Με γοργούς ρυθμούς αυξάνεται η χρηματοδότηση μέσω ομολόγων, μια μετατόπιση που σημειώθηκε μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, με τις αγορές ομολόγων να αναμένεται να ξεπεράσουν τα τραπεζικά δάνεια ως κυρίαρχη πηγή χρηματοδότησης για τους μη χρηματοοικονομικούς δανειολήπτες, σύμφωνα με την τριμηνιαία ανασκόπηση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Ήδη το 2020, οι κυβερνήσεις έχουν γίνει οι μεγαλύτεροι δανειολήπτες στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το ήμισυ των ανεξόφλητων ομολόγων, σύμφωνα με τα στοιχεία της BIS. Οι κυβερνήσεις θέλοντας να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους οδήγησαν σε σημαντική αύξηση τις εκδόσεις ομολογιακών τίτλων κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Η άνοδος της αγοράς ομολόγων
Οι αγορές ομολόγων αυξήθηκαν ραγδαία από τη δεκαετία του 1990 ξεπερνώντας την οικονομική δραστηριότητα. Στα τέλη του 2ο24 η αξία των ομολόγων παγκοσμίως ξεπέρασε τα 150 τρισ. δολάρια ή το 135% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Στις δεκαετίες του 80 και 90 οι αναδυόμενες οικονομίες βασιζόταν λιγότερο στη χρηματοδότηση από εκδόσεις ομολόγων και ήταν εξαρτημένες στις τράπεζες κυρίως για διασυνοριακή χρηματοδότηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένες στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στις λήξεις των εκδόσεων που οδήγησαν με τη σειρά τους σε μια σειρά χρηματοπιστωτικών κρίσεων, επισημαίνουν οι οικονομολόγοι. Αυτές οι κρίσεις οδήγησαν σε πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη εγχώριων αγορών ομολόγων, όπου τα κεφάλαια μπορούσαν να αντληθούν σε τοπικό νόμισμα με σταθερά επιτόκια για μεγάλες λήξεις.

Σημαντική όμως ώθηση έδωσε και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε δύο αλλαγές.
Πρώτον, καθώς οι τράπεζες περιορίστηκαν μετά την κρίση οι επενδυτές χαρτοφυλακίων ανέλαβαν κεντρική θέση ως πιστωτές. Μεταξύ 2009 και 2023, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από μη τραπεζικούς πιστωτές αυξήθηκαν από 167% σε 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Κατά την ίδια περίοδο, το συνολικό ενεργητικό των τραπεζών αυξήθηκε πιο μετριοπαθώς, από 164% σε 177% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παγκόσμιοι επενδυτές χαρτοφυλακίου αύξησαν τις αγορές ομολόγων σε νομίσματα των αναδυόμενων αγορών της αγοράς, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη των εγχώριων αγορών. Οι διεθνείς αγορές ομολόγων επεκτάθηκαν με βραδύτερο ρυθμό.
Η δεύτερη αλλαγή ήταν η μετατόπιση από τον δανεισμό σε δανειολήπτες του ιδιωτικού τομέα σε απαιτήσεις έναντι της κυβέρνησης. Αυτή η μετατόπιση οφείλεται στα αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα, ιδίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η έκδοση κρατικών ομολόγων συνέβαλε στην ώθηση της ανάπτυξης των εγχώριων αγορών ομολόγων ειδικότερα, οι οποίες επεκτάθηκαν από 95% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2009 σε περίπου 110% το 2024.
Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν σε μετατόπιση της χρηματοδότησης μέσω χρέους από δάνεια σε ομόλογα. Ενώ τα δάνεια παραμένουν η μεγαλύτερη πηγή χρηματοδότησης μέσω χρέους στις περισσότερες χώρες, το μερίδιο των ομολόγων έχει αυξηθεί από το 2009. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2025, το μερίδιο των ομολόγων στο σύνολο των πιστώσεων προς μη χρηματοοικονομικούς δανειολήπτες, κυβερνήσεις, μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά είχε αυξηθεί στο 40% παγκοσμίως και είχε ξεπεράσει το 50% στη Βραζιλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αρκετές άλλες οικονομίες.
Το νόμισμα
Στις προηγμένες οικονομίες η έκδοση ομολόγων γίνεται στο νόμισμα του δανειολήπτη, ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες αναπτύσσεται πλέον η ίδια τάση να εκδίδουν ομόλογα σε τοπικό νόμισμα. Ο λόγος σύμφωνα με τους αναλυτές της BIS είναι ότι μειώνεται η έκθεση τους στη συναλλαγματική ισοτιμία αλλά και στη λήξη των εκδόσεων. Επιπλέον πολλές χώρες επένδυσαν στην εμβάθυνση των εγχώριων αγορών ομολόγων, ξεπερνώντας αυτό που ονομάζεται «προπατορικό αμάρτημα» ήτοι την αδυναμία δανεισμού σε δικό τους νόμισμα, επεκτείνοντας τη βάση των θεσμικών επενδυτών που αναζητούν αποδόσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Περίπου το 93% όλων των ομολόγων παγκοσμίως είναι εκφρασμένα στο εγχώριο νόμισμα του δανειολήπτη. Ωστόσο, αυτό το μερίδιο κυμαίνεται από λιγότερο από 60% σε χώρες με ιστορικό μακροοικονομικής αστάθειας, όπως η Αργεντινή και η Τουρκία έναντι σχεδόν 100% στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες με παγκόσμια αποθεματικά νομίσματα.
Σε όλους τους τομείς εντός μιας χώρας, το μερίδιο του εγχώριου νομίσματος είναι υψηλότερο για τις κυβερνήσεις και συνήθως χαμηλότερο για τις τράπεζες και τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Μεταξύ των δανειοληπτών που εκδίδουν ομόλογα σε νόμισμα διαφορετικό από το δικό τους, το δολάριο ΗΠΑ παραμένει η κυρίαρχη επιλογή.
Τι σημαίνει η άνοδος της αγοράς ομολόγων
Η μετατόπιση της χρηματοδότησης του χρέους από δάνεια σε ομόλογα έχει διευρύνει την ποικιλία των πηγών και των μέσων χρηματοδότησης που έχουν στη διάθεσή τους οι δανειολήπτες και τους έχει επιτρέψει να διαχειρίζονται καλύτερα τις αναντιστοιχίες μεταξύ νομισμάτων και λήξεων, τονίζεται στην ανασκόπηση της BIS, που είθισται να αποκαλείται και η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών.
Παρά τα οφέλη που συνδέονται με την ανάπτυξη των αγορών ομολόγων, η στροφή προς τα ομόλογα έχει επίσης φέρει νέες προκλήσεις. Μια εκ των οποίων είναι η ευπάθεια που συνδέεται με τις αναντιστοιχίες νομίσματος ή διάρκειας στους ισολογισμούς των επενδυτών.
Η άλλη πλευρά της μείωσης των αναντιστοιχιών στους ισολογισμούς των δανειοληπτών χάρη στα ομόλογα είναι η μεταφορά των κινδύνων στους πιστωτές. Οι ζημίες από την αποτίμηση στην τρέχουσα αγοραία αξία λόγω της υποτίμησης του νομίσματος ή της αύξησης των επιτοκίων μπορούν να οδηγήσουν σε πωλήσεις ή εκ των υστέρων αντιστάθμιση κινδύνου, γεγονός που πιέζει περαιτέρω προς τα κάτω τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Τέλος, οι αναλυτές της BIS εντοπίζουν και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων αντιστάθμισης κινδύνου των εκδοτών και των επενδυτών που δραστηριοποιούνται στις αγορές ομολόγων. «Οι πληροφορίες σχετικά με την αντιστάθμιση κινδύνου από μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μη χρηματοδοτικές εταιρείες» τονίζουν «είναι λιγότερο πλήρεις από ό,τι για τις τράπεζες, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με τους συστημικούς κινδύνους που ενέχουν οι νομισματικές αναντιστοιχίες σε αυτές τις οντότητες. Επιπλέον, ακόμη και όταν οι επενδυτές αντισταθμίζουν τις θέσεις τους, συχνά χρησιμοποιούν παράγωγα με μικρότερη διάρκεια από τα περιουσιακά στοιχεία που αντισταθμίζονται. Ο κίνδυνος ανανέωσης που προκύπτει εκθέτει τους επενδυτές που αντισταθμίζουν σε πιέσεις στις αγορές χρηματοδότησης σε δολάρια.»