Αποκομίζοντας τα οφέλη από το κύμα των μεταρρυθμίσεων υπέρ της ανάπτυξης 2003-2005, μέχρι το 2019 η γερμανική οικονομία απολάμβανε τη «χρυσή δεκαετία» που είχαμε προβλέψει σε έκθεση του 2010. Με ραγδαία κέρδη στο βιοτικό επίπεδο και την απασχόληση, και μια σειρά από δημοσιονομικά πλεονάσματα από το 2014 και μετά, η Γερμανία είχε μετατραπεί σε μηχανή ανάπτυξης και αξιόπιστη άγκυρα της ευρωζώνης. Δυστυχώς, η επιτυχία γέννησε εφησυχασμό.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, η Γερμανία έχει μείνει αρκετά πίσω σχεδόν από όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Η έλλειψη νέων μεταρρυθμίσεων υπέρ της ανάπτυξης και οι ακριβές ενεργειακές πολιτικές έχουν επηρεάσει την τάση ανάπτυξης. Επιδεινώνοντας το κόστος της υπερέκθεσης της Γερμανίας στη Ρωσία και την Κίνα, η απροθυμία της να παράσχει στον εαυτό της οποιοδήποτε δημοσιονομικό κίνητρο πέρα από τη βοήθεια που δόθηκε στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για τα lockdown Covid-19 και το άμεσο σοκ στις τιμές της ενέργειας το 2022 εμποδίζει τη γερμανική ζήτηση. Ενώ το ΑΕΠ στην ευρωζώνη εκτός της Γερμανίας (και της ασταθούς Ιρλανδίας) ξεπέρασε το προ πανδημίας επίπεδό του κατά 3,4% στα τέλη του 2023, η γερμανική οικονομία είχε απλώς επιστρέψει εκεί που ήταν στα τέλη του 2019.

Το «σοκ του Πούτιν» του 2022 έπληξε σκληρά τη Γερμανία, ανατρέποντας τις ενεργειακές και βιομηχανικές πολιτικές της περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες. Η χώρα προκάλεσε ορισμένα σημαντικά πλήγματα στον εαυτό της. Ενα ατυχές σχέδιο νόμου για την επιτάχυνση της μετάβασης στις αντλίες θερμότητας για τα νοικοκυριά έθεσε το ερώτημα «πώς θα θερμαίνουμε τα σπίτια μας στο μέλλον;» ως κορυφαίο θέμα για τις συζητήσεις. Αν και το προσχέδιο τελικά αποδυναμώθηκε αποφασιστικά, η κυβέρνηση αγωνίστηκε έκτοτε για να πείσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις ότι ακολουθεί μια λογική μακροπρόθεσμη ενεργειακή πολιτική. Ο αυστηρός τρόπος με τον οποίο το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας ερμήνευσε το φρένο του εθνικού χρέους ανάγκασε την κυβέρνηση σε μια απροσδόκητη δημοσιονομική μείωση στα τέλη του 2023.

Ομως η πολιτική αβεβαιότητα θα μπορούσε να περιορίσει τη γερμανική οικονομική άνοδο, αλλά δεν θα την αποτρέψει. Καθώς το ενεργειακό κόστος έχει υποχωρήσει και ο πληθωρισμός έχει πέσει πολύ κάτω από την αύξηση των μισθών, τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα αυξάνονται με ρυθμό περίπου 1,5% σε ετήσια βάση. Οσο η αβεβαιότητα στην πολιτική δεν επιδεινώνεται, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι πιθανό να αυξήσουν τις δαπάνες τους. Η ανάκαμψη στις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts