Σε μια ύστατη προσπάθεια να καμφθούν οι αντιρρήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν την Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου, σε συμφωνία για την ενίσχυση των διασφαλίσεων στην εμπορική συμφωνία με τις χώρες της Mercosur.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα κράτη-μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) ενέκριναν συμπληρωματικό κείμενο που προβλέπει την επαναφορά δασμών σε περίπτωση που οι εισαγωγές βοείου κρέατος και πουλερικών από τη Λατινική Αμερική προκαλέσουν αποσταθεροποίηση στις ευρωπαϊκές αγορές.
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αν οι νέες διασφαλίσεις αρκούν για να αλλάξουν στάση ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι
Η εξέλιξη έρχεται μία μόλις ημέρα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, όπου η Mercosur αναμένεται να κυριαρχήσει στις παρασκηνιακές συζητήσεις. Εκεί, οι χώρες που υποστηρίζουν τη Mercosur, με επικεφαλής τη Γερμανία, θέλουν επιτέλους να πείσουν τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να εγκαταλείψει την αντίθεσή του και την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να αποχωρήσει και να υποστηρίξει τη συμφωνία μετά από 25 χρόνια συνομιλιών, όπως αναφέρει το Politico.
Η συμφωνία με τις χώρες της Mercosur
Σύμφωνα με τη συμφωνία, η Επιτροπή θα υποχρεούται να ξεκινά έρευνα όταν οι εισαγωγές από τις χώρες της Mercosur αυξάνονται κατά περισσότερο από 8% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας τριετίας και όταν οι τιμές τους είναι τουλάχιστον 8% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Εφόσον διαπιστωθεί σοβαρή διατάραξη της αγοράς, θα μπορούν να ενεργοποιηθούν εκ νέου δασμοί.
Ο συμβιβασμός γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στην αρχική πρόταση της Επιτροπής, που προέβλεπε όριο 10%, και τη σκληρότερη γραμμή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ζητούσε όριο μόλις 5%. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εμπορίου του Κοινοβουλίου, Μπερντ Λάνγκε, πρόκειται για έναν «δίκαιο συμβιβασμό» που προσφέρει «ασφάλεια και προβλεψιμότητα στους Ευρωπαίους αγρότες χωρίς να υπονομεύει τη στρατηγική εταιρική σχέση με τη Mercosur».
Ωστόσο, δεν υπήρξε συμφωνία στο αίτημα του Κοινοβουλίου για την ένταξη ρήτρας «υποχρέωσης αμοιβαιότητας», η οποία θα απαιτούσε από τις χώρες της Mercosur να τηρούν τα ίδια υγειονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα με την ΕΕ.
Η ρήτρα αυτή αποτέλεσε κόκκινη γραμμή για αρκετά κράτη-μέλη και την Κομισιόν, που προειδοποίησαν ότι θα έθετε σε κίνδυνο το ήδη συμφωνημένο κείμενο της εμπορικής συμφωνίας, για την οποία η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έδωσε τα χέρια πριν από ένα χρόνο με τους ηγέτες της Mercosur, η οποία περιλαμβάνει την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη.
Ερωτήματα και πιέσεις
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αν οι νέες διασφαλίσεις αρκούν για να αλλάξουν στάση ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι. Και οι δύο ζήτησαν αναβολή της τελικής ψηφοφορίας, επικαλούμενοι την ανάγκη περαιτέρω αξιολόγησης των επιπτώσεων στον αγροτικό τομέα, την ώρα που στις Βρυξέλλες προγραμματίζεται μεγάλη κινητοποίηση αγροτών.
Από την άλλη πλευρά, το Βερολίνο εντείνει την πίεση. Σύμμαχοι του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς προειδοποιούν ότι η Γερμανία, ως εξαγωγική δύναμη, χρειάζεται εμπορικές συμφωνίες όπως η Mercosur για να διατηρήσει τον ρόλο της ως βασικός χρηματοδότης του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Παρότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνεται επισήμως στην ατζέντα της Συνόδου, η δανική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ επιδιώκει τελική ψηφοφορία σε επίπεδο πρέσβεων εντός της εβδομάδας. Για να εγκριθεί, απαιτείται ειδική πλειοψηφία κρατών που να εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού της Ένωσης.
Η πίεση δεν έρχεται μόνο από την Ευρώπη. Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, ξεκαθάρισε ότι αν η συμφωνία δεν οριστικοποιηθεί εντός του μήνα, δεν προτίθεται να την υπογράψει όσο παραμένει στην προεδρία, προειδοποιώντας για σκληρότερη στάση στο μέλλον.
«Αν δεν το κάνουμε τώρα, η Βραζιλία δεν θα συνάψει πλέον αυτή τη συμφωνία όσο είμαι πρόεδρος», ανέφερε το Reuters επικαλούμενο δηλώσεις του Λούλα σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου . «Αν πουν όχι, θα είμαστε σκληροί απέναντί τους από εδώ και στο εξής. Υποχωρήσαμε σε όλα όσα θα μπορούσε να παραχωρήσει η διπλωματία».




































