Η τρέχουσα επικαιρότητα επαναφέρει τα ζητήματα της διαφθοράς ως συνέπεια της πελατοκρατίας, και από πολλές απόψεις προκύπτει ότι οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο όρος πελατοκρατία είναι αρκετά προσφιλής στο δημόσιο διάλογο ως σύμπτωμα αδυναμίας της πολιτικής διαδικασίας. Αν και εκφράζεται ως καταγγελία για τη δράση κομμάτων και πολιτικών, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πρόκειται για φαινόμενο με βαθιές ρίζες και πολυδιάστατη υπόσταση λόγω των δικτύων πατρωνίας τα οποία δημιουργήθηκαν ήδη από την πρώτη φάση συγκρότησης του κράτους.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η εξέλιξη αυτή, ίσως, εξηγεί και σε ένα βαθμό την πτώση του ενδιαφέροντος των πολιτών για την ένταξή τους σε κομματικά δίκτυα όταν η διεκδίκηση θέσης στο δημόσιο τομέα (ΑΣΕΠ), η διανομή κοινωνικών επιδομάτων (voucher μέσω ψηφιακής πλατφόρμας) και η παροχή πολλών υπηρεσιών του δημοσίου (gov.gr) δεν απαιτεί την κομματική διαμεσολάβηση. Πάντως, ακόμα και μεμονωμένα περιστατικά πελατειακών σχέσεων ανατροφοδοτούν την κοινωνική αντίληψη ότι η διαφθορά είναι διάχυτη στο δημόσιο και πολιτικό σύστημα. Έτσι, η πελατοκρατία καταλήγει να είναι μια εύκολη ερμηνεία για σύνθετα φαινόμενα κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς.
Είτε εκδηλώνεται ως ευνοιοκρατία είτε ως πολιτική πατρωνία, η πελατοκρατία δημιουργεί μια γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και την κομματική ή προσωπική ωφέλεια. Το τοπίο γίνεται θολό, δημιουργώντας αβεβαιότητα σχετικά με τα όρια της θεμιτής πολιτικής δράσης. Δεν είναι πάντα σαφές πού αρχίζει η κατάχρηση και πού σταματά το επιτρεπτό. Ωστόσο, η αίσθηση ότι οι δημόσιοι πόροι διανέμονται με όρους ανταλλαγών ενισχύει τη δυσπιστία προς τους θεσμούς.
Η πελατοκρατία, ως μορφή «αναδιανεμητικής διαφθοράς», διαφέρει από την «εξορυκτική» διαφθορά (π.χ. δωροδοκία), καθώς αναδιανέμει δημόσιους πόρους με μη αξιοκρατικά και μη διαφανή κριτήρια. Αν και συχνά χαρακτηρίζεται ως «εθνικό μας σπορ», δεν περιορίζεται στην Ελλάδα – συναντάται και αλλού, κυρίως σε περιβάλλοντα κρατικών επιδοτήσεων. Στην ελληνική περίπτωση, ενισχύεται από την έντονα οικογενειοκεντρική δομή του κοινωνικού κεφαλαίου.
Οι σχέσεις τύπου quid pro quo εμπεριέχουν ανταλλάγματα που δεν είναι πάντα ρητά ή μετρήσιμα – ούτε χρονικά προσδιορισμένα, ούτε εξασφαλισμένα. Ωστόσο, υπονοούν προσδοκία, υπόσχονται, τρέφουν ελπίδα – και αυτή η προσδοκία τροφοδοτεί μεταξύ άλλων και την ανοχή. Η ανοχή στην πελατοκρατία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά, το Ευρωβαρόμετρο καταγράφει τη γενική στάση των πολιτών απέναντι στη διαφθορά, όπου η ανοχή σε τέτοια φαινόμενα φαίνεται να φθίνει. Τα «λαδώματα», τα «δωράκια» και οι «χάρες» θεωρούνται πλέον όλο και λιγότερο αποδεκτά, ενώ αυξάνεται η ευαισθησία ως προς τις επιπτώσεις της ευνοιοκρατίας στην επιχειρηματικότητα και στον θεμιτό ανταγωνισμό.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, κατέχει την πρώτη θέση στην Ε.Ε. ως προς την αντίληψη διαδεδομένης διαφθοράς – με το 98% των πολιτών να θεωρούν ότι το φαινόμενο είναι πανταχού παρόν. Παρότι περιστατικά όπως το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αποτελούν απαραίτητα τον κανόνα, η συχνότητα και η δημόσια προβολή τους συντελούν στη διαμόρφωση μιας γενικευμένης δυσπιστίας. Η πεποίθηση ότι «όλοι τα παίρνουν» ή ότι «η Ελλάδα δεν αλλάζει» ριζώνει μέσα από τέτοιες αφηγήσεις, και αυτή η κοινωνική κατασκευή επανατροφοδοτεί το ίδιο το πελατοκρατικό σύστημα, και προκαλεί την περαιτέρω υποχώρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε ζητήματα ατομικής ηθικής ευθύνης, αλλά αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος. Η πραγματική πρόκληση δεν είναι μόνο η καταπολέμηση των μεμονωμένων περιστατικών πελατειακής πρακτικής, αλλά κυρίως η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών ότι ισχύουν αποτελεσματικοί κανόνες διαφάνειας και ισότιμης μεταχείρισης των πολιτών για την πρόσβαση στους πόρους και τις υπηρεσίες του κράτους. Αν η κοινωνία δεν πειστεί ότι εξαλείφονται και τα τελευταία συμπτώματα του παλαιοκομματισμού, ακόμα και η καλύτερη μεταρρυθμιστική πρόθεση είναι καταδικασμένη να έχει περιορισμένα αποτελέσματα. Επίσης, η συλλήβδην καταγγελία των κομμάτων και ο κυνισμός των πολιτών δημιουργεί μια ουσιαστική αδυναμία για τη δημοκρατική ζωή, καθώς τα κόμματα παραμένουν ο σημαντικότερος και αναντικατάστατος θεσμός για τη δημοκρατική αντιπροσώπευση και διακυβέρνηση.
Μάνος Παπάζογλου, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστημίο Πελοποννήσου
Μαριάννα Κονδυλίδου, Υποψήφια Διδάκτορας Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου