Εργασιομανείς που παίρνουν δουλειά στο σπίτι ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, συνδεδεμένοι διαρκώς με συναδέλφους, συνεργάτες και πελάτες, φιλόδοξοι, συγκεντρωτικοί και απαιτητικοί για τη διαρκή υπέρβαση του εαυτού τους, οι σύγχρονοι εργαζόμενοι σε διευθυντικές και άλλες «αγχωτικές» θέσεις ευθύνης, που δεν τους φθάνουν οι 24 ώρες της περιστροφής της γης περί τον άξονά της, σπρώχνουν καθημερινά τη ζωή τους στα άκρα.
Συγκριτική έρευνα που δημοσίευσε την Πέμπτη η γαλλική Ένωση Απασχόλησης Στελεχών (APEC) αποκάλυψε τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει για την ψυχική υγεία των επιχειρηματικών στελεχών η συνήθεια να δοκιμάζουν καθημερινά τα σωματικά και πνευματικά τους όρια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που διεθνώς περιγράφεται με τον αγγλικό όρο «burnout», δηλαδή «κάψιμο» του εργαζομένου από την πολλή δουλειά.
Βάσει της μελέτης, το 32% των στελεχών εμφανίζουν ένα από τα πέντε σημάδια κακής ψυχικής υγείας, όπως ορίζονται από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία: έντονο στρες, κακή διάθεση ή κατάθλιψη, επαγγελματική εξουθένωση, ευερεθιστότητα, άγχος. Οι γυναίκες επηρεάζονται ελαφρώς περισσότερο από τους άνδρες (σε ποσοστό 34% έναντι 30%). Και οι νεότεροι εργαζόμενοι επηρεάζονται αισθητά περισσότερο από τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους (36% και 23% αντίστοιχα).
Η κουλτούρα της υπεραπόδοσης
«Δεν έχουμε καταγεγραμμένα στοιχεία για να αξιολογήσουμε επακριβώς την εξέλιξη αυτών των αριθμών, αλλά είναι ανησυχητικά καθώς συνδυάζονται και με άλλους δείκτες που παρατηρούνται από διάφορες κοινωνικές έρευνες, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων», σημειώνει μιλώντας στη «Les Echos» ο διευθύνων σύμβουλος της APEC, Ζιλ Γκατό. «Δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε το ζήτημα της ψυχικής υγείας των στελεχών ως περιφερειακό. Είναι επείγον να φροντίσουμε ώστε να περιορίζονται οι ακραίες μορφές επαγγελματικής εξουθένωσης», πρόσθεσε ο Γάλλος ειδικός.
Όλη αυτή η πνευματική δυσφορία που προκαλεί η κρατούσα εργασιακή κουλτούρα της «επαγγελματικής υπεραπόδοσης» προφανώς συνοδεύεται από σωματικές συνέπειες όπως κόπωση ή διαταραχές του ύπνου, αναφέρεται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας. Επίσης, οι παρατεταμένοι ρυθμοί εξαντλητικής εργασίας αυξάνουν τις απουσίες των εργαζομένων και τις αναρρωτικές άδειες.
Τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ένα στα πέντε στελέχη απουσίασε από την εργασία του για τουλάχιστον μία ημέρα. Και παρά το γεγονός ότι η ψυχική υγεία των δύο τρίτων όσων απουσίαζαν με αναρρωτική άδεια συνέχιζε να επιδεινώνεται, ελάχιστοι αναζήτησαν ιατρική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους.
Ανταγωνισμός
Από την άλλη πλευρά, η έρευνα της APEC έδειξε ότι παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο το πρόβλημα, οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται και οι πόροι που διατίθενται για την αντιμετώπισή του παραμένουν περιορισμένοι και πάντως ανεπαρκείς, πιθανόν επειδή η όλη οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας των σύγχρονων επιχειρήσεων, με τον καθορισμό όλο και απαιτητικότερων παραγωγικών στόχων, ευνοούν τον φρενήρη ανταγωνισμό των εργαζομένων εντός και εκτός εταιρικού περιβάλλοντος, άρα και τις κάθε λογής υπερβάσεις.
Όσο για τους μάνατζερ, αν και δηλώνουν έντονα ανήσυχοι για την ψυχική υγεία του προσωπικού που διευθύνουν, αν και δηλώνουν ότι συναισθάνονται την ευθύνη τους απέναντι στους εργαζομένους, δεν γνωρίζουν πώς να βοηθήσουν έναν υφιστάμενό τους που αντιμετωπίζει δυσκολίες. «Οι διευθύνοντες σύμβουλοι και οι εκτελεστικοί διευθυντές συχνά αισθάνονται απομονωμένοι και ανήμποροι να παρέμβουν, φοβούμενοι μήπως φανούν αδέξιοι ή παρεμβατικοί. Σκαρφίζονται λύσεις για να βοηθήσουν, αλλά δεν έχουν την κατάρτιση για να επιλέξουν τις σωστές παρεμβάσεις», τονίζει η μελέτη.
