Η Τράπεζα την Αγγλία ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Federal Reserve και η κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας συνεχίζοντας την αύξηση των επιτοκίων, είναι μάλιστα η 11η συνεχόμενη αύξηση της BoE. H επιθετική όμως σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δέχεται σημαντικές επικρίσεις, καθώς θεωρείται παράγοντας που ασκεί σημαντική πίεση στον δοκιμαζόμενο τραπεζικό τομέα, με τους επενδυτές να αμφισβητούν κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η επιλογή.

Η αναταραχή που προκλήθηκε σε όλο τον κλάδο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού μετά την κατάρρευση δυο περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών, εγκλώβισε την Credit Suisse και την οδήγησε σε έναν υποχρεωτικό γάμο με τη UBS.

Πέτιφορ: Οι κεντρικές τράπεζες επέλεξαν τον ταξικό πόλεμο από την χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Σ΄αυτό το ασταθές περιβάλλον ανακοίνωσε η Τράπεζα της Αγγλίας την αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, στο υψηλότερο των τελευταίων 15 ετών, με τον διοικητή της να τονίζει ότι ενώ αναγνωρίζει τις αναταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το τραπεζικό σύστημα της Βρετανίας παραμένει ανθεκτικό. «Είχαμε γεγονότα ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο εβδομάδες που σηματοδότησαν προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Και υπήρξε  άμεση δράση», δήλωσε ο Άντριου Μπέιλι «Έχουμε πάρει πολλά μαθήματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Φυσικά συνεχίζουμε να μαθαίνουμε, αλλά είμαι βέβαιος ότι οι τράπεζες (της Βρετανίας) βρίσκονται σε πολύ ισχυρότερη θέση» πρόσθεσε.

Ενώ η πρόσφατη νευρικότητα της αγοράς έχει μειωθεί, έχει ωθήσει τους επενδυτές να προσαρμοστούν σε πιο δύσκολες οικονομικές και δανειοδοτικές συνθήκες που έρχονται.

Η πιέση των τραπεζικών ομολόγων

Νωρίτερα την Πέμπτη, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας αύξησε το επιτόκιο αναφοράς της κατά 50 μονάδες βάσης και δήλωσε ότι η εξαγορά της Credit Suisse από την ελβετική ανταγωνίστριά της UBS απέτρεψε μια οικονομική καταστροφή.

Οι ελβετικές αρχές είχαν παροτρύνει τις τράπεζες να βρουν κοινό τόπο και προσέφεραν οικονομικές εγγυήσεις που ανέρχονται έως και 260 δισ. ελβετικά φράγκα για να πραγματοποιηθεί η συμφωνία.

Σε αυτό το τοπίο η Citigroup υποβάθμισε τον τραπεζικό τομέα της Ευρώπης, προειδοποιώντας ότι ο γρήγορος ρυθμός αύξησης των επιτοκίων θα επιβαρύνει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και τα κέρδη των τραπεζών. Την ίδια ώρα, ενδεχόμενη πίεση στην αύξηση του ΑΕΠ ενδέχεται να οδηγήσει σε επιβράδυνση και τα κέρδη ανά μετοχή του κλάδου.
Ο οίκος προβλέπει μείωση των κερδών ανά μετοχή στην Ευρώπη κατά 5%-10% το 2023 και σταθερά κέρδη το 2024, κάτι που, όπως αναφέρει, έχει αποτιμηθεί στις αγορές

«Τα θεμελιώδη μεγέθη του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα φαίνονται υγιή. Αλλά η συνεχιζόμενη κρίση εμπιστοσύνης θα μπορούσε να περιορίσει τη διάθεση των τραπεζών για ανάληψη κινδύνου και να μειώσει τη ροή πιστώσεων», ανέφεραν οι στρατηγικοί αναλυτές της Citigroup για τις μετοχές.

Η διάσωση της Credit Suisse πυροδότησε ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με την έκθεση των επενδυτών σε έναν εύθραυστο τραπεζικό τομέα.

Η ρυθμιστική αρχή της Ελβετίας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές FINMA υπερασπίστηκε την απόφασή της να επιβάλει ξαφνικές ζημίες σε μια μερίδα κατόχων ομολόγων της Credit Suisse στο πλαίσιο της διάσωσής της, λέγοντας ότι η κίνηση ήταν νομικά στέρεη.

Η απόφαση να δοθεί προτεραιότητα στους μετόχους έναντι των κατόχων ομολόγων Additional Tier 1 (AT1) αναστάτωσε την αγορά ομολόγων AT1 ύψους 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ορισμένοι κάτοχοι ομολόγων AT1 της Credit Suisse αναζητούν το νομικό τρόπο για να μη χάσουν τα κεφάλαια τους.

Συνήθως, σε περίπτωση πτώχευσης τράπεζας, τα AT1 — επίσης γνωστά ως μετατρέψιμες ομολογίες ή «CoCos» — θα έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τους κατόχους μετοχών.

Aνησυχία και στην Ασία

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ασίας προσπαθούν επίσης να κατευνάσουν τις ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τα ομόλογα AT1.

Οι κεντρικές τράπεζες του Χονγκ Κονγκ και της Σιγκαπούρης δήλωσαν ότι θα επιμείνουν στην παραδοσιακή ιεραρχία των απαιτήσεων των πιστωτών σε περίπτωση κατάρρευσης μιας τράπεζας στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες τους.

Ωστόσο, η αστάθεια μπορεί να ωθήσει τουλάχιστον δύο ιαπωνικές τράπεζες, τη Mitsubishi UFJ Financial Group  και τη Sumitomo Mitsui Financial Group , να θέσουν σε αναμονή την έκδοση AT1, δήλωσαν δύο πηγές στο Reuters.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από την Ουάσιγκτον έως το Τόκιο τονίζουν ότι η αναταραχή είναι διαφορετική από την κρίση πριν από 15 χρόνια, λέγοντας ότι οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και τα κεφάλαια πιο εύκολα διαθέσιμα.

Η κριτική από αριστερούς οικονομολόγους

Πρόσφατα η Βρετανίδα οικονομολόγος που είχε προβλέψει την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, Ανν Πέτιφορ, άσκησε σκληρή κριτική στην προσήλωση των κεντρικών τραπεζών να τιθασεύοσυν τις πληθωριστικές πιέσεις με οποιοδήποτε κόστος.

Η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν υπογραμμίσει τη στενότητα των αγορών εργασίας και τους υψηλούς μισθούς ως βασικές αιτίες πίσω από τον πληθωρισμό. Όμως, ενώ η χαλάρωση των αγορών εργασίας μπορεί να βοηθήσει στην επιβράδυνση της οικονομίας, σημαίνει επίσης απολύσεις, ανεργία και πιθανή ύφεση.

«Οι δημόσιοι υπάλληλοι που ηγούνται των κεντρικών τραπεζών φαίνονται πρόθυμοι να θυσιάσουν τις ιδιωτικές τράπεζες και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη βιασύνη τους να αυξήσουν τα επιτόκια, να συντρίψουν τη ζήτηση, να πειθαρχήσουν τους εργαζόμενους και να συρρικνώσουν το εθνικό εισόδημα», έγραψε στο ενημερωτικό δελτίο Substack.

Πολιτικές προσωπικότητες στις ΗΠΑ, κυρίως της προοδευτικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των Σενς, Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς, έχουν επίσης επικρίνει τον Πάουελ και τη Fed ότι κινδυνεύουν να οδηγήσουν την οικονομία σε ύφεση και να ρίξουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία. Η Γουόρεν πρωτοστάτησε στις επιθέσεις, λέγοντας την Κυριακή ότι ο Πάουελ «απέτυχε» στη δουλειά του και δεν θα έπρεπε πλέον να είναι πρόεδρος. Η ίδια ασκεί εδώ και καιρό κριτική στον Πάουελ για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα υψηλά επιτόκια για την αγορά εργασίας, προειδοποιώντας νωρίτερα αυτό το μήνα ότι η Fed θα μπορούσε να θέσει εκτός εργασίας έως και 2 εκατομμύρια Αμερικανούς μέχρι το τέλος του τρέχοντος κύκλου σύσφιγξης.

Τέλος, όσον αφορά το στόχο για πληθωρισμό 2% ορισμένοι οικονομολόγοι, ανάμεσα τους και  Μοχάμεντ Ελ Eριάν, έχουν υποστηρίξει ότι είναι ξεπερασμένος και η επίτευξή του θα οδηγούσε σε σοβαρή οικονομική ζημία, ενώ ένα υψηλότερο «σταθερό ποσοστό πληθωρισμού» γύρω στο 3% με 4% θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή