείποντας μάλιστα, μάλλον από σεμνότητα και μετριοφροσύνη, να αναφέρει πως, σύμφωνα με τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα τουλάχιστον, ξεπερνάει (κατά 11,6%) και τον κατώτατο μισθό των ΗΠΑ! (Σημειώνεται μάλιστα ότι τότε, σύμφωνα με τον νόμο, ο κατώτατος μισθός καθοριζόταν με συναπόφαση των κοινωνικών εταίρων στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας-πλην όμως αυτοί δεχόταν «παραινέσεις» και «πιέσεις» από την κυβέρνηση για το ποσοστό της αύξησης, ανάλογα με τον εκλογικό κύκλο και την, τότε αυξανόμενη, κυβερνητική φθορά, και έναντι αυτού “πανηγυρίζει” η συγκεκριμένη ανακοίνωση). Όλοι γνωρίζουμε τι κατάληξη είχε η συγκεκριμένη εισοδηματική πολιτική και πολιτική μισθών. Και είναι εντυπωσιακό, αλλά και κακός οιωνός, το πόσο πολύ το ύφος και η λογική της ανακοίνωσης του 2008, μοιάζουν με το ύφος και την λογική των προσφάτων ανακοινώσεων της κυβέρνησης.

ΙΙΙ. Η ανεργία είναι η άλλη όψη της χαμηλής ανταγωνιστικότητας

Πιο σημαντικό ακόμη, όμως, είναι κάτι άλλο. Η κυβέρνηση νομοθετεί μία εντυπωσιακή αύξηση του κατώτατου μισθού την στιγμή που η χώρα έχει ακόμα ένα σχετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας, (το δεύτερο υψηλότερο της Ευρώπης για την ακρίβεια), που είναι μεταξύ 10 και 11%. Ύπαρξη ανεργίας πέρα από το ποσοστό “τριβής” (4% με 5%), για οικονομίες που έχουν νομοθετικά κατοχυρωμένο κατώτατο μισθό σημαίνει ότι το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό θεωρείται σχετικά δαπανηρό και συνεπώς ασύμφορο για τους επιχειρηματίες. Για το λόγο αυτό, το σωστό θα ήταν, σε μια οικονομία με θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό, οι αυξήσεις να λαμβάνουν υπόψιν την ανάγκη η ανεργία να μειώνεται  και να προσεγγίζει το επίπεδο του 5%, που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει  κίνδυνος η αύξηση του κατώτατου μισθού να θέτει (και να διατηρεί) ένα μέρος του εργατικού δυναμικού εκτός απασχόλησης (ή εκτός δηλωμένης απασχόλησης).

Στην χώρα μας, βεβαίως, η επικρατούσα αντίληψη είναι πως όσο υψηλότερα ορίζεται ο μισθός τόσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. (Ιδιαίτερα για τις γενιές που διαμορφώσαν τις απόψεις τους διαβάζοντας στα μαθητικά τους χρόνια το “Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο” του Marx, όπου η ταξική πάλη γίνεται για την κατανομή της υπεραξίας, ή -σε μία μεταμαρξιστική προσέγγιση- του “πλεονάσματος”). Η αλήθεια, όμως, είναι πως αυτό που συμβαίνει με την αύξηση της κατώτατης αμοιβής πάνω από το επίπεδο γενικής ισορροπίας της οικονομίας είναι κάτι κοινωνικά άδικο. Το πρόσωπο εκείνο το οποίο στα 780 ευρώ κατώτατο μισθό, ενώ επιθυμούσε να απασχοληθεί και αναζητούσε εργασία δεν επιλέχθηκε από τους εργοδότες γιατί θεωρήθηκε πως η αποδοτικότητά του δεν θα αντισταθμίσει την δαπάνη των μισθού του, -και αυτό το πρόσωπο συνήθως είναι το πιο ευάλωτο κοινωνικά και οικονομικά, δηλαδή γυναίκα, ηλικιωμένος ή άπειρος  πρωτοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας νεαρός- εάν δεν κατάφερε να εξασφαλίσει απασχόληση (ή δηλωμένη και ασφαλισμένη απασχόληση) στα 780 ευρώ δεν έχει ελπίδα να το πετύχει αυτό στα 830. (Ιδιαίτερα σε μια οικονομία με “νωθρή” πορεία της παραγωγικότητας, όπως η ελληνική). Και αυτό είναι μία καθαρή κοινωνική αδικία.  Το ΚΕΠΕ και οι 5 Εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί από την κυβέρνηση τεκμηριώνουν την «αρνητική επίδραση στην απασχόληση, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως επιβράδυνση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, όπως έγινε με τις προηγούμενες αυξήσεις, και η οποία στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να ενισχυθεί από την χαμηλή αναμενόμενη ανάπτυξη του 2024».

Μία μεγάλη αύξηση πάνω από το επίπεδο του πληθωρισμού, βεβαίως, αλλά και πάνω από τον ρυθμό ανόδου της παραγωγικότητας, έστω και για το 22% των εργαζομένων που αμείβονται με τον βασικό μισθό, σε μία εποχή που η συγκράτηση του πληθωρισμού είναι κεντρικός στόχος δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά να ενισχύσει την πληθωριστική σπείρα μισθών-τιμών (ακόμη και όταν το μισθολογικό κόστος δεν είναι η κύρια αιτία έναρξης της πληθωριστικής διαδικασίας). Σημειωτέον, μάλιστα, πως είναι εξαιρετικά κρίσιμο να παραμένει ο ελληνικός πληθωρισμός  χαμηλότερος αυτού της ευρωζώνης, και αυτό είναι κάτι που δεν επιτυγχάνεται συστηματικά από το Φθινόπωρο 2023 και μετά.

Βέβαια, μπορεί να υποθέσει κανείς πως η τόση κυβερνητική “γενναιοδωρία” δεν έχει σκοπό μόνο να εξευμενίσει την κοινή γνώμη, αλλά επίσης είναι ο τρόπος που η κυβέρνηση επέλεξε για να αντισταθμίσει τα προβλήματα που δημιουργούνται στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα από τις ιδιαίτερα υψηλές πληθωριστικές πιέσεις σε δύο από τις πιό σημαντικές αγορές: των τροφίμων και της κατοικίας. Δηλαδή σε δύο αγορές τις οποίες η οικονομική πολιτική έχει αποτύχει να ρυθμίσει, προσαρμόζοντάς τες στις ανάγκες της οικονομίας. Το πιθανότερο, όμως, είναι πως αντί να πετύχει την άμβλυνση των προβλημάτων, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για τις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις. Είτε γιατί θα επιταχύνει τον πληθωρισμό, είτε γιατί θα ενισχύσει δυσκολίες σε όσους ανήκουν σε αυτές ως προς την (δηλωμένη) απασχόληση και τον προσπορισμό εισοδήματος. Παράλληλα δε θα επιβαρύνει και την ανταγωνιστικότητα: ήδη οι εξαγωγές μειώθηκαν το 2023, και η αύξηση του κόστους δεν προβλέπεται να συμβάλει θετικά κατά το 2024. (Και οι “όροι εμπορίου” του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών που, αναπάντεχα, είχαν βελτιωθεί το 2022, το 2023 άρχισαν να επιδεινώνονται και πάλι).

Με τον τρόπο που εφαρμόζεται η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική μισθών στην χώρα μας, όπου οι αυξήσεις για τους μισθούς στις άλλες μισθολογικές κλίμακες, πέραν του κατώτατου μισθού, ορίζονται στην πράξη ως ποσοστό της αύξησης στον κατώτατο μισθό, -και καταλήγουν να είναι χαμηλότερες του πληθωρισμού, στην συγκεκριμένη περίπτωση-, η κυβέρνηση  θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι στην πράξη ασκεί αντιπληθωριστική πολιτική. Αυτός, όμως, ο ισχυρισμός, (που, έτσι κι αλλιώς, δεν διατυπώθηκε ποτέ ευθέως γιατί θα ήταν “ψηφοδιωκτικός”), θα ήταν άστοχος. Και τούτο διότι, οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό έχουν πολύ μεγάλο ειδικό βάρος σε κλάδους που διαμορφώνουν ενδογενή και όχι εισαγόμενο πληθωρισμό: δηλαδή στο λιανικό εμπόριο, στην εστίαση, στις μικρές βιομηχανίες τροφίμων και στην γεωργία. Και επίσης διότι, η όλο και μεγαλύτερη “συμπίεση” των μισθών, δηλαδή η μετακίνηση προς τον μέσο όρο τους, με την μίκρυνση των αποστάσεων μεταξύ των μισθολογικών κλιμακίων, σήμερα, στην εξαιρετικά μη-λειτουργική αγορά εργασίας της χώρας, όπου η υψηλή ανεργία συνυπάρχει με σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε συγκεκριμένους τομείς, είναι παράγοντας που εμποδίζει την δυναμική διαδικασία προσαρμογής της προσφοράς εργασίας στις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής. Και αυτό είναι άκρως αντι-αναπτυξιακό.

