«Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 2,8% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος υποχωρεί στο 137,6% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010 και σύμφωνα με τις προβλέψεις, εφόσον αυτό συμβεί, η Ελλάδα θα πάψει να είναι η πιο χρεωμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όρους ποσοστού χρέους». Αυτό τόνισε μεταξύ άλλων ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μετά την κατάθεση στη Βουλή του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026.
Δείτε εδω το προσχέδιο του προϋπολογισμού
Ειδικότερα, σύμφωνα με το προσχέδιο, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362.800 εκατ. ευρώ ή 145,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 364.885 εκατ. ευρώ ή 153,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024. Το 2026 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 359.000 εκατ. ευρώ ή 137,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2025.

Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 398.400 εκατ. ευρώ ή 159,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 403.861 εκατ. ευρώ ή 170,0% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 10,4 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024. Το 2026 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 394.600 εκατ. ευρώ ή 151,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,4 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2025.
Η εκδοτική δραστηριότητα
Η εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου συνεχίστηκε ομαλά καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους καλύπτοντας τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες, κατά κύριο λόγο με κοινοπρακτικές εκδόσεις, οι οποίες είχαν υψηλό ποσοστό υπερκάλυψης του βιβλίου προσφορών τους, ενώ διατέθηκαν κατά προτεραιότητα σε τελικούς επενδυτές. Σημαντική συνεισφορά στην αναχρηματοδότηση των δανειακών αναγκών είχαν και κατά το τρέχον έτος οι μηνιαίες δημοπρασίες επανέκδοσης ομολόγων, οι οποίες συνεχίζουν να διενεργούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα που έχει ήδη ανακοινωθεί. Τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου παρέμειναν στα υψηλά επίπεδα των τελευταίων ετών, ενώ ξεκίνησε από το προηγούμενο έτος η χρήση μέρους του αποθεματικού προσόδων από τις αγορές κεφαλαίου για προπληρωμές των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού Greek Loan Facility (GLF).
Νέα πρόωρη αποπληρωμή
Τον Δεκέμβριο 2025 αναμένεται να υλοποιηθεί νέα πρόωρη αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του GLF, τα οποία έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, με την αναλογική αποπληρωμή δανείων που λήγουν κατά τα έτη 2033 – 2041, συνολικού ύψους 5.290 εκατ. ευρώ. Έχουν προηγηθεί οι αποπληρωμές δανείων ύψους 7.935 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2024, 5.290 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2023 και 2.645 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2022.
H συνολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εξακολουθεί να παραμένει σχετικά υψηλή
Σε συνέχεια της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας (ΒΒΒ-) από το Ελληνικό Δημόσιο το 2023 από τους οίκους αξιολόγησης DBRS, Standard & Poor’s, Fitch, R & I και Scope, ακολούθησαν περαιτέρω αναβαθμίσεις κατά μία θέση, στη βαθμίδα BBB με σταθερή προοπτική, τον Δεκέμβριο 2024 από τον οίκο αξιολόγησης Scope και τον Μάρτιο και Απρίλιο 2025 από τους οίκους αξιολόγησης DBRS και Standard & Poor’s, αντίστοιχα. Επιπλέον, ο οίκος Moody’s αναβάθμισε το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα Baa3 με σταθερή προοπτική τον Μάρτιο 2025. Περαιτέρω, τον Μάιο του τρέχοντος έτους ο οίκος Fitch προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές.
Το πρόγραμμα PEPP
Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο, η ΕΚΤ εξακολούθησε την επεκτατική νομισματική πολιτική της και κατά το τρέχον έτος, ανακοινώνοντας τέσσερις επιπρόσθετες μειώσεις του επιτοκίου καταθέσεων εντός του πρώτου εξαμήνου. Το εν λόγω επιτόκιο, το οποίο διαμορφώνεται πλέον σε 2%, μειώθηκε οκτώ συναπτές φορές από τα μέσα Μαΐου 2024 έως τις αρχές Ιουνίου 2025, επιστρέφοντας στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2022. Παράλληλα, από τα τέλη του 2024 η ΕΚΤ έχει παύσει πλήρως να επανεπενδύει κατά τη λήξη τους τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση των τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών χρεογράφων (“Pandemic Emergency Purchase Programme” – PEPP).
Το βραχυχρόνιο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, όπως διαμορφώνεται στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων 13, 26 και 52 εβδομάδων, παρουσίασε σημαντική πτώση κατά τη διάρκεια του 2025
H συνολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εξακολουθεί να παραμένει σχετικά υψηλή παρά τη μη επανεπένδυση των ποσών των επερχόμενων λήξεων και εκτιμάται σε περίπου 32 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά αναγκαία την κατά το δυνατόν συχνότερη έκδοση νέων τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να διασφαλίζεται η επάρκειά τους για διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά. Κατά το τρέχον έτος οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών τίτλων των χωρών της Ευρωζώνης παρουσίασαν ανοδική τάση συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.
Υποχωρεί το spread – Μειώνεται το κόστος δανεισμού
Η διαφορά απόδοσης (yield spread) μεταξύ του δεκαετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου αναφοράς κινήθηκε σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το προηγούμενο έτος και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στα επίπεδα των 77 μονάδων βάσης κατά τη διάρκεια του 2025. Στο τέλος Σεπτεμβρίου η διαφορά απόδοσης διαμορφώνεται στα επίπεδα των 66 μονάδων βάσης, με την τρέχουσα απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να διαμορφώνεται σε ποσοστό 3,38% περίπου.
Το βραχυχρόνιο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, όπως διαμορφώνεται στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων 13, 26 και 52 εβδομάδων, παρουσίασε σημαντική πτώση κατά τη διάρκεια του 2025, ακολουθώντας παρόμοια πορεία με αυτή των αντίστοιχων ευρωπαϊκών επιτοκίων βραχυπρόθεσμης διάρκειας. H πτωτική τάση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες δημοπρασίες του Ιουλίου, του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου 2025, δεδομένου ότι τα επιτόκια διαμορφώθηκαν σε 1,76% για τα τρίμηνα, 1,74% για τα εξάμηνα και 1,97% για τα ετήσια έντοκα γραμμάτια.

Ο δανεισμός για το 2026
Κατά το έτος 2025 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης παρουσιάζεται μειωμένο σε απόλυτο μέγεθος, ενώ συνεχίστηκε η μείωσή του και ως ποσοστού του ΑΕΠ λόγω της νέας αύξησης τόσο του ονομαστικού όσο και του πραγματικού ΑΕΠ. Παράλληλα, το ύψος των συνολικών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου διατηρήθηκε στα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων ετών.
Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το έτος 2026 συνεπεία και των προαναφερόμενων προπληρωμών, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι και πάλι περιορισμένη.
Κύριος στόχος είναι η αποπληρωμή των εν λόγω διμερών δανείων μία δεκαετία νωρίτερα από την τελική ημερομηνία λήξης τους
Ειδικότερα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής συνίσταται στη διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, στην περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση κατά το δυνατόν της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, στη μείωση των περιθωρίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και στην επιπρόσθετη διασφάλιση της συνέπειας του Ελληνικού Δημοσίου ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης, θα αξιοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους.
Συνεχίζονται οι πρόωρες αποπληρωμές
Τέλος, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών χρέους με χρήση και μέρους των ταμειακών διαθεσίμων και συγκεκριμένα των δανείων που προέρχονται από τον επίσημο τομέα, δηλαδή των διμερών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης. Κύριος στόχος είναι η αποπληρωμή των εν λόγω διμερών δανείων μία δεκαετία νωρίτερα από την τελική ημερομηνία λήξης τους, ήτοι το αργότερο έως το 2031, ούτως ώστε το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό.
Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, η εφαρμογή της πολιτικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου μέσω της οποίας θα διασφαλίζονται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της εκάστοτε κλίσης της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων για τη διασφάλιση βέλτιστου αποτελέσματος αναφορικά με το κόστος δανεισμού.
Κατά το επόμενο έτος θα διατηρηθούν οι βασικοί μεσοπρόθεσμοι στόχοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους, όπως είναι η πλήρης αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ και η διατήρηση της υφιστάμενης αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.