Αυτή η κρίση είναι ένα σύμπτωμα ενός αποτυχημένου μοντέλου που βασιζόταν σε εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ως αντιστάθμισμα στην αναιμική ανάπτυξη.

Δεν πρόκειται για κρίση της στερλίνας. Πρόκειται για κρίση του βρετανικού καπιταλισμού που προκλήθηκε από 40 χρόνια υποεπενδύσεων και αποβιομηχανοποίησης, επιδεινώθηκε από τη χρόνια εξάρτηση από κερδοσκοπικές φούσκες και πυροδοτήθηκε από την υπερβολική καλοσύνη της Λιζ Τρας προς τους πλούσιους της Βρετανίας.

Ενώ όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην πτώση της λίρας, το πραγματικό δράμα περιστρέφεται γύρω από το επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας. Συνήθως, η συναλλαγματική ισοτιμία μιας ανεπτυγμένης χώρας ανεβαίνει όταν η κυβέρνησή της ανακοινώνει την πρόθεσή της να δανειστεί γενναιόδωρα. Προβλέποντας αύξηση των επιτοκίων, οι κερδοσκόποι στρέφονται στο νόμισμα για να επωφεληθούν. Ωστόσο, ακριβώς το αντίθετο συνέβη μετά τον (όχι και τόσο) μίνι προϋπολογισμό του Κουάσι Κουαρτένγκ την περασμένη εβδομάδα λόγω ενός βρόμικου μυστικού που είναι γνωστό σχεδόν σε όλους: ο βρετανικός καπιταλισμός είναι πολύ πιο εθισμένος στα χαμηλά επιτόκια απ’ ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η ηπειρωτική Ευρώπη.

Δεδομένου του υψηλού πληθωρισμού του Ηνωμένου Βασιλείου (9,9%), του ρεκόρ  ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών (8,3% του ΑΕΠ) και των χαμηλών συναλλαγματικών του αποθεμάτων, η Τράπεζα της Αγγλίας δεν μπορεί να σταθεροποιήσει την αγορά κρατικών ομολόγων ή τη λίρα αγοράζοντας ομόλογα -όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη- ή λίρες. Αυτές οι απελπισμένες κινήσεις μπορούν μόνο να κερδίσουν λίγο χρόνο. Σύντομα, θα χρειαστεί να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο τουλάχιστον στο 6% για να σταθεροποιήσει τις χρηματαγορές. Αλλά ένα τέτοιο ποσοστό θα έπληττε θανάσιμα τα εταιρικά ζόμπι από τα οποία εξαρτάται η ύπαρξη της  βρετανικής άρχουσας τάξης, καθώς και τα επίπεδα τιμών των κατοικιών, στις οποίες το συντηρητικό κόμμα έχει δομήσει την εκλογική του κυριαρχία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διολίσθηση της λίρας είναι απλώς ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης του βρετανικού καπιταλισμού μετά το 1979, και όχι το επίκεντρό του.

Η επανάσταση της Θάτσερ ήταν στον πυρήνα της ένα πολιτικό σχέδιο για την αποβιομηχανοποίηση της Βρετανίας ενώ παράλληλα ενθάρρυνε το Σίτι του Λονδίνου να δημιουργήσει ένα τεράστιο «χάρτινο πλούτο»,  μέσω της  χρηματιστικοποίησης των εργατικών κατοικιών και των δημοσίων  επιχειρήσεων κοινής ωφελείας χρηματοδοτώντας εργατικές κατοικίες και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούσε να  μιμηθεί τον δανεισμό του Ρόναλντ Ρίγκαν  δίχως το απαράμιλλο αβαντάζ του δολαρίου, η αναπτυξιακή στρατηγική της Μάργκαρετ Θάτσερ περιλάμβανε τον έλεγχο του δημόσιου χρέους ενώ άφηνε το ιδιωτικό χρέος να καλπάζει – το αντίθετο από αυτό που κάνει σήμερα η Τρας.

Επί κυβερνήσεως Θάτσερ, ο ένας μετά των άλλον οι Υπουργοί Οικονομικών άφηναν ανεξέλεγκτο το Σίτι, ενώ είχαν υπό αυστηρή εποπτεία το Υπουργείο Οικονομικών – κυρίως μέσω απάνθρωπων περικοπών σε κοινωνικά επιδόματα, στο εθνικό σύστημα υγείας, στην εκπαίδευση και σε όλες τις άλλες υπηρεσίες που έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έχουν έναν ελάχιστο έλεγχο στη ζωή τους. Το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος δεν φόβιζε τους υπουργούς γιατί, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν τρεις λόγους να βλέπουν με καλό μάτι τα υψηλά επιτόκια: τα σχετικά χαμηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους που είχαν κληρονομήσει, το κυβερνητικό σχέδιο ελάφρυνσης των στεγαστικών δανείων (που πλέον δεν υφίσταται) και, πολύ σημαντικό, τη διαθεσιμότητα τόσων εργατικών κατοικιών και μετοχών αγαθών κοινής ωφελείας (αέριο, ηλεκτρισμός, νερό) που μπορούσαν να «πεταχτούν» στο οικονομικό καζάνι του Σίτι σε τιμές χαμηλότερες της αξίας τους.

Τα χρόνια των Μπλερ και Μπράουν, η χρηματιστικοποίηση επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο και με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία η Wall Street γέννησε τα διαβόητα παράγωγά της. Παρ’ όλο που οι Εργατικοί διοχέτευσαν ένα σημαντικό μέρος των φορολογικών εσόδων του Ηνωμένου Βασιλείου από το Μεγάλο Κεφάλαιο στο εθνικό σύστημα υγείας και στην πρόνοια, η διαδικασία της υποεπένδυσης στο παραγωγικό κεφάλαιο συνεχίστηκε. Στη συνέχεια, το κραχ του 2008 έσκασε τις φούσκες στις οποίες η άρχουσα τάξη της Βρετανίας είχε επενδύσει τόσα πολλά από το 1979.

Σχεδόν αμέσως, η Τράπεζα της Αγγλίας, μαζί με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και κάθε άλλη μεγάλη κεντρική τράπεζα, έσπευσαν να διασώσουν το Σίτι και τη Γουόλ Στριτ. Ταυτόχρονα, σε μια παράλογη προσπάθεια να αντισταθμίσουν τη γενναιοδωρία τους, επέβαλαν λιτότητα στην πλειοψηφία του λαού τους -περισσότερο σε ορισμένες χώρες λιγότερο σε άλλες, αλλά, σε κάθε περίπτωση, σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν ο αφανισμός της όποιας μικρής πραγματικής επένδυσης που γινόταν. Γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις να επενδύσουν τα χρήματα από την κεντρική τους τράπεζα όταν οι απλοί πολίτες είχαν πτωχεύσει; Γιατί απλώς να μην επαναγοράσουν μετοχές ώστε να ενισχύσουν τα μπόνους τους που συνδέονται με τις μετοχές και να αγοράσουν υπέροχα σπίτια, έργα τέχνης και γιοτ;

Η Βρετανία του Ντέιβιντ Κάμερον και εκείνη του Τζορτζ Όσμπορν δεν ήταν, φυσικά, η μόνη οικονομία στην οποία άνθισε ο «σοσιαλισμός για τους κεφαλαιούχους», ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων υποβλήθηκε σε λιτότητα. Αυτό που διέκρινε τη Βρετανία από την ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ότι η χρηματιστικοποίηση ξεκίνησε νωρίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και διείσδυσε πολύ βαθύτερα στον ιστό μιας οικονομίας που είχε σκόπιμα αποβιομηχανοποιηθεί. Έτσι, η παραγωγή χρήματος από την Τράπεζα της Αγγλίας μετά το 2008 έπληξε την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου πολύ περισσότερο από τη γερμανική ή τη γαλλική οικονομία.

Στο φάντασμα της κατάρρευσης του καπιταλισμού, τυπώνοντας περισσότερα χρήματα για λογαριασμό των ίδιων κεφαλαιούχων που τα έδωσαν στους ίδιους CEO για να αγοράσουν ξανά περισσότερες από τις μετοχές τους. Ωστόσο, για να αποφευχθεί η πείνα κατά τη διάρκεια του lockdown, μερικά από τα πρόσφατα τυπωμένα χρήματα έπρεπε να δοθούν στους εργαζόμενους που τέθηκαν σε καθεστώς προσωρινής αργίας. Καθώς τα lockdown έπνιξαν τεχνητά την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών, ο λαός πήρε ένα μέρος από τα χρήματα της κεντρικής τράπεζας για να ξοδέψει, η ζήτηση αυξήθηκε και, ορίστε, ο πληθωρισμός επέστρεψε.

Η κρίση που πλήττει τώρα τη στερλίνα ήταν, υπό αυτή την έννοια, αναμενόμενη εδώ και πολύ καιρό. Εδράζει στα 43 χρόνια ταξικού πολέμου ενάντια στους εργαζόμενους Βρετανούς, στις τέσσερις δεκαετίες υπο-επενδύσεων και, κυρίως, στα 13 χρόνια νομισματικής γενναιοδωρίας που οδήγησαν το Σίτι, πρώην κοινωφελείς υπηρεσίες και κατόχους στεγαστικών δανείων να εθιστούν στα χαμηλά επιτόκια.

Η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη με τις απλόχερες παροχές που μοίρασαν στους πλούσιους ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών που προσποιούνται ότι εφαρμόζουν το μοντέλο της Θάτσερ, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούν να πετύχουν το ανέφικτο. Δεν μπορείτε να επιδιώξετε τον Ριγκανισμό χωρίς έναν σύγχρονο Πολ Βόλκερ, ικανό και πρόθυμο να τυπώσει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και να αυξήσει τα επιτόκια, αν χρειαστεί, στο 20%.

Τα επιτόκια του Ηνωμένου Βασιλείου, αναμφίβολα, θα αυξηθούν και η λίρα θα ανακάμψει. Αλλά πολλά από τα ζόμπι της άρχουσας τάξης θα πεθάνουν. Μια νέα ανισότητα θα γεννηθεί εντός της βρετανικής αστικής τάξης – μεταξύ των εισοδηματιών που κατάφεραν να μειώσουν εγκαίρως τα χρέη τους και άλλων που δεν το έκαναν.

Στο μεταξύ, η εργατική τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου, οι νέοι και οι συνταξιούχοι θα υποστούν μια καταστροφική, κοσμική μείωση των προοπτικών τους. Δύο ακόμη χρόνια αυτής της κυβέρνησης συνιστούν εγγύηση ότι η επόμενη δεν θα μπορέσει να περισώσει τα συντρίμμια που άφησε η τελευταία μεταμόρφωση του Θατσερισμού.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion
Data literacy: Μια μόνιμη πρόκληση
Opinion |

Data literacy: Μια μόνιμη πρόκληση

Πέρα από τον οικονομικό αλφαβητισμό, στη σημερινή πραγματικότητα, η ικανότητα των ανθρώπων να κατανοούν και να διαχειρίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό τα δεδομένα αποτελεί μια αναγκαία Ιδιότητα στον εργασιακό χώρο. Για να επιτευχθεί, όμως, το data literacy και να οικοδομηθεί η αντίστοιχη κουλτούρα, οι ηγέτες οφείλουν να γνωρίζουν τι σημαίνει, ποια είναι η αξία του και να καθιερώσουν μία «κοινή γλώσσα» επικοινωνίας και μάθησης.