Η Ελλάδα εμφανίζει συμπτώματα οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης των προηγουμένων δεκαετιών (συμπτώματα  από τα οποία οι περισσότερες οικονομίες, πλην των Βαλκανικών, απομακρυνθήκαν αναπτυσσόμενες γοργά), όπου υπήρχε υψηλό ποσοστό  αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό και ο κατώτατος μισθός ήταν ήδη  ανώτερος του 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού και του 60% του ακαθάριστου διαμέσου μισθού – δηλαδή τις ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, και υιοθετήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποσοστά τα οποία υπερβαίνει κατά πολύ ο ελληνικός κατώτατος μισθός, ενώ σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη έχουν δείκτες επαρκείς μεν, χαμηλότερους της Ελλάδας δε. Κι αυτό  αναδεικνύει το  διαρθρωτικό ζήτημα των μισθών και της οικονομίας.

ΙV. Η μόνη φιλολαϊκή πολιτική είναι η ανάπτυξη

Η κυριότερη συνέπεια, βεβαίως, που θα υπάρξει είναι ότι ακόμα και αν η άστοχα “γενναιόδωρη” αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αντιστρέψει την πορεία μείωσης της ανεργίας θα την επιβραδύνει αισθητά. Και αυτό είναι κοινωνικά άδικο. Μόνο που σε αυτό το σημείο η κυβέρνηση είναι πραγματικά “μελετημένη”, όταν, δια στόματος της αρμοδίας υπουργού δηλώνει, με κυνικό πραγματισμό, ότι στόχος της οικονομικής πολιτικής είναι, το 2027, (όταν ο κατώτατος μισθός «προγραμματίζεται» να έχει ανέλθει στα 950 ευρώ), η ανεργία να έχει μειωθεί στο 8%! Αυτό ουσιαστικά, ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του στόχου για την επίτευξη πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης. Το 8% για πολλές δεκαετίες, είναι ένα ανελαστικό σύνορο, κάτω από το οποίο η ανεργία δεν υποχωρεί σχεδόν ποτέ, (παρά μόνο στιγμιαία ένα τρίμηνο το 2008). Η αναπτυξιακή δυναμική που χρειάζεται η χώρα, όμως, προϋποθέτει και απαιτεί μία αποτελεσματικά λειτουργούσα αγορά εργασίας, και αυτό σημαίνει μηδενική διαρθρωτική ανεργία, δηλαδή ανεργία κοντά στο 4% και κάτω από το 5%.

Στην οικονομική φιλολογία υπάρχει και η θεωρία του “αποτελεσματικού μισθού” (efficiency wage theory). Σύμφωνα με αυτήν η προσφορά μισθών πάνω από το φαινόμενο σημείο ισορροπίας μπορεί να ενεργοποιήσει εργαζόμενους να εργάζονται πιό παραγωγικά-και να προσφέρουν περισσότερη και παραγωγικότερη εργασία. Μεταφερμένη στις συνθήκες της χώρας μας η θεωρία αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από έναν υποστηρικτή της κυβερνητικής πολιτικής ο οποίος θα προέβαλε το επιχείρημα ότι ένα μεγάλο μέρος της ανεργίας του 10% με 11% είναι ηθελημένη ανεργία που οφείλεται στο ότι οι άνεργοι δεν παρακινούνται από τις υπάρχουσες αμοιβές για να εργαστούν διότι τις θεωρούν χαμηλές, καθώς και ότι  για τον ίδιο λόγο δεν παρακινούνται να ειδικευτούν σε επαγγέλματα και ειδικότητες στα οποία υπάρχουν ελλείψεις εργαζομένων. Συνεπώς η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επιφερόμενη, (μικρότερη αναλογικά) αύξηση όλων των υψηλότερων μισθών,  θα προκαλέσει ως δευτερογενές αποτέλεσμα την μείωση της ηθελημένης ανεργίας (και  της αδήλωτης εργασίας) και την αύξηση του εθνικού εισοδήματος.

Αυτή η θεωρία, λοιπόν, είναι η μοναδική που  θα μπορούσε να ταιριάξει με την “γενναιόδωρη” και “αισιόδοξη” πολιτική της κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό. Μόνο που πρόκειται για μία θεωρία η οποία θα είχε κάποιες ελπίδες επιτυχίας στην πράξη εάν εφαρμοζόταν είτε στην Νότια Κορέα, είτε στην Σιγκαπούρη. Στην Ελλάδα έχει εφαρμοστεί δύο φορές στο παρελθόν, εμπρόθετα ή όχι: μία στην δεκαετία του 1980 από το ΠΑΣΟΚ και μία στην δεκαετία του 2000-2010 πρώτα από το ΠΑΣΟΚ και μετά, και κυρίως, από την ΝΔ. Και στις δύο περιπτώσεις τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. (Στις δε τρέχουσες συνθήκες οι νεότερες επιδοματικές πολιτικές που συνδέονται και με τον κατώτατο μισθό -όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα μέσα από το παρ’ υμίν «κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης» κλπ-  δεν πρέπει να δημιουργούν κίνητρα αεργίας και αδήλωτης εργασίας).

Όσον αφορά δε την παροχή κινήτρων στους εργαζόμενους να αποκτήσουν δεξιότητες για να περάσουν σε ανώτερη μισθολογική βαθμίδα, ισχύει ακριβώς το αντίθετο από ό,τι θα ισχυριζόταν ένας υποστηρικτής της εν λόγω θεωρίας: η υπερβάλλουσα αύξηση του κατώτατου μισθού αντί να προσφέρει, αφαιρεί κίνητρα να αναζητήσει κανείς υψηλότερες αποδοχές μέσα από την προσπάθεια να αποκτήσει μία δεξιότητα-εξειδίκευση. (Η θεωρία του “αποτελεσματικού μισθού” γίνεται, όμως,  πράξη  σε επίπεδο επιχειρήσεων και ομίλων που θέλουν και μπορούν να ακολουθούν πολιτική κατωτάτων μισθών θετικά αποκλίνουσα του  νομοθετημένου κατωτάτου – πχ επιχειρήσεις και όμιλοι που έχουν ορίσει τον δικό τους κατώτατο στα 900 ή και στα 1000  ευρώ).

Σε μία οικονομία που λειτουργεί υπό τις περιστάσεις με τις οποίες λειτουργεί η ελληνική οικονομία, γεγονός είναι πως αντί για παρακινδυνευμένα πειράματα και πολιτικούς υπολογισμούς, η εισοδηματική πολιτική / πολιτική μισθών πρέπει να κινείται στα πλαίσια του ορθολογισμού και της εμπειρικά επαληθευμένης θεωρίας.  Όσο και αν είναι στενάχωρο το να το λέει κανείς αυτό, γεγονός παραμένει πως αυξήσεις που δεν δικαιολογούνται από τις οικονομικές παραμέτρους όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμες αλλά το πλέον πιθανό είναι πως -μέσω των επιπλοκών που δημιουργούν- τελικά αποβαίνουν εις βάρος των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, εκείνων δηλαδή που βρίσκονται σε χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα. Από την άποψη αυτή η πρόσφατη ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στο ύψος των 830 ευρώ είναι ένα σφάλμα οικονομικής πολιτικής που οφείλεται στην προσπάθεια να δοθεί μία εύκολη λύση σε πραγματικά προβλήματα κοινωνικής  και οικονομικής δυσπραγίας.

Η απάμβλυνση των προβλημάτων των ασθενέστερων εισοδηματικά κατηγοριών, αλλά και γενικότερα, βρίσκεται κάπου άλλου, όμως, και όχι στις χωρίς οικονομική λογική αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Οι ασθενέστεροι κοινωνικά και οικονομικά θα επωφελούνταν πραγματικά εάν, πρώτον, η πολιτική επιτύγχανε να ρυθμίσει τις αγορές, καθιστώντας τες πραγματικά αποτελεσματικές, σε κρίσιμους τομείς,  όπως είναι η στέγη, τα τρόφιμα, η ενέργεια και οι επικοινωνίες, και δεύτερον, εάν μπορούσε να μεταρρυθμίσει και να οργανώσει τις οικονομικές λειτουργίες έτσι ώστε να μπορεί να παραχθούν και να προσφερθούν πραγματικά στους πολίτες θεμελιώδη δημόσια αγαθά όπως είναι η κοινωνική φροντίδα για τις οικογένειες, η υγεία και η εκπαίδευση.  Μόνο που αυτό είναι κάτι το οποίο όχι μόνο δεν το πέτυχε κάποια κυβέρνηση, αλλά ούτε καν προσπάθησε επαρκώς να το επιτύχει.

Οι Δημήτρης Α. Ιωάννου και  Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts