Όσο λιγότερα ρομπότ χρησιμοποιεί μια βιομηχανική-μεταποιητική επιχείρηση τόσο μειώνονται οι προοπτικές μακροημέρευσής της.
Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα της τρίτης έκδοσης του βαρόμετρου Industry in Motion, που αποκαλύπτει μια επιβράδυνση στις δραστηριότητες και την απασχόληση σε έναν κλάδο της ευρωπαϊκής οικονομίας που αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένο ανταγωνισμό τόσο εξ Ανατολών (Κίνα) όσο και εκ Δυσμών (ΗΠΑ).
Η έρευνα προκάλεσε έντονο προβληματισμό στη Γαλλία, μια μεγάλη βιομηχανική χώρα της ΕΕ που όμως βρίσκεται σε μεταβατική φάση τόσο σε οικονομικό και παραγωγικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό.
Η νέα σύνοδος κορυφής Choose France, που εγκαινίασε τη Δευτέρα η γαλλική κυβέρνηση υπό την εποπτεία και ενεργό καθοδήγηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν «δείχνει την αποφασιστικότητα του Παρισιού να αποδείξει ότι η επαναβιομηχάνιση παραμένει προτεραιότητα», όπως γράφει η Ναταλί Ζιλμπέρ στη «Les Echos».
Η όλη προσπάθεια συμπίπτει με τις κρίσιμες συζητήσεις στην Εθνοσυνέλευση για το νέο προϋπολογισμό. Συζητήσεις που «προκαλούν στους επιχειρηματίες φόβο για το τέλος της οικονομίας της προσφοράς», όπως σημειώνει η γαλλίδα ρεπόρτερ.
Και η έρευνα της Industry in Motion, εξάλλου, η οποία διεξήχθη σε 15 ευρωπαϊκές χώρες και αποκαλύπτει αποκλειστικά η «Les Echos», επισημαίνει ότι «το 2024, μετά από δύο χρόνια ισχυρής ανάκαμψης, τα σημάδια είναι πιο διστακτικά: τα έργα επιβραδύνονται, το κόστος παραγωγής είναι υψηλό, η ζήτηση μειώνεται και οι ενεργειακές και γεωπολιτικές αβεβαιότητες επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις».
«Κλειδί» τα ρομπότ
Οι παρατηρήσεις αυτές είναι ανησυχητικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά ειδικότερα στην περίπτωση της Γαλλίας σημαίνουν συναγερμό. Διότι οι επενδύσεις στη μεταποίηση, οι οποίες είχαν αυξηθεί κατά 15% μεταξύ 2016 και 2023, άρχισαν να μειώνονται ξανά.
«Με κίνδυνο να θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητά της, η Γαλλία, η οποία ήδη υστερεί στον αυτοματισμό, απέκτησε μόνο 4.900 επιπλέον ρομπότ πέρυσι, 24% λιγότερα από ό,τι το 2023, σε σύγκριση με σχεδόν 27.000 στη Γερμανία!
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι βιομηχανικές μονάδες που έκλεισαν ήταν σχεδόν διπλάσιες από όσες άνοιξαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της γαλλικής κυβέρνησης», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Επιπλέον, τα γαλλικά εργοστάσια άρχισαν να μειώνουν τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν. Η απασχόληση στον κλάδο μειώθηκε κατά 0,5% το δεύτερο τρίμηνο του 2025 σε ετήσια βάση, αφού είχε αυξηθεί κατά 4% μεταξύ 2017 και 2024 – κάτι που είχε οδηγήσει στη δημιουργία 120.000 επιπλέον θέσεων εργασίας.
Το 2025, η μεταποίηση αντιπροσωπεύει το 9,6% του γαλλικού ΑΕΠ, 0,2 μονάδες λιγότερο από ό,τι το 2023, ενώ αντιπροσωπεύει το 15% στην Ιταλία και το 18% στη Γερμανία.
Χάνει το τρένο
«Το 2025 είναι πιο δύσκολο να επαναβιομηχανοποιηθεί η Γαλλία από όσο ήταν το 2017», δήλωσε στην «Les Echos» ο Αντονί Μορλέ-Λαβινταλί, οικονομολόγος της Rexecode, ο οποίος συνέβαλε στην έρευνα της Industry in Motion.
«Και αν η Γαλλία ήταν σε θέση να διατηρήσει αυτό το επίπεδο στο μέλλον, αυτό θα ήταν ήδη καλό. Αλλά υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος υστέρησης», προσθέτει ο γάλλος οικονομολόγος.
Επιπλέον, ενώ ο στόχος που είχε θέσει το 2023 η γαλλική κυβέρνηση ήταν να αυξήσει το μερίδιο του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ στο 15%, «κανείς δεν πιστεύει πλέον σε αυτό το σενάριο», υποστηρίζει ο ειδικός. Κι αυτό επειδή τα τελευταία δύο χρόνια το οικονομικό περιβάλλον σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά ιδιαιτέρως στη Γαλλία, έχει επιδεινωθεί σημαντικά.
«Η ζήτηση στην Ευρώπη αποδυναμώνεται και οι ευρωπαϊκές εταιρείες χάνουν μερίδιο αγοράς», τονίζει η υπεύθυνη για το βαρόμετρο ερευνήτρια Αναΐς Βουά-Ζιλίς.
«Στη Γαλλία, όπως και αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η βιομηχανία αποδυναμώνεται από τον ανταγωνισμό που επιδεινώνεται από τον δασμολογικό πόλεμο που ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και από την επιθετική εμπορική στρατηγική της Κίνας στην αναζήτηση νέων αγορών. Ακόμη και παγκόσμιοι ηγέτες στον βιομηχανικό κλάδο της ηπείρου, όπως η Michelin και η Valeo, υποφέρουν», εξήγησε η Βουά-Ζιλίς.
«Ιστορικές αδυναμίες»
Σε αυτό το πλαίσιο, «η βιομηχανική αναζωογόνηση της Γαλλίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν αλλάξουν ριζικά οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα προς την κατεύθυνση της τόνωσης της καινοτομίας, της υποστήριξης των επενδύσεων και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων», προειδοποιεί η έκθεση.
Σε σύγκριση με τους γείτονές της, η Γαλλία εξακολουθεί να παρεμποδίζεται από τις ιστορικές της αδυναμίες: τους υψηλότερους φόρους παραγωγής και την υπερβολική φορολόγηση του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που επηρεάζει ιδιαίτερα τη βιομηχανία, καθώς «οι μισθοί είναι υψηλότεροι από ό,τι σε άλλους τομείς αποτελώντας έτσι εμπόδιο στην ανάπτυξη βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας», προειδοποιεί ο Αντονί Μορλέ-Λαβινταλί δίχως να εξηγήσει περαιτέρω πώς συμβαίνει αυτό, διότι θα υπέθετε κανείς ότι οι υψηλοί μισθοί θα αποτελούσαν κίνητρο για προσέλκυση ακριβότερων και αξιολογότερων ταλέντων.
«Θα πάρει χρόνο»
Εν πάση περιπτώσει, κατά τον ειδικό της Rexecode η εκπαίδευση συνιστά ένα επίσης κομβικό ζήτημα. «Ενώ ήδη δυσκολεύεται να προσλάβει άτομα, η βιομηχανία θα πρέπει να αντιμετωπίσει σχεδόν 1 εκατ. συνταξιοδοτήσεις (966.000) εργαζομένων έως το 2030.
Αλλά αν δράσει στους τομείς αυτούς, η Γαλλία μπορεί να ανακτήσει έδαφος διότι, εκτός από τις ενεργειακές και εμπορικές πολιτικές που εξαρτώνται από τις Βρυξέλλες, όλα τα υπόλοιπα αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο».
Συνοψίζοντας η Αναΐς Βουά-Ζιλίς θεωρεί ότι η υποστήριξη της επαναβιομηχάνισης θα απαιτήσει πρωτίστως συνέπεια στις πολιτικές που εφαρμόζονται τόσο στη Γαλλία όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Πρέπει να υιοθετήσουμε μια προσέγγιση σχεδιασμού», επιμένει η ερευνήτρια. Αλλά σε κάθε περίπτωση, «θα χρειαστεί χρόνος και θα είναι δαπανηρό», σημειώνει, τονίζοντας ότι «το τρέχον πολιτικό και δημοσιονομικό πλαίσιο στη Γαλλία αναμφίβολα δεν αποτελούν ευνοϊκό παράγοντα για μια θετική εξέλιξη».
Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο από τους ερευνητές και τους ειδικούς της Industry in Motion και της Rexecode είναι τι ελπίδες επιτυχίας έχει η γαλλική και εν γένει η ευρωπαϊκή βιομηχανία αν αντιμετωπίσει τους Κινέζους ανταγωνιστές της στο δικό τους γήπεδο και με τους δικούς τους όρους, κινεζοποιούμενη δηλαδή η ίδια. Το ίδιο ερώτημα τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να τεθεί και την αμερικανική βιομηχανία.





