Εξυπακούεται ότι η επαγγελματική πίεση εντείνεται και συσσωρεύεται όσο ανεβαίνει κανείς τα κλιμάκια της ιεραρχίας. «Οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο έντονο στρες, ενώ είναι εξίσου πιθανό με τα μη διευθυντικά στελέχη να μην αναφέρουν τίποτα για την κακή ψυχική τους υγεία», αναφέρεται στην έρευνα. Διότι όσο αυξάνεται η ευθύνη, «τόσο αυξάνεται η εργασιακή πίεση και πληθαίνουν οι κάθε λογής συγκρούσεις». Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν, επιπλέον, «εάν τα στελέχη πρέπει να λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις για την εταιρεία ή όταν πρέπει να αντικαθιστούν έναν απόντα συνάδελφο».
Σιωπή και στίγμα
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών πάρα πολλά στελέχη, διευθυντικά ή όχι, εξακολουθούν να προτιμούν να σιωπούν, φοβούμενα μήπως υποστούν συνέπειες στην καριέρα τους. Φοβούνται δηλαδή οι εργαζόμενοι μήπως φανούν αναξιόπιστοι, αδύναμοι ή ανεπαρκείς και εξαιτίας αυτού παραγκωνιστούν. «Υπάρχει μια μορφή άρνησης σε ό,τι αφορά την αντίδραση σε μια μη υγιή κατάσταση.
Διότι ένας διευθυντής ‘οφείλει’ να είναι δυνατός, πρέπει πάντα να το παίρνει πάνω του», εξηγεί Ζιλ Γκατό, ο οποίος παραπέμπει και σε προηγούμενη μελέτη της APEC, σύμφωνα με την οποία ένας στους δύο διευθυντές με αναπηρίες δεν αποκαλύπτει την κατάστασή του.
Η σύγχρονη επιχειρηματική κουλτούρα έχει αναγάγει την περιβόητη «ανθεκτικότητα» σε μείζονα αρετή, όχι μόνο για την επιχείρηση ως οργανωτική δομή και λειτουργία αλλά και τους εργαζομένους σ’ αυτήν. «Η κατάσταση θα ήταν αναμφίβολα λιγότερο τεταμένη στις επιχειρήσεις και λιγότερο κρίσιμη από πλευράς δημόσιας ψυχικής υγείας αν οι διευθυντικές πρακτικές δεν ήταν τόσο κάθετες και ιεραρχικές», υπογραμμίζεται σε έκθεση της Γενικής Επιθεώρησης Κοινωνικών Υποθέσεων (IGAS) της Γαλλίας, που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο.
«Ξαφνικά καταρρέουν»
Σε γενικές γραμμές, η Γαλλία αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγήν σε ό,τι αφορά το μοντέλο εταιρικής διοίκησης, όπως παρατήρησε η πρόεδρος του Eurocadres Νελά Γκλεζ σε πρόσφατη στρογγυλή τράπεζα για το ωράριο εργασίας που διοργάνωσε η γαλλική Ένωση Δημοσιογράφων Κοινωνικής Πληροφόρησης. Το Eurocadres είναι ένα από τα τρία αναγνωρισμένα διατομεακά συνδικάτα στην Ευρώπη.
«Έχουμε μια πολύ στερεοτυπική άποψη στη Γαλλία», παρατηρεί μιλώντας στη «Les Echos» ο οικονομολόγος Φιλίπ Ασκεναζί. «Οι απουσίες λόγω αναρρωτικής άδειας στη χώρα δεν είναι υψηλότερες από όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα είναι πολύ λιγότερες συγκριτικά με τη θεωρούμενη ως υπόδειγμα εργατικότητας Γερμανία», σημειώνει ο οικονομολόγος.
Η διαφορά έγκειται στη φύση των αναρρωτικών αδειών που παίρνουν οι Γάλλοι: είναι πολύ λιγότερες οι άδειες μικρής χρονικής διάρκειας, αλλά πολύ περισσότερες οι άδειες πολλών ημερών, εβδομάδων ή και μηνών. «Στο τέλος οι άνθρωποι ξαφνικά καταρρέουν και αυτό υποδηλώνει ένα σοβαρό πρόβλημα επαγγελματικής εξουθένωσης και εν τέλει ένα υπαρκτό ζήτημα εταιρικής διακυβέρνησης και γενικότερης εργασιακής κουλτούρας», τονίζει ο Φιλίπ Ασκεναζί.