Η επιβολή αιφνιδιαστικού δασμού 17% στις εισαγωγές μεξικανικής ντομάτας από την κυβέρνηση Τραμπ αναζωπύρωσε μια εμπορική διαμάχη που διαρκεί δεκαετίες, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τους παραγωγούς της Φλόριντα με τους μεξικανούς ανταγωνιστές τους. Η απόφαση αυτή ελήφθη ως απάντηση στις κατηγορίες για πωλήσεις κάτω του κόστους (dumping) και διαταράσσει μια εφοδιαστική αλυσίδα αξίας άνω των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δημιουργώντας ερωτήματα για το μέλλον της παραγωγής και τις τιμές καταναλωτή, σύμφωνα με τους Financial Times.
Τη δεκαετία του 1990, οι καλλιέργειες ντομάτας στη Φλόριντα κάλυπταν περισσότερα από 60.000 στρέμματα, με εκατοντάδες οικογενειακές φάρμες να τροφοδοτούν την αμερικανική αγορά. Σήμερα, λιγότερο από το μισό αυτής της έκτασης καλλιεργείται, με τους αμερικανούς αγρότες να στρέφουν το βλέμμα τους προς το Μεξικό ως βασικό υπαίτιο.
Η κυβέρνηση Τραμπ στήριξε τους παραγωγούς της Φλόριντα, επιβάλλοντας τον δασμό ως μέτρο στήριξης για έναν κλάδο που βρίσκεται σε υποχώρηση. «Ήταν έκπληξη να βλέπουμε την κυβέρνηση Τραμπ πρόθυμη να μας δώσει αυτό που θεωρούσαμε ότι μας άξιζε», δήλωσε ο Μπομπ Σπένσερ, πρόεδρος της West Coast Tomato στη Φλόριντα. «Υπάρχει μια αίσθηση ικανοποίησης, αλλά και λύπης για όσους δεν κατάφεραν να αντέξουν».
Το Μεξικό καλύπτει πλέον πάνω από το 60% της φρέσκιας ντομάτας που καταναλώνεται στις ΗΠΑ, γεγονός που δείχνει πώς η χώρα αύξησε το μερίδιό της στην αγορά μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) το 1994. Αυτή η κυριαρχία το κατέστησε βασικό στόχο του Τραμπ. «Είναι ακόμη μια ένδειξη ότι η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ακολουθεί βαθιά προστατευτική πολιτική», σχολίασε ο Χουάν Κάρλος Μπάκερ, πρώην υφυπουργός Οικονομίας του Μεξικού.
Τι υποστηρίζει το Μεξικό
Οι αγρότες του Μεξικού απορρίπτουν τις κατηγορίες για dumping, υποστηρίζοντας ότι κατάφεραν να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί από τις παραδοσιακές αμερικανικές φάρμες μέσω σημαντικών επενδύσεων, χαμηλότερου κόστους εργασίας και ευνοϊκότερων καιρικών συνθηκών. «Στη Φλόριντα συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έκαναν πάντα», ανέφερε ο Χερμάν Γκάνταρα, πρόεδρος της Μεξικανικής Ένωσης Προστατευόμενης Κηπουρικής και διευθύνων σύμβουλος της Ganfer Greenhouses, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ντομάτας στο Μεξικό. «Στο Μεξικό εξελιχθήκαμε στην τεχνολογία, στις ποικιλίες, στην ποιότητα, στις γεύσεις, στα χρώματα. Ειλικρινά, γίναμε καλύτεροι».
Ο δασμός έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τον κλάδο, ο οποίος απασχολεί περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους στο Μεξικό. Οι παραγωγοί προσπαθούν να προσαρμόσουν την παραγωγή και τα συμβόλαιά τους, ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν στάσιμες. «Πραγματικά δεν γίνονται συζητήσεις αυτή τη στιγμή», δήλωσε ο Ρόμπερτ Γκούντερ, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Florida Tomato Exchange. «Νομίζω ότι όλοι απλώς περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση». Η πρόεδρος του Μεξικού, Κλαούντια Σάινμπαουμ, έχει δηλώσει ότι η κυβέρνησή της θα στηρίξει τη βιομηχανία, ωστόσο οι μεγάλες περικοπές στον προϋπολογισμό περιορίζουν τις δυνατότητες για άμεση οικονομική ενίσχυση.
Το βασικό ερώτημα παραμένει ποιος θα επωμιστεί τελικά το κόστος. Οι Αμερικανοί παραγωγοί υποστηρίζουν ότι οι τιμές παραγωγού μπορεί να αυξηθούν, αλλά αυτό θα απορροφηθεί από τα κέρδη των λιανοπωλητών και των διανομέων, χωρίς να επηρεάσει τους καταναλωτές. Αντίθετα, το Εθνικό Γεωργικό Συμβούλιο του Μεξικού εκτιμά ότι το κόστος θα μετακυλιστεί στον καταναλωτή, με τις τιμές να αυξάνονται κατά 11,5%.
Ο Γκάνταρα προσθέτει ότι αν οι αμερικανικές εταιρείες θελήσουν να αυξήσουν την παραγωγή τους, θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις σε ακριβή γη και τεχνολογία, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές. «Η παραγωγή μας συμπληρώνει αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών», καταλήγει, αμφισβητώντας τη σκοπιμότητα του δασμού στον συγκεκριμένο κλάδο